Μήπως στο μυαλό της Μέρκελ υπάρχει μια «άλλη λύση» για το ελληνικό χρέος;

Αυτό το οποίο αντιθέτως σήμερα ονομάζεται "εξωτερική πολιτική ανθρωπίνων δικαιωμάτων" είναι στην πραγματικότητα μια πολιτική επεμβάσεων και κυρώσεων, στηριγμένη στην ηθική με ισχυρά ανορθολογικά στοιχεία ρωσοφοβίας.

Η στρατηγική της «συνολικής λύσης» σε χρέος- πλεονάσματα – αξιολόγηση που έχει υιοθετήσει ως τώρα η κυβέρνηση (στρατηγική του Ευκλείδη Τσακαλώτου που αποδέχτηκε ο Αλέξης Τσίπρας), δεν φαίνεται να της βγαίνει και αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την επόμενη μέρα. Ανεξάρτητα από το ποιος έχει το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης (Βερολίνο, ΔΝΤ  ή η ελληνική κυβέρνηση) ο κίνδυνος να πληρώσει αποκλειστικά η Ελλάδα το μάρμαρο της «μισής λύσης» είναι μεγάλος για την οικονομία της χώρας η οποία είναι υποταγμένη στο καθεστώς της στασιμοχρεοκοπίας.

Η κυβέρνηση δυστυχώς, για άλλη μια φορά, επένδυσε στην «εύκολη λύση» ότι η διευθέτηση του χρέους θα άνοιγε το δρόμο στην ανάκαμψη μέσω της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο QE, και υποβάθμισε τις συνέπειες από την ολοσχερή έλλειψη αναπτυξιακής πολιτικής.

Το αποτέλεσμα είναι να έχει χαθεί χρόνος στο κυνήγι ανεμόμυλων, η ύφεση να έχει εγκατασταθεί στην οικονομία και η πραγματικότητα να απειλεί να διαψεύσει όλα τα φιλόδοξα σενάρια της κυβέρνησης και των εταίρων, με τα οποία κρατήθηκε η οικονομία στο «μηδέν» ως σημείο… επανεκκίνησης.

Σε ανύποπτο χρόνο ο γερμανός Υπουργός Οικονομικών είχε μιλήσει για ακύρωση του τρίτου μνημονίου και διαπραγματεύσεις για ένα νέο πρόγραμμα με τον ESM που θα πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλια των χωρών-μελών. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος έχει διατυπώσει, τότε, την άποψη της κυβέρνησης πως δεν θα χρειαστεί νέο πρόγραμμα αλλά μόνο τροποποιήσεις στο ήδη υφιστάμενο… Οι αναφορές και μόνο σε αυτό το ενδεχόμενο επιβεβαιώνουν ότι ήδη διεξάγονται τέτοιες συζητήσεις στο παρασκήνιο, καθώς η Άνγκελα Μέρκελ φέρεται έτοιμη να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές στην Ευρωζώνη αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές με τη συγκρότηση μιας νέας «δομής» εν είδη οικονομικής κυβέρνησης και με οικονομικό εργαλείο ένα είδος ευρωπαϊκού ομολόγου

Όπως φαίνεται να εξελίσσονται τα πράγματα, η διακύβευση για την Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι αν θα συρθεί με τη βούληση των ευρωπαίων δανειστών σε ένα κανονικό 4ο μνημόνιο μετά το καλοκαίρι. Στο σύντομο χρόνο που απομένει μέχρι την εκπνοή του 3ου μνημονίου και με τις γερμανικές εκλογές στη μέση της προεκλογικής διαδρομής, μοιάζει αδύνατον ώστε το Βερολίνο να αποδεχτεί τις προτάσεις του Ταμείου για αναδιάρθρωση χρέους με ορίζοντα το 2100 που θα κοστίσει 200 δισ. ευρώ στους δανειστές, και το Ταμείο να αλλάξει τόσο πολύ τις προβλέψεις του ώστε να υιοθετήσει τις αισιόδοξες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πιθανότερο είναι η εκκρεμότητα να διατηρηθεί ως τις γερμανικές εκλογές και στη συνέχεια να ληφθούν αποφάσεις από όλες τις πλευρές.

Η δέσμευση της χώρας σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για δεκαετίες ώστε να πληρώνει μόνη της τους τόκους των δανείων, είναι η πρώτη πράξη αυτού του έργου προς ένα νέο μνημόνιο. Παρότι οι μελλοντικές επιπτώσεις από τη δέσμευση της Ελλάδας σε στόχους που υπερβαίνουν τις δυνάμεις της, δεν έχουν εξηγηθεί στους πολίτες (μην αμφιβάλει κανείς ότι ούτε οι βουλευτές της συγκυβέρνησης έχουν καταλάβει) ώστε να συνειδητοποιήσουν τι τους περιμένει, τα  μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί για την διετία 2019-2020 αποτελούν ήδη ένα πρόγραμμα χωρίς λεφτά από τους δανειστές.

Αυτό που μένει για να συμπληρωθεί το παζλ είναι να μάθουμε ποιες θα είναι οι πηγές χρηματοδότησης για τις πληρωμές χρεολυσίων από το 2018 και μετά, καθώς αν δεν υπάρχει το ΔΝΤ στο τραπέζι, θα πρέπει να αναζητηθεί μια άλλη λύση.

Η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες από την πρώτη στιγμή που θα «βγει» από το Μνημόνιο. Το 2019 θα πρέπει να πληρώσει περίπου 14 δισ. ευρώ μόνο σε χρεολύσια, ενώ από εκεί και μετά οι πληρωμές θα κυμαίνονται σε 6-9 δισ. ευρώ το χρόνο χωρίς να συνυπολογίζονται οι τόκοι. Εκ των πραγμάτων αν  δεν διασφαλιστεί ο απευθείας δανεισμός από τις αγορές και μάλιστα με πολύ χαμηλότερα επιτόκια έναντι των σημερινών (πράγμα που κινείται στη σφαίρα της φαντασίας), η πρόσδεση με τα μνημόνια χρηματοδότησης είναι μονόδρομος και για το σκοπό αυτό θα συνεχίσουν να είναι διαθέσιμα τα περίπου 40 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα περισσέψουν από το τρίτο πρόγραμμα.

Συνεπώς το καταλυτικό γεγονός που θα μας φέρει για τα καλά μέσα στο 4ο μνημόνιο θα είναι η αναστολή της απόφασης για τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης μέχρι να αποφασίσει αν η διευθέτηση χρέους που προκρίνει η Ευρωζώνη, καθιστά βιώσιμο το χρέος.

Σε ανύποπτο χρόνο ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών είχε μιλήσει για ακύρωση του τρίτου μνημονίου και διαπραγματεύσεις για ένα νέο πρόγραμμα με τον ESM που θα πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλια των χωρών-μελών. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος έχει διατυπώσει, τότε, την άποψη της κυβέρνησης πως δεν θα χρειαστεί νέο πρόγραμμα αλλά μόνο τροποποιήσεις στο ήδη υφιστάμενο… Οι αναφορές και μόνο σε αυτό το ενδεχόμενο επιβεβαιώνουν ότι ήδη διεξάγονται τέτοιες συζητήσεις στο παρασκήνιο.

‘Όμως, κανείς προς το παρόν δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα που αρχίζει και που τελειώνει, η γραμμή που διαχωρίζει τις πραγματικές προθέσεις και τις διαπραγματευτικές σκοπιμότητες, των «διαρροών» που φέρουν το Βερολίνο να επανεξετάζει τα όρια της αρχικής του «γραμμής» απέναντι στο ΔΝΤ και την προϋπόθεση συμμετοχής του στο πρόγραμμα στήριξης του ελληνικού χρέους.

Η δυσκολία διάκρισης μεταξύ πραγματικών προθέσεων και διαπραγματευτικής σκοπιμότητας έχει αυξηθεί κατακόρυφα από τη «σύγχυση» που έχει αρχίσει να εντείνεται μετά τη συνάντηση του G-7 στην Ταορμίνα της Ιταλίας και τη δημόσια διαπίστωση της γερμανίδας Καγκελαρίου 48 ώρες  αργότερα, ότι η Ευρώπη θα πρέπει να υπολογίζει πλέον μόνο στις δικές της δυνάμεις. 

Και σ’ αυτές δεν περιλαμβάνεται πλέον ως «συγγενής» ή συνεργάτης, όπως μέχρι πρόσφατα, το ΔΝΤ…

Σύμφωνα με διαρροές που έχουν δει το φως στον γερμανικό τύπο (FAZ) η Άνγκελα Μέρκελ φέρεται έτοιμη να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές στην Ευρωζώνη αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές με τη συγκρότηση μιας νέας «δομής» εν είδη οικονομικής κυβέρνησης και με οικονομικό εργαλείο ένα είδος ευρωπαϊκού ομολόγου, όχι όμως αυτού που ζητούν οι γάλλοι (αμοιβαιοποίησης του χρέους). 

Στο πλαίσιο αυτού του νέου περιβάλλοντος, η συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους έχει αρχίσει καθώς και οι ζυμώσεις προς την ελληνική πλευρά, «προκειμένου να κατανοήσει το νέο περιβάλλον», παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζεται πως το ενδεχόμενο μιας μεταβατικής (μέχρι τις γερμανικές εκλογές) συμφωνίας με το ΔΝΤ, δεν διευκολύνει την Ελλάδα και επιδεινώνει «προσωρινά» τις οικονομικές προσδοκίες, ειδικά αυτές που αφορούν στην ένταξη στο QE. 

Σε κάθε περίπτωση το τοπίο των επόμενων λίγων εβδομάδων μέχρι και τις 15 Ιουνίου που θα συγκληθεί το Eurogroup φαίνεται να επηρεάζεται καθοριστικά πλέον από την «στροφή» στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Βερολίνου, μετά την συνάντηση του G-7 στην Ιταλία.