Κ. Καραμανλής: για ποιον χτυπάει την καμπάνα;  

Του Γ. Λακόπουλου

Πέρασε πολύς καιρός από τότε που μια πολιτική ομιλία δικαιολογούσε τον χαρακτηρισμό «βαρυσήμαντη». Ήταν η ομιλία του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη.

Στην πρώτη κατ’ ουσίαν πράξη επιστροφής του στα πολιτικά πράγματα -ύστερα από δέκα χρόνια σιωπής- ο  Καραμανλής ανέκτησε κάτι περισσότερο  από το ρόλο του φυσικού ηγέτη της παράταξής του -που κανείς δεν του αμφισβητούσε: την αύρα της «εθνικής εφεδρείας» που διακρίνουν πολλοί -και πέρα από τα όρια της ΝΔ- στη ματιά του στα πράγματα.

Αν προστεθεί και η εμπειρία ενός πολιτικού που βλέπει πλέον τη μεγάλη εικόνα -με την πικρή γεύση της αποτυχίας απέναντι στους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες όταν μετείχε στη μικρή- έχουμε την πλήρη περιγραφή της παρουσίας του-  διόλου συμπτωματικά την παραμονή της εθνικής επετείου.

Η επιφανειακή προσέγγιση της επανεμφάνισης Καραμανλή θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με μια ομιλία 36  λεπτών «κατάπιε» τους προκάτοχους του. Και επιπλέον «έδεσε» την ανανέωση της θητείας του -παρόντος- Προκόπη Παυλόπουλου.

Αλλά ο σκοπός του εμφανώς δεν ήταν αυτός. Δεν πήγε στη Θεσσαλονίκη για δείξει ποιον προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ούτε για να αναδειχθεί  μεγαλύτερο πολιτικό μέγεθος από τον Μητσοτάκη και τον Σαμαρά.

Δεν ήταν παραταξιακή παρέμβαση. Η ομιλία του δομήθηκε έτσι ώστε να απευθύνεται σε εθνικό ακροατήριο. Είπε όσα λέει τελευταία και στις κατ’  ιδίαν συζητήσεις του.

Βρισκόμαστε στα πρόθυρα εθνικής  κρίσης, που  μπορεί να πάρει τραγικές διαστάσεις για την Ελλάδα, προβαλλόμενη στο πολιτικό περιβάλλον της  περιοχής-, στο οποίο ο ρόλος του διεθνούς παράγοντα ιστορικά αποτελεί αρνητική παράμετρο.

Γιατί αισθάνθηκε την ανάγκη να τα κοινοποιήσει; Το είπε:  γιατί έρχονται «μεγάλες προκλήσεις», που θα απαιτήσουν «κρίσιμες αποφάσεις» για τη χώρα. Δεν είναι μάντης Τειρεσίας. Είναι Κασσάνδρα. Όποιος δεν το καταλαβαίνει, ας δει τι έπαθαν οι Τρώες που την αγνόησαν.

Μοιραία το επόμενο ερώτημα είναι: ποιος θα πάρει αυτές τις αποφάσεις. Μπορεί η σημερινή ηγεσία να σηκώσει το βάρος επιλογών που θα υπερβαίνουν όσα έζησαν οι μεταπολιτευτικές γενιές;

Ο Καραμανλής είπε τι πρέπει να γίνει. Δεν είπε ποιος μπορεί να το  κάνει. Ζήτησε «αρραγές εθνικό μέτωπο» και κράτησε μάλλον ίσες αποστάσεις από τους δυο πρωταγωνιστές της σημερινής πολιτικής σκηνής, που λογικά θα κυβερνούν εναλλάξ τα επόμενη χρόνια.

Σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών μίλησε κριτικά. Δεν τοποθετήθηκε αρνητικά απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα- θα τον αδικούσε άλλωστε- και δεν υιοθέτησε μισαλλοδοξίες και εθνικισμούς.

Η προσεκτική φρασεολογία του πρώην Πρωθυπουργού για τη Συμφωνία  -αποφεύγοντας, δυστυχώς, να αναφέρει το όνομα της γειτονικής χώρας- οριοθέτησε μεν την κριτική του για τις «αδυναμίες» της, αλλά στο βάθος περιείχε και την αναγνώριση της ανάγκης να υπάρχει η Συμφωνία.

Απλώς θα μπορούσε να είναι καλύτερη και πάντως πρέπει να εφαρμοστεί από όλες τις πλευρές. Ότι ανέδειξε το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ως στοιχείο αξιολόγησης της προσαρμογής της Β. Μακεδονίας -και των άλλων γειτόνων- στις ανάγκες των  καιρών, είναι ένα μήνυμα  προς τις ηγεσίες τους. Αλλά και προς τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις.

Ωστόσο δεν είναι στο Βορρά στραμμένη η προσοχή του. Όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο σημερινός  Καραμανλής πήρε το λόγο για να δείξει τον πραγματικό κίνδυνο για τη χώρα: την τουρκική απειλή. Την  κλιμακούμενη σε όλα τα μέτωπα  βουλιμία της Άγκυρας- για την οποία ωστόσο, όπως επισήμανε, υπάρχει πλέον ιστορική γνώση.

Ποιες είναι οι «κρίσιμες αποφάσεις» που πρέπει να ληφθούν με «τόλμη» και να υλοποιηθούν με «συνέπεια»; Ήταν διάχυτες στην ομιλία. Και δεν πρέπει να διαφεύγει από την προσοχή ότι συνδέθηκαν εμφατικά με τις επικρίσεις του για τον «απρόβλεπτο»  αμερικανικό παράγοντα.

Επειδή ο ίδιος υπήρξε θύμα της αμερικανικής παρουσίας και  πολιτικής στην περιοχή, η καθαρή θέση του εναντίον των «φίλων» που μας συστήνουν να «τα  βρούμε» με την Τουρκία,  μπορεί να διαβαστεί και ως κριτική στη φημολογούμενη ροπή της σημερινής κυβέρνησης για κατευνασμό.

Ο Καραμανλής ταυτόχρονα με την απειλή από την Τουρκία, βλέπει το μεταναστευτικό ως παράλληλο πεδίο κυοφορίας της επαπειλουμένης εθνικής κρίσης. Το συνέδεσε με την αδυναμία της Ευρώπης να το διαχειριστεί και με το δημογραφικό τέλμα της Ελλάδας.

Δεν βλέπει «εισβολείς», αλλά μια καινούργια κατάσταση στην οποία όλοι πρέπει να κάνουν αυτό που τους αναλογεί. Η Ευρώπη και η Ελλάδα δεν μπορούν να γίνουν φρούρια, αλλά δεν μπορούν και να κλείσουν τα μάτια στις συνθήκες που διαμορφώνουν πλέον οι απελπισμένες μετακινήσεις πληθυσμών.

Είπε ότι ο Μητσοτάκης έχει «πλήρη επίγνωση» του προβλήματος και τον πίστωσε με τις πρώτες κινήσεις του. Αλλά δεν ήταν σαφές αν είπε ως ένδειξη εμπιστοσύνης, ως  προειδοποίηση ή ως ευχή να μη γίνει η σημερινή κυβέρνηση μέρος του προβλήματος. Όπως έγιναν και άλλες προηγουμένως.

Ο Καραμανλής δεν πήγε στην έδρα του για να πετάξει ένα βότσαλο στη λίμνη και να παρακολουθεί τους κύκλους του στο νερό. Πήγε για να χτυπήσει την καμπάνα.

Για ποιον τη χτυπάει είναι ολοφάνερο. Πρωτίστως η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι από τη θέση της ο πρώτος αποδέκτης. Ειδικά στα σημεία που οι επισημάνσεις του -από το Βουκουρέστι μέχρι τους αγωγούς- είχαν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.