Κάτι τρέχει με την Πρόεδρο: Ισχύει ότι η κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται την Σακελλαροπούλου;

Του Γ. Λακόπουλου

Τι συμβαίνει με την κυρία Κατερίνα Σακελλαροπούλου;  Ποιες είναι οι σχέσεις της με τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση; Ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της αυτή την κρίσιμη περίοδο των ελλληνοτουρκικών εντάσεων;

Τα ερωτήματα δεν είναι τυχαία. Πρώτα ήταν οι φήμες. Ακολούθησαν πληροφορίες, που από τη  φύση τους δεν μπορούν να διασταυρωθούν. Και ύστερα τα δημοσιεύματα.

Δυο έγκυροι πολιτικοί συντάκτες, ο Βασίλης Σκουρής από τις Ιeidiseis.gr  και ο Τάσος Παππάς από την Εφημερίδα των Συντακτών έφεραν στο θέμα στην επιφάνεια.

Ο Βασίλης Σκουρής, σημειώνοντας τους λόγους για τους οποίους ο Πρωθυπουργός δεν θα δεχτεί πρόταση άλλου αρχηγού προκειμένου να πραγματοποιηθεί συνεδρίαση των αρχηγών των κομμάτων υπό την  Κατερίνα Σακελλαροπούλου, έγραφε:

“Στο Μαξίμου φέρεται να εκτιμούν πως η νέα Πρόεδρος δεν έχει ακόμα την πλήρη δυνατότητα σύνθεσης των απόψεων που θα ακουστούν, με αποτέλεσμα από τυχόν συμβούλιο να προκύψουν επιπλέον προβλήματα»

 Σύμφωνα με τον Τάσο Παππά ο Κυριάκος Μητσοτάκης «εκτιμά ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου δεν έχει το πολιτικό ανάστημα ούτε την πείρα να διαχειριστεί τόσο κρίσιμες υποθέσεις. Μπορεί ο ρόλος της, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, να είναι διακοσμητικός, ωστόσο στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών θα πρέπει να λειτουργήσει συνθετικά για να μην καταλήξει σε ναυάγιο η διαδικασία, εξέλιξη που θα πλήξει το κύρος και την εικόνα του».

 Για κανέναν από  τους δυο δεν υπήρξε διάψευση από καμία πλευρά. Όσα αναφέρουν οι δυο δημοσιογράφοι παραμένουν, ως αποδεκτές  εκτιμήσεις, που αποτυπώνουν την πραγματικότητα.

Έτσι, όμως, για πρώτη φορά  από τη Μεταπολίτευση, δημιουργείται ένα ιδιότυπο πολιτειακό πρόβλημα: ο αρχηγός του κράτος  φέρεται ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσει ένα μέρος καθηκόντων του. Για την ακρίβεια να διευθύνει, όπως ορίζεται, τις εργασίες του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών.

Ουσιαστικά η αδυναμία της κυρίας Σακελλαροπούλου, όπως εκτιμάται από τον πλέον αρμόδιο -κατά τα δημοσιεύματα- συνιστά πολιτειακό κενό και εξελίσσεται σε εμπόδιο στην ανάληψη μιας πρωτοβουλίας του Πρωθυπουργού από την οποία μπορούν να κριθούν πολλά για την κυβερνητική πολιτική και για τη χώρα.

Από μόνο του το θέαμα της Προέδρου που αυτή την περίοδο, μετακινείται με τουριστική χαλαρότητα από νησί σε νησί και πραγματοποιεί «ανώδυνες» συναντήσεις, χωρίς καμία επαφή με την κυβέρνηση-  πέραν ενός βιαστικού τηλεφωνήματος εκ μέρους του Πρωθυπουργού που τη βρήκε στη Νάξο- και τις πολιτικές δυνάμεις, υποδηλώνει ένα πρόβλημα.

Εκτός από την προκύπτουσα αδυναμία να συντονίσει την ενδεχομένη σύγκλιση του Συμβουλίου των Αρχηγών- και γι’ αυτό είναι αδύνατο να υπάρξει-  η Πρόεδρος ως επικεφαλής του κράτους έχει να παίξει ιδιαίτερο ρόλο σε μια περίοδο σαν αυτή που διανύουμε, σε ό,τι αφορά την εμπέδωση της εθνικής ομοψυχίας, την ανάδειξη της ελληνικής αποφασιστικότητας στο διεθνή χώρο και την προειδοποίηση των γειτόνων εκ μέρους όλων των Ελλήνων για τις συνέπειες του τυχοδιωκτισμού τους. Με ποιο τρόπο διεκπεραιώνει αυτόν τον ρόλο;

Κατά τα άρθρα 36 και 37  του Συντάγματος ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας «εκπροσωπεί διεθνώς το Κράτος, κηρύσσει πόλεμο, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας» και «είναι αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Xώρας». Ακόμη και στις περιπτώσεις  που ο ρόλος του είναι συμβολικός- καθώς την ευθύνη των πράξεων του έχει η κυβέρνηση- η ελλιπής εκπροσώπηση του συμβολισμού εκ μέρους της σημερινής Προέδρου, συνιστά οιονεί δυσλειτουργία του Πολιτεύματος.

Όταν στην Αθήνα η κυβέρνηση σημειώνει διαρκώς τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η χώρα  από την Τουρκία και επιδίδεται σε διπλωματικό μαραθώνιο εναντίον της και όταν στο Αιγαίο οι Ένοπλες δυνάμεις  αγωνιούν για να αποτρέψουν αυτόν τον κίνδυνο, αλλά ο αρχηγός του κράτους αλλάζει φιλοφρονήσεις με τις -σπουδαίες καθόλα όλα- «γιαγιάδες της Μυτιλήνης», κάποιος πρέπει να μιλήσει: υπάρχει πρόβλημα με την άσκηση των προεδρικών καθηκόντων από τη Σακελλαροπούλου και πώς αντιμετωπίζεται; Αν η Βουλή, σχεδόν ομόφωνα, εξέλεξε μια πρόεδρο που δεν μπορεί να διευθύνει μια κρίσιμη πολιτειακή διαδικασία, κανείς δεν μπορεί να παριστάνει ότι δεν συμβαίνει τίποτε.