ΚΙΝΑΛ: κύκνειο άσμα το debate. Χωρίς ηγετικά προσόντα για τη διασφάλιση του μέλλοντός του, οι πέντε που μετείχαν και ο έκτος που φυγομάχησε.

Του Γ. Λακόπουλου

Αν ζούσε η Φώφη Γεννηματά, θα ήταν ευτυχής μετά το debate της Δευτέρας.  Παρά τις προσωπικές ανεπάρκειες και τις αδυναμίες της, θα έκανε  περίπατο για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Οι αντίπαλοι της- ή όσοι από αυτούς παρέμεναν στην κούρσα  –   δεν θα μπορούσαν να την ανταγωνιστούν σε κύρος και δημόσια παρουσία.

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της δημοσιογραφικής βραδιάς ήταν η εξαίρετη Ανδριάνα Παρασκευοπούλου: διεύθυνε εξαιρετικά το πρώτο   πραγματικό  debate στην ιστορία της ΕΡΤ.

 Οι τρεις προβεβλημένοι δημοσιογράφοι –Τάσος Παππάς, Παύλος Τσίμας, Γ. Κουβαράς– που στάθηκαν απέναντι στους πέντε διεκδικητές, σα να προσαρμόσθηκαν στα χαμηλά μεγέθη τους, απέφυγαν να ζητήσουν απαντήσεις για τα “θαμμένα μυστικά” του χώρου.

Κανείς δεν έθεσε στους υποψήφιους το ζήτημα της προσβλητικής απουσίας του Γ. Παπανδρέου- στην οποία προσέθεσε και την προσβλητικότερη δήλωση ότι… δεν είναι σίγουρος ότι θα τους παρακολουθήσει!

Δεν ρώτησαν για τα χρέη του ΠΑΣΟΚ- το οποίο σχεδόν όλοι υπόσχονται να “αναστήσουν”, παραβλέποντας τους λόγους της εξαφάνισης του τίτλου του.

Πρωτίστως κανείς δεν ρώτησε τον Λοβέρδο πώς νοειται να διεκδικεί την ηγεσία κόμματος,  προτού εκκαθαριστεί η δικαστική διαδικασία στην οποία εμπλέκεται με την ποινική δίωξη για δωροδοκία που τον βαρύνει.

Όπως κανεις δεν τον ρωτήσει αν η άρνησή του να συνυπογράψει την καταγγελία για τη μνήμη της Φώφης Γεννηματα, σχετίζεται με την προέλευσή της από μιντιακό συγκρότημα, με ιδιοκτήτη οικονομικό παράγοντα στα γραφεία στο οποίου εθεάθη πρόσφατα.

Αλλά και μεταξύ τους οι πέντε συμπεριφέρονταν με …τακτ, με το μυαλό τους στις συμμαχίες του δευτέρου γύρου και αυτό απονεύρωσε ακόμη περισσότερο την, έτσι κι αλλιώς, ανιαρή παρουσία τους. Διανθισμένη με μικρομεγαλισμούς, αν ληφθεί υπόψη οτι δεν μιλάμε για κόμμα που πετάει.

Από εκεί και πέρα η διαδικασία ήταν περισσότερο “τσάι και συμπάθεια”. Διαλογική συζήτηση περί διαγραμμάτου χωρίς γωνίες, παρά αναζήτηση της ουσίας στις επιμέρους φιλοδοξίες των υποψηφίων.

Από τους πέντε ο χειρότερος ήταν ο …έκτος – που αρνήθηκε να παραστεί σε μια δημοσιογραφική εκπομπή στην οποία θα είχε την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του, με απαντήσεις σε πραγματικές ερωτήσεις για τα πεπραγμένα του. 

Ο Γιώργος Παπανδρέου πρόσθεσε μια ακόμη κακή σελίδα στη διαδρομή του- την οποία ματαίως αυτή τη φορά, προσπαθεί να επιχρωματίσει με τα κληρονομικά υλικά των ανιόντων του.

 Η προσπάθεια του να καπηλευτεί ξανά το ιστορικό δημιούργημα του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο ο ίδιος απαξίωσε, τον απογυμνώνει  και τον αφήνει με τις περιαυτολογίες τους σε φιλικές συνάξεις. 

Είναι προφανές πλέον ότι στηρίζεται στην κινητοποίηση ό,τι ξεπερασμένου και παλαιού μπορεί να συγκινηθεί με τα κλέη τη παλαιού ΠΑΣΟΚ, και την καρικατούρα αναπαραγωγής της παλιότερη εικόνας του ιδίου, που  κατέρρευσε στην πράξη.

Από τους άλλους, αυτός που προσπάθησε να αναδείξει ότι έχει διακριτή πολιτική ταυτότητα ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης, εμφανιζόμενος ως Σοσιαλδημοκράτης, και Κεντροαριστερός, με τρόπο που συνδέει την ευρωπαϊκή προοδευτική σκηνή με την προϊστορία του ΠΑΣΟΚ. 

Ωστόσο η σκηνική παρουσία του τον προδίδει. Η επικοινωνία του με τα ευρύτερα στρώματα εξασθενεί καθώς δεν έχει το χάρισμα του ρήτορα που δημιουργεί με το λόγο του, ακόμη και τις αποχρώσεις της φωνής του, προδιάθεση για να ακουστεί.

Έτσι δεν κατάφερε να αναδείξει ούτε καν ότι είναι προτιμότερο για το κόμμα του να είναι ο πρόεδρος του ευρωβουλευτής, γιατί η νομοθεσία μιας χώρας μέλους παράγεται στις Βρυξέλλες. Ούτε καν το συγκριτικό του πλεονέκτημα των συναναστροφών του με τους ευρωσοσιαλιστές δεν παρουσίασε.

Το πιο εξοργιστικό στοιχείο του debate, ήταν οι θεατρινισμοί του Ανδρέα Λοβέρδου. Η  κενολογία του εναλλασσόμενη με ανακριβείς  αναφορές αυτοθαυμασμού για το – μνημονιακό- υπουργικό παρελθόν του, και το “βιογραφικό” ενότητας” ήταν προκλητική.

 Ειδικά όταν μιλούσε για την ικανότητα του να καταστήσει πρωταγωνιστή των εξελίξεων τον… εαυτό του, δια την επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ , στο οποίο φυτεύτηκε το 1996 και δεν έχει τον παραμικρό ιδεολογικό δεσμό.  

Η παρουσία του ανέδυε ότι δεν θέλει να γίνει προόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά να κάνει το ΠΑΣΟΚ  όργανο του – για καριέρα στη σκιά του Μητσοτάκη.

Η αδέξια ταχυδακτυλουργία του να παρουσιάσει ως “λαϊκή προσέλευση” στην κάλπη τις συντεταγμένες ομάδες από τη ΝΔ και από  έναν… μιντιάρχη στις οποίες στηρίζει την τύχη του, ήταν στοιχείο εκφυλισμού της διαδικασίας. 

Ο συγκροτημένος παντα Παύλος Γερουλάνος,  μιλούσε -επαναλαμβανόμενος- σαν σε σεμινάριο. Μακράν από την ουσία της πολιτικής και τις προτεραιότητες της. Και εμφανώς έξω από την ιστορική  κουλτούρα  του χώρου στον οποίο διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο.  

 Αποδειξη η ψιλοάσχετη αναφορά του στον Ανδρέα Παπανδρέου και το 1981. Αλλα και ο παραλληλισμός των κανόνων δημοσίου βίου με τους ευτυχισμένους εργαζομένους της… επιχείρησης του.

 Ο Χάρης Καστανίδης, με το πιο βαρύ κομματικό βιογραφικό, αλλά και το πιο αξιόπιστο προσωπικό ιστορικό  φορτίο, δεν κατάφερε να υπερασπιστεί  επαρκώς την υποψηφιότητά του.

 Όταν δεν υπέκυπτε σε αυτοαναναφορές φιλαυτίας, επιδείκνυε τις  δικανικές του δεξιότητες με διατυπώσεις του τύπου “έτι περαιτέρω”- κατά το προηγούμενο του κλασσικού δικού του “δια τούτο λέγω”.  Περισσότερο ως καλός αγορητής σε ποινικό δικαστήριο παρά ως επίδοξος ηγέτης.  

Ο νεαρότερος της παρέας Παύλος Χρηστίδης επικαλέστηκε  τη Φώφη  Γεννηματά ως το πιο βαρύ όνομα στο ιστορικό πάνθεο του ΠΑΣΟΚ –  δικαίως ίσως αφού αυτή τον δημιούργησε-  αλλά έδειξε ότι προσπαθεί να δαγκώσει  περισσότερο από ότι μπορεί να μασήσει. Μπήκε σε ένα γήπεδο για το οποίο δεν έχει ταλέντο και προσόντα.

Οι 5+1 του debate απέδειξαν ότι στις τάξεις του ΚΙΝΑΛ δεν υπάρχει ηγετική προσωπικότητα που να κάνει “γκελ” στην κοινωνία. Αναδείχθηκε ότι στην  πράξη η Γεννηματ΄΄α ήταν ό,τι καλύτερο διαθέτει  γι’ αυτό το αυτό το ρόλο το κόμμα της. 

Μετά τον Βενιζέλο που εξ αιτίας της “τρώει σίδερα” στην εξέδρα, για χάρη του ανύπαρκτου Γιώργου Καμίνη- που περιέργως δεν ήταν πάλι υποψήφιος.

Κανείς από τους έξι δεν έδειξε ότι μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στις σύγχρονες  προδιαγραφές ενός πολιτικού αρχηγού σε μια ιδιαίτερα απαιτητική περίοδο.

Το κόμμα που κινείται από καιρό μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας-,  τροφοδοτούμενο αποκλειστικά από κομμάτια και θρύψαλα του παρελθόντος του-  έκανε ένα ακόμη βήμα προς τη φθορά του.

Οι πέντε του debate ανεξάρτητα με τη σειρά κατάταξης σε οποιαδήποτε  αξιολόγηση εμφανιζόμενοι -αλλά και ο κρυπτόμενος Παπανδρέου- συνυπέγραψαν το κύκνειο άσμα ενός ιστορικού κόμματος που δεν μπόρεσε να μείνει στις ράγες του μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου που το ίδρυσε και το γιγάντωσε και τον Κώστα Σημίτη που πήρε την πρώτη σκυτάλη- και την παρέδωσε σε λάθος χέρια.