Η ΝΔ δεν είναι πλέον κόμμα, αλλά επιχείρηση της οικογένειας Μητσοτάκη

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Τα κονδύλια του ελληνικού δημοσίου, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και της τραπεζικής πίστης χρηματοδοτούν πλέον την παραμονή του στην κυβέρνηση.

Κατά τον επικρατέστερο ορισμό το κόμμα είναι «ανώτερη μορφή οργάνωσης του λαού»- με διακριτικό στοιχείο την ιδεολογική συνοχή και την πολιτική ταυτότητα όσων μετέχουν.

Κόντρα στους ορισμούς της πολιτικής επιστήμης και την Ιστορία, η σημερινή ΝΔ του Μητσοτάκη δεν είναι πλέον κόμμα.

Είναι ένα σύστημα συμφερόντων μιας οικογένειας, χωρίς, μέλη ,στελέχη και κομματικά όργανα. Δεν υπάρχει ιδεολογία, λείπει ο λαός η οργάνωση και αυτό που ασκείται δεν είναι πολιτική, αλλά μπίζνες.

Τον πρώτο λόγο έχουν τα οικογενειακά μέλη, οι υπάλληλοί τους- ντυμένοι υπουργοί συνήθως- διάφορα τυχοδιωκτικά στοιχεία, ανεμομαζώματα και υλικά από κατεδάφιση άλλων κομμάτων.
Η βασική επιδίωξη αυτού του οικονομικού σχηματισμού είναι η αναπαραγωγή του. Για να την εξασφαλίζει χρησιμοποιεί μεθόδους που παρέχονται από το πολιτικό μάρκετινγκ και τις επιχειρηματικές θεωρίες, αλλά και τον φαύλο παλαιοκομματισμό, ή τις πρακτικές του υποκόσμου.

Αν ο φορέας που διεκδίκησε το 2019 την κυβέρνηση, είχε στοιχεία πολιτικής ως κόμμα, στην πορεία διακυβέρνησης τα εγκατέλειψε. Ο μηχανισμός που επιχειρεί σήμερα να κρατήσει τον Μητσοτάκη στην εξουσία είναι μια οργάνωση επικυριαρχίας, με αθέμιτα μέσα.

Η σημερινή ΝΔ δεν είναι κόμμα, αλλά επιχείρηση. Η διατύπωση «Μαξίμου ΑΕ» της Φώφης Γεννηματά, την οποία εξαφάνισε ο Νίκος Ανδρουλάκης, το απέδωσε εγκαίρως με πληρότητα.

Για να επιβιώσει ως επιχείρηση, καταφεύγει σε όσα ανίερα συνηθίζονται στον ανταγωνισμό της αγοράς. Είτε εξαγοράζει στελέχη μικρότερων επιχειρήσεων, είτε τις διαλύει- είτε προσπαθεί να τις θέσει υπό έλεγχο, ως θυγατρικές.

Ο Μητσοτάκης δεν είναι τυπικός πολιτικός. Άλλωστε δεν του άρεσε η πολιτική δραστηριότητα παρότι στην οικογένεια την ασκούσαν ο πατέρας του και η αδελφή του. Στην εφηβεία και την ύστερη νεότητά του δεν είχε κομματική δραστηριότητα.

Ανακάλυψε την πολιτική το 2004 όταν κληρονόμησε την πατρική έδρα στη Βουλή και είδε την προσοδοφόρα πλευρά της. Έτσι άρχισε να την ασκεί με τον μόνο τρόπο που γνώριζε ως τότε: ως οικονομικό «πρότζεκτ».

Η επαρκής χρηματοδότηση των μεθόδων ελέγχου της ΝΔ, ήταν ένα επενδυτικό σχέδιο που απέδωσε. Στη συνέχεια, δια της κατάκτησης του κράτους – και ακριβέστερα του ταμείου του- βγήκαν τα λεφτά που επενδύθηκαν και μένουν τεράστια κέρδη.

Τα κονδύλια του ελληνικού δημοσίου, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και της τραπεζικής πίστης χρηματοδοτούν πλέον την παραμονή του στην κυβέρνηση.

Τα παραγωγικά «ντιλς» που έκανε με εκπροσώπους της -κρατικοδίαιτης- οικονομικής εξουσίας όταν πήρε την κυβέρνηση ανανεώθηκαν και επεκτάθηκαν σε νέους τομείς, όπως είναι η περιουσία του κράτους, αλλά και τα συμφέροντά του στη γη, τον αέρα, τη θάλασσα και κάτω από βυθό της.

Πίσω από κάθε κυβερνητική δραστηριότητα τα τέσσερα τελευταία χρόνια, υπήρχε ένας οικονομικός υπολογισμός στον οποίο εκτός από την Μητσοτάκη έχουν ποντάρει και οι εταίροι του στο χώρο της οικονομίας της αρπαχτής- εντός και εκτός της χώρας.

Στις επικείμενες εκλογές κάθε ψήφος στον Μητσοτάκη είναι συνεισφορά στην επένδυσή του. Ωστόσο υπάρχει μεγάλο ρίσκο πλέον γιατί αυτή η επιχείρηση έχει ως βασικό κεφάλαιο το αποτέλεσμα των εκλογών. Αν μειωθεί η επιρροή του Μητσοτάκη, καταρρέει .

Για να την διασφαλίσει όσο μπορεί χρησιμοποιεί με τη μέθοδο «το αφεντικό τρελάθηκε», τα λεφτά αυτών που σκέφτονται να τον ψηφίσουν. Υποσχόμενος να τους επιστρέψει κάτι παραπάνω από τους φόρους που πληρώνουν.

Είναι μια λεόντεια σχέση, αλλά στις επιχειρήσεις δεν υπάρχει ηθική. Για τους μικροεπενδυτές της μιας ψήφου, είναι χαμένη υπόθεση-επειδη για τους αεριτζήδες που εμφανίζονται ως επενδυτές, ο μόνος κανόνας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους.

Όσοι μετέχουν στην επιχείρηση- οικογένεια, οικονομικοί παράγοντες και εταίροι- αδημονούν. Αν ηττηθεί στις εκλογές ο Μητσοτάκης η επιχείρηση θα χρεοκοπήσει, θα μπουν ορκωτοί λογιστές και στο τέλος θα πρέπει να υπερασπιστούν τον εαυτό του ενώπιον του φυσικού δικαστή τους. Αυτό είναι επαρκής λόγος να τους κάνει αδίστακτους.

Πλησιάζοντας προς τις εκλογές οι επωφεληθέντες από την επιχειρηματική δράση του συστήματος Μητσοτάκη εντείνουν τις προσπάθειες να του εξασφαλίσουν προϋποθέσεις επιβίωσης- εκτός από όσους έχει πουλήσει εν τω μεταξύ.

Στην πραγματική επιχειρηματικότητα αυτό παίρνει συνήθως τη μορφή της «αύξησης μετοχικού κεφαλαίου». Στην πολιτική τα πράγματα αλλάζουν: οι επενδυτές εμφανιζόμενοι, αντί να ενισχύουν την επιχείρηση την αποδυναμώνουν- προκαλώντας δυσφορία στους ψηφοφόρους που διαπιστώνουν ότι είναι πάλι ριγμένοι.

Όταν αυτό φτάσει στο σημείο βρασμού, δεν υπάρχει οδός επιστροφής. Ο αντίπαλος δεν είναι πλέον τα αλλά κόμματα: είναι η βουή του πλήθους που ακούγεται να πλησιάζει -με την καταλυτική λέξη: Μπροστά τον Μαυρογυαλούρο- Λάμπρο Κωνσταντάρα- στην ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο»: έφαγαν, έφαγαν…

Καμιά προπαγάνδα κανενός Γκρίνμπεργκ, κανένας μιντιακός μηχανισμός, καμία υπόσχεση δεν μπορεί να κατανικήσει αυτή τη βουή. Γιατί όσο πλησιάζει στην κάλπη το πλήθος, το σύνθημα αλλάζει: κάτω οι κλέφτες…

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR