Λίνα Μενδώνη: Τραγέλαφος

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Στην ιστορία των πολιτικών συστημάτων, ο κρατικός παρεμβατισμός σε ακούσματα ή θεάματα – όπως αυτός της Μενδώνη – έχει επιχειρηθεί μόνο από αυταρχικά καθεστώτα.

«Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;» είχε τιτλοφορήσει ο σπουδαίος Βαγγέλης Pαπτόπουλος ένα βιβλίο του – από τις εκδόσεις «Kέδρος» – που αναδείκνυε τα χάσματα ανάμεσα στον, τότε, συρμό του – ιδιοτελούς – «εκσυγχρονισμού» και την αυθεντική λαϊκή αντίληψη των πραγμάτων.

Δυο δεκαετίες και βάλε από τότε, με τον «εκσυγχρονισμό» να επανεμφανίζεται με το ένδυμα του Νεομητσοτακισμού, το ερώτημα είναι: ακούει η Μενδώνη Καζαντζίδη;

Ως μόνιμη υπουργός – της «οικογένειας» – Πολιτισμού, η κυρία υπονομεύει συστηματικά την ηθική και πολιτισμική ουσία της πολιτικής. Ακόμη και με τον δημόσιο βίο και την πολιτεία της: το βράδυ των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2019 βρίσκονταν, στη Χαρ. Τρικούπη, στο πλευρό της Φώφης Γεννηματά και το πρωί ορκίσθηκε υπουργός του Μητσοτάκη.

Το ΠΑΣΟΚ την απέπεμψε. Ήταν η πιο εξευτελιστική διαγραφή στελέχους που έγινε ποτέ από κόμμα. Και δεν είχε γίνει γνωστό ακόμη ότι -πριν «εκδηλωθεί» – ήταν μυστικοσύμβουλος της Μαρέβας.

Η αντι-πολιτισμική νοοτροπία της δύσκολα καμουφλάρεται. Ποιος ξεχνά τη συμπεριφορά της στην υπόθεση Λιγνάδη και τον αποκρουστικό μορφασμό για τον Ξαρχάκο; Ή την εκδικητική έξωση στον Σύλλογο των Αρχαιολόγων, που δεν ενθουσιάστηκε με το τσιμέντωμα της Ακρόπολης.

Με αυτό το βιογραφικό μένουν άναυδοι όσοι πληροφορούνται με ποιον τρόπο η Μενδώνη ενδιαφέρεται για την προστασία της ελληνικής μουσικής.

Εκπόνησε – ή απλώς έφερε στη Βουλή; – ειδικό νομοσχέδιο για την… κατανομή μουσικής σε διάφορους κοινοχρήστους χώρους – με τον χονδροειδή διαχωρισμό «ελληνικά» και «ξένα».

Το υπονοούμενο ότι εξασφαλίζει το άκουσμα των πρώτων, εκτείνεται – αλλά όχι δεσμευτικά – και σε ραδιοσταθμούς, παρέχοντας ως κίνητρο ελληνοποίησης, επιπλέον διαφημιστικό χρόνο.

Στην ιστορία των πολιτικών συστημάτων, ο κρατικός παρεμβατισμός σε ακούσματα ή θεάματα έχει επιχειρηθεί μόνο από αυταρχικά καθεστώτα.

Αν ακούγεται λιγότερο ή περισσότερη ελληνική μουσική εξαρτάται πρωτίστως από την ποιότητά της και όχι από τη θέσπιση ποσοστώσεων. Δεν είναι τυρί, με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης.

Με ποια νομιμοποίηση, ποια ειδική γνώση και ποια καλλιτεχνικά κριτήρια ορίζει τι θα ακούγεται, που και σε ποιες δόσεις;

Πώς «διαπαιδαγωγεί» μουσικά Έλληνες και ξένους ακροατές – τσουβαλιάζοντάς το λούμπεν άσμα, τα σουξέ συρμού και τους φτηνιάρικους ήχους της μουσικής υποκουλτούρας, με τα διαχρονικά δημιουργήματα της ποιοτικής μουσικής στην Ελλάδα και διεθνώς;

Θα εγκαταστήσει και μετρητές σε κάθε χώρο για να ελέγχει την κατανομή, ή θα το αναθέσει σε περίπολα που θα επιτηρούν τη δυστοπική «νομιμότητα» που θέλει να εγκαταστήσει;

Μήπως να επιβάλει και το ποτό που θα πίνουν οι ακροατές ακούγοντας το κάθε είδος;

Όσοι επιχείρησαν να πάρουν μέρος στη διαβούλευση επί του νόμου της διασύρουν.

Πχ ο δημοσιογράφος Παντ. Ζαγοριανίτης στο hellasjournal.com.

Τι κρύβει ο τραγέλαφος που προκαλεί με αυτόν το αλλόκοτο – και ασφαλώς ανεφάρμοστο – νομοθέτημα; Κομπογιαννιτισμό, άγνοια, βλακεία – ή παλαιοκομματική παραπλάνηση των μουσικών δημιουργών;

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR