Μάτι: Το ρεπορτάζ της Καθημερινής

Της Μαριάννας Κακαουνάκη

Συμπληρώνονται δύο χρόνια από την αποφράδα 23η Ιουλίου 2018, ημέρα εθνικού πένθους, από την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι με την εκατόμβη θυμάτων και ακόμη οι συγγενείς τους, οι άνθρωποι που έζησαν δραματικές ώρες περιμένουν να αποδοθεί Δικαιοσύνη, ως φόρος τιμής στους αδικοχαμένους. Είναι μια έρευνα δύσκολη και φορτισμένη. Η μακρά διαδικασία είναι έως ένα βαθμό αναμενόμενη για τα ελληνικά δεδομένα, κρύβει όμως και έντονο, σκοτεινό παρασκήνιο. Η «Κ» μέσα από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες αποκαλύπτει πώς αυτά τα δύο χρόνια κάποιοι έχουν προσπαθήσει να βάλουν εμπόδια στη διαδικασία με μοναδικό σκοπό να αποκρύψουν πράξεις και παραλείψεις που οδήγησαν στην τραγωδία.

Εντολή για διερεύνηση

Την επόμενη κιόλας ημέρα της πυρκαγιάς, η τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου ζητάει από τον τότε προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηλία Ζαγοραίο να διερευνήσει «τι συνέβη». Ενα εικοσιτετράωρο αργότερα, τηλεφωνούν από την Εισαγγελία στον αξιωματικό της Πυροσβεστικής Δημήτρη Λιότσιο. Είναι εγγεγραμμένος στη λίστα πραγματογνωμόνων και του ζητούν να αναλάβει την έρευνα για το Μάτι. Εκείνος ξέρει πως είναι μια δύσκολη αποστολή – θεωρεί πως θα πρέπει να αναζητήσει τυχόν ευθύνες ανωτέρων του και οι ισορροπίες θα είναι λεπτές. Δέχεται όμως χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ξεκινάει άμεσα, ζητώντας αρχικά διάφορα έγγραφα από το Πυροσβεστικό Σώμα. Κάποιοι δυσανασχετούν, άλλοι όμως αρνούνται ευθέως να συνδράμουν λέγοντάς του πως δεν έχει δικαίωμα να ερευνήσει ερωτήματα πέραν αυτών του διοριστηρίου του. Εκείνος απορεί για το πώς γνωρίζουν αυτή τη λεπτομέρεια. Ο ίδιος, άλλωστε, θεωρεί πως το έγγραφο του διοριστηρίου είναι κάτι τυπικό αλλά γρήγορα επιβεβαιώνει πως το μόνο που του έχει ζητηθεί είναι ένα πόρισμα «για τις επικρατούσες συνθήκες. Καιρικές και περιβαλλοντικές κατά την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Ποια ήταν η αρχική εστία και εάν ήταν περισσότερες από μία».

Ο κ. Λιότσιος, γνωρίζοντας πως τα ερωτήματα αυτά είναι στην πραγματικότητα επουσιώδη, απευθύνεται στην Εισαγγελία ζητώντας την άδεια να κάνει μια έρευνα εις βάθος. Εάν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, τους λέει τότε, δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσει. Ο κ. Ζαγοραίος αποδέχεται το αίτημα και με δική του πρωτοβουλία, του στέλνει την ίδια κιόλας ημέρα (3 Αυγούστου) ένα νέο διοριστήριο, αυτή τη φορά δίνοντάς του το ελεύθερο να διερευνήσει ό,τι θεωρεί εκείνος σημαντικό.

Η μάχη των πυροσβεστών στην Κινέτα, το πρώτο πύρινο μέτωπο της 23ης Ιουλίου 2018. (Φωτογραφία: ΑΠΕ)

Ο κ. Λιότσιος θα δεχθεί, όπως θα διαβάσετε στη συνέχεια, πολλές πιέσεις, ακόμα και απειλές, αλλά παρ’ όλα αυτά καταθέτει το πρώτο πόρισμα δύο μόλις μήνες μετά την τραγωδία. Την ίδια κιόλας ημέρα όμως μια παραγγελία της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου έρχεται να βάλει φρένο στην έρευνα. Η κ. Ξένη Δημητρίου ενημερώνει τον κ. Ζαγοραίο πως προτού συνεχίσει πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ένα διοικητικό πόρισμα της επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης. Ο χρόνος όμως πιέζει, ιδιαίτερα τον κ. Ζαγοραίο, ο οποίος εκείνο το διάστημα ολοκληρώνει τη θητεία του. Το διοικητικό πόρισμα που έχει ζητηθεί μπορεί να πάρει μήνες για να ολοκληρωθεί (και πράγματι, ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί).

Το κίνητρο πίσω από αυτή την εντολή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή προβληματίζει. Το περιεχόμενο της παραγγελίας διαρρέει και οι αντιδράσεις που ακολουθούν από τον Τύπο αλλά και την τότε αντιπολίτευση οδηγούν την Εισαγγελία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αναδίπλωση. Το έγγραφο και κυρίως η πρόθεσή της, είπε τότε η κ. Δημητρίου, είχαν παρερμηνευθεί.

Η εισαγγελική έρευνα συνεχίζεται αλλά κάποιοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν την πραγματογνωμοσύνη του κ. Λιότσιου, θέτοντας ζήτημα ακυρότητάς της με την πρόφαση πως ο ίδιος φέρει τον βαθμό του πυραγού και ως εκ τούτου δεν δύναται να ελέγχει ενέργειες ανωτέρων του στην ιεραρχία του Σώματος. Ανάμεσα σε εκείνους που εγείρουν δημοσίως ερωτήματα για την ισχύ του πορίσματος είναι και η γενική επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης Μαρία Παπασπύρου, η οποία έχει αναλάβει το διοικητικό πόρισμα για τη φονική πυρκαγιά.

Το εισαγγελικό πόρισμα καταλήγει τον Μάρτιο του 2019 σε ποινική δίωξη για 20 κρατικούς και αυτοδιοικητικούς παράγοντες (βάσει νόμου, η έρευνα δεν ήλεγξε πολιτικά πρόσωπα). Το πόρισμα περιγράφει τα λάθη, τις παραλείψεις, την έλλειψη συντονισμού. Οι κατηγορίες όμως είναι σε βαθμό πλημμελήματος.

Σπίτι φλέγεται στον Νέο Βουτζά. (Φωτογραφία: ΑΠΕ)

Τη σκυτάλη παίρνει στη συνέχεια ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης. Αναλαμβάνει τις ανακρίσεις για τους υπευθύνους της φονικής πυρκαγιάς με σκοπό να συντάξει τα κατηγορητήρια και να αρχίσουν οι απολογίες. Για τρεις μήνες μελετά τη δικογραφία. Είναι σαφές σε όλους τους εμπλεκομένους πως εξετάζει την υπόθεση εις βάθος προκειμένου να διαπιστώσει ο ίδιος εάν πρέπει να διευρυνθεί ο κατάλογος των κατηγορουμένων ή η λίστα των αδικημάτων εφόσον θεωρεί πως στοιχειοθετείται βαρύτερο αδίκημα.

Καλεί για εξέταση 500 μάρτυρες, ταξιδεύει στην Κόρινθο για να ερευνήσει τι πραγματικά συνέβη εκεί και πώς επηρεάστηκαν οι αποφάσεις για το Μάτι, κάνει έρευνα σε επτά αεροδρόμια για να διαπιστώσει την αλήθεια για τα εναέρια μέσα και σχεδιάζει αιφνιδιαστικές εφόδους σε διάφορους φορείς για να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που του λείπουν.

Και εκείνος, όμως, στην πορεία της διαδικασίας συναντά εμπόδια. Πολλές φορές τραγελαφικά – π.χ. όταν σε κάποιες υπηρεσίες τα συστήματα είναι τόσο παλιά που το κλιμάκιο της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος δεν βρίσκει τρόπο να μεταφέρει το περιεχόμενο σε σκληρούς δίσκους. Αλλες φορές όμως συναντά σοβαρές αντιστάσεις: όπως όταν μαθαίνει την ύπαρξη ενός δεύτερου καταγραφικού των επικοινωνιών της Πυροσβεστικής. Το αναζητεί σε έφοδό του στο Συντονιστικό Κέντρο αλλά οι αξιωματικοί αρνούνται να τον βοηθήσουν. «Ποιος είσαι; Θέλουμε ένταλμα», του λένε. «Μα εγώ είμαι το ένταλμα», τους απαντά ο ανακριτής… Υστερα απο τέσσερις ώρες αναμονής εντοπίζει το μικρό δωμάτιο στο ισόγειο από όπου όμως έχουν ξηλώσει το καταγραφικό με την αιτιολογία πως έχει βλάβη (το καταγραφικό βρέθηκε σε μια άλλη τοποθεσία εκτός Πυροσβεστικής και τώρα ερευνάται).

Το δεύτερο καταγραφικό των επικοινωνιών βρέθηκε σε τοποθεσία… εκτός Πυροσβεστικής.

Το σοβαρότερο εμπόδιο όμως επιχειρείται να ορθωθεί τον Σεπτέμβριο του 2019. Ο ανακριτής διαβάζει τυχαία στο Διαδίκτυο πως πρόκειται να αντικατασταθεί από έναν εφέτη ανακριτή. Τα δημοσιεύματα κάνουν λόγο για αναβάθμιση της δικαστικής έρευνας, κάποια άρθρα αφήνουν υπονοούμενα πως ο ανακριτής καθυστερεί και δεν είναι αποτελεσματικός. Για δύο μήνες η διαδικασία ουσιαστικά «παγώνει» μέχρι που η ολομέλεια του Εφετείου συνεδριάζει, απορρίπτει το αίτημα για αντικατάσταση και ο ανακριτής Μαρνέρης παίρνει ξανά το πράσινο φως να συνεχίσει.

Τα νέα στοιχεία

Στα μέσα Ιουνίου ολοκληρώνεται η έρευνα του ανακριτή και ζητάει από την εισαγγελία συμπληρωματική δίωξη για το Μάτι. Στο έγγραφο που στέλνει υπάρχουν ενδεικτικά κάποια από τα νέα στοιχεία που έχουν προκύψει στη δικογραφία. Κυρίως υπάρχουν πολλές από τις απαντήσεις για το τι πήγε τόσο λάθος. Ο ανακριτής κρίνει πως όσα έπραξαν συγκεκριμένοι αξιωματικοί πυροσβέστες και υπάλληλοι της Πολιτικής Προστασίας δεν εντάσσονται σε αδικήματα από αμέλεια –δηλαδή πλημμελήματα– αλλά πως στοιχειοθετούν κακουργήματα.

Το πώς ξεκίνησε η πυρκαγιά είναι ήδη γνωστό. Το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου ένας 65χρονος ανάβει φωτιά σε οικόπεδο στο Νταού Πεντέλης προκειμένου να κάψει κλαδιά – θεωρώντας πως την έχει σβήσει, φεύγει. Μεταξύ 16.20 και 16.30 εκδηλώνεται η φωτιά. Το αργότερο μέχρι τις 16.41 η φωτιά λαμβάνει διαστάσεις πυρκαγιάς και εξαπλώνεται ταχύτατα. Στις 17.13 υπάρχουν πλέον δυο ισχυρά μέτωπα. Το πρώτο προς την Καλλιτεχνούπολη και το δεύτερο προς τον Νέο Βουτζά.

Η θερμοκρασία είναι ιδιαίτερα υψηλή, η υγρασία πολύ χαμηλή, ενώ πνέουν άνεμοι ισχυροί ιδιαίτερα επικίνδυνοι για την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο ανάγλυφο της περιοχής η φωτιά είναι πραγματικά δύσκολη. Είναι όμως επίσης σαφές πως με βάση τα ευρήματα της ανακριτικής διαδικασίας έγιναν μοιραία λάθη και παραλείψεις.

Σπίτι στην Ανατολική Αττική έχει τυλιχτεί στις φλόγες την 23η Ιουλίου 2018. (Φωτογραφία: ΑΠΕ)

Το κομφούζιο με τα εναέρια μέσα

Κατ’ αρχάς εκείνη την ημέρα παρότι οι αρμόδιοι γνωρίζουν πολύ καλά τις ιδιαίτερα δύσκολες καιρικές συνθήκες, δεν υπάρχει εναέρια επιτήρηση από το ΓΕΑ. Εάν υπήρχε, ο εντοπισμός της πυρκαγιάς στην περιοχή Νταού θα ήταν άμεσος. Με την πρώτη βολή που θα έκανε το αεροσκάφος επιτήρησης στο Νταού, θα είχε καλυφθεί και ο χρόνος προετοιμασίας –είκοσι καθοριστικών λεπτών– για τα υπόλοιπα αεροσκάφη που θα λάμβαναν μέρος στην κατάσβεση. Προκύπτει πως υπήρχαν διαθέσιμα τρία αεροσκάφη γι’ αυτή την επιχείρηση αλλά ουδέποτε κλήθηκαν. Αντίστοιχα, ανεκμετάλλευτη έμεινε η νεοσύστατη υπηρεσία των drones που θα μπορούσαν να έχουν δώσει πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο συντονιστικό κέντρο της Πυροσβεστικής.

Το δεύτερο σημαντικό λάθος ήταν η απόφαση μεταστάθμευσης των εναέριων μέσων στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Παρότι ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας είχε ενημερώσει το συντονιστικό κέντρο της Πυροσβεστικής από τις 14.27 ότι το αεροδρόμιο της Ελευσίνας θα έβγαινε εκτός ενέργειας λόγω ανέμων, κανείς δεν έλαβε υπ’ όψιν την πληροφορία αυτή με αποτέλεσμα τρία από τα εναέρια να πάρουν εντολή να ανεφοδιαστούν εκεί χωρίς να μπορούν στη συνέχεια να απογειωθούν. Ο ανακριτής τονίζει πως εάν είχαν προσγειωθεί για ανεφοδιασμό σε κάποιο άλλο αεροδρόμιο ή ελικοδρόμιο της ευρύτερης περιοχής, θα υπήρχε η δυνατότητα να επιχειρήσουν τουλάχιστον μία φορά την κρίσιμη χρονική περίοδο.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ