«Μεγάλος Συνασπισμός»: Μεγάλο κόλπο της διαπλοκής, μεγάλο λάθος της πολιτικής

Φωτό: ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η συζήτηση για τον ‘μεγάλο συνασπισμό’ , ήτοι τη συγκυβέρνηση ΝΔ –ΣΥΡΙΖΑ και άλλων δυνάμεων ενδεχομένως, θα είχε ενδιαφέρον ως μετεκλογικό ενδεχόμενο. Αλλά δεν είναι μια αθώα συζήτηση. Ο συντονισμένος τρόπος με τον οποίο  συγκεκριμένα κόμματα, συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης και συγκεκριμένα συμφέροντα προβάλλουν αυτό το ενδεχόμενο,  το μετατρέπει σε μέσο πίεσης προς τον Αλέξη Τσίπρα και το κόμμα του.

Με τον χονδροειδή τρόπο του ο Βαγγέλης Μειμαράκης έφτασε στο σημείο να παραχωρεί τη  θέση του πρωθυπουργού στον Τσίπρα  ακόμη και αν είναι η ΝΔ πρώτο κόμμα! Και με τη χειμαρώδη ρητορική του ο Βαγγέλης Βενιζέλος υποκλίθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο να συγκυβερνήσει ο  ΣΥΡΙΖΑ με την ΝΔ, όπως έκανε  το ΠΑΣΟΚ -και αν είναι και ο ίδιος μέσα ‘που ξέρει’, ακόμη καλύτερα.

Εδώ κάτι συμβαίνει. Τι είναι αυτό που κάνει τον αρχηγό ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα να αυτοθυσιάζεται -ή έστω να θέτει τα όρια του– με τόση προθυμία;  Γιατί το σύστημα που γνωρίζουμε ως ‘διαπλοκή’  θέλει τόσο πολύ να συγκυβερνήσουν τα δύο κόμματα;  Γιατί εμφανίζονται αιφνιδίως και απρόσκλητοι ανώνυμοι ευρωπαϊκοί κύκλοι να  θέτουν τη συγκυβέρνηση ως προϋπόθεση για τη συζήτηση για το χρέος που προβλέπεται στο Μνημόνιο; Η απάντηση είναι απλή: γιατί αυτό το ενδεχόμενο κάποιους συμφέρει.

Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με αξίωση κύκλων εκτός πολιτικής – ενδεχομένως και εκτός χώρας– να ορίζουν όχι απλώς το είδος της διακυβέρνησης, αλλά και τη σύνθεση των κυβερνήσεων. Πρόκειται για εξωθεσμική παρέμβαση που κινείται σε ένα εκκρεμές  στη μια άκρη της ταλάντωσης του οποίου υπάρχει το ‘μεγάλο κόλπο της διαπλοκής’  και στην άλλη το ‘μεγάλο λάθος  της πολιτικής’.

Ας τα δούμε αναλυτικά.

Η συζήτηση για τον μεγάλο συνασπισμό συνιστά πριν από όλα μια διπλή παγίδα για τον Αλέξη Τσίπρα. Το ένα σκέλος της είναι προεκλογικό. Αν προσχωρήσει τώρα σ’ αυτή τη συζήτηση θα είναι σα να προεξοφλεί  ότι  μετεκλογικά θα μετακινηθεί ακόμη δεξιότερα. Αυτό εν όψει των εκλογών θα τον αφήνει εκτεθειμένο προς τα αριστερά του τη στιγμή που προσπαθεί να στεγανοποιηθεί και να σταματήσει τις διαρροές .

Πιο απλά αν δεχθεί τώρα τον μεγάλο συνασπισμό θα ευνοηθεί το κόμμα Λαφαζάνη- Ζωής και συνεπώς ο ίδιος θα αποδυναμωθεί. Αυτό ουδόλως στεναχωρεί βεβαίως τους τροφοδότες αυτής της συζήτησης. Το αντίθετο: το επιδιώκουν.  Αν ο Τσίπρας συρθεί πίσω από μια πρόταση που κάνουν  δια του Μεϊμαράκη και των άλλων παιδιών, σύντομα θα συρθεί και πίσω τους.

Το δεύτερο σκέλος της παγίδας αφορά τη μετεκλογική περίοδο και ισχύει είτε στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα – οπότε ο Τσίπρας θα θέτει τους  κανόνες,  είτε θα χάσει τις εκλογές από τη ΝΔ –οπότε θα έχει περισσότερη ελευθερία κινήσεων.

Οι κύκλοι σκαρφίστηκαν το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού και το επέβαλαν σε ένα τμήμα των πολιτικών δυνάμεων. Προσπαθούν να εγκλωβίσουν τον Τσίπρα σε μια συνεργασία που θα ακυρώσει τις προθέσεις του να στραφεί εναντίον τους.

Αν δεχθεί να συγκυβερνήσει με τον Μεϊμαράκη, θα πρέπει να ρίξει νερό στο κρασί του και να  ξεχάσει τον πόλεμο κατά της διαπλοκής που υπόσχεται. Αλλιώς η κυβέρνηση στην οποία θα μετέχει θα  καταρρεύσει και θα του το χρεώσουν. Με άλλα λόγια ωθώντας τον στον μεγάλο συνασπισμό τον θέτουν υπό έλεγχο .

Αλλιώς, αν δηλαδή παραμείνει στην αντιπολίτευση καθίσταται επικίνδυνος γιατί θα πυροβολεί εκ του ασφαλούς μια κυβέρνηση που θα προσπαθεί να εφαρμόσει ένα σκληρό  πρόγραμμα. Και αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει στα πράγματα ως κυρίαρχος.

Πρακτικά η  θεωρία του μεγάλου συνασπισμού είναι μια απόπειρα αποδυνάμωσης του Τσίπρα κατά τρόπο που θυμίζει την αποδυνάμωση του Καραμανλή στις εκλογές του 2007 από τους ίδιους παράγοντες: φοβούμενοι ότι με μια δεύτερη εκλογική νίκη θα επιδιώξει τη ρεβάνς για την ήττα του με τον  βασικό μέτοχο, προώθησαν το κόμμα Καρατζαφέρη στο μαλακό υπογάστριο της ΝΔ. Τώρα, αφού αυτά τα πειράματα δεν δείχνουν να έχουν αποτέλεσμα, προωθείται η ιδέα του μεγάλου συνασπισμού. Ότι ο Μεϊμαράκης, ο Βενιζέλος και έτεροι Καππαδόκες σπεύδουν να στηρίξουν αυτή τη θεωρία είναι αποκαλυπτική για τους εμπνευστές και τις προθέσεις τους. Αυτό που έκανε ο Σταύρος τώρα το κάνουν όλοι μαζί.

Αλλά μάλλον για κορόιδα ψάχνουν. Ο Τσίπρας δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι αν μπει σε μια τέτοια συνεργασία είναι σαν να υπογράφει τη ληξιαρχική πράξη του πολιτικού τέλους του στις μεθεπόμενες εκλογές. Άλλωστε η συνεργασία με τη ΝΔ είναι τοξική  όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ.  Ότι παρ’ όλα αυτά κρατάει τη συνεργασία με τον Καμμένο είναι μια άλλη υπόθεση στην οποία είναι ούτως ή άλλως εκτεθειμένος.

Ανεξάρτητα όμως από τις κρυφές επιδιώξεις του ‘μεγάλου συνασπισμού’  θα ήταν ολέθριο λάθος να συγκροτηθεί και να υπάρξει. Μια κοντόφθαλμη σκοπιμότητα θα τίναζε στον αέρα το πολιτικό σύστημα.

Ο λόγος είναι απλός.  Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να εφαρμόσει ένα πολύ σκληρό οικονομικό πρόγραμμα με περικοπές, φόρους και αλλαγές που θα προκαλέσουν λαϊκές αντιδράσεις. Αν τα δύο μεγάλα  κόμματα που στηρίζουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, είναι από την ίδια πλευρά  αυτοί που θα επωφεληθούν θα είναι οι αντιευρωπαϊστές που θα βρίσκονται στην αντιπολίτευση και πρωτίστως οι Χρυσαυγίτες ως προνομιακοί αποδέκτες της λαϊκής δυσαρέσκειας. Από μόνη της η ιδέα να είναι η Χρυσή Αυγή αξιωματική αντιπολίτευση είναι εξωφρενική και επιζήμια.

Συνιστά τυχοδιωκτισμό η προώθηση μετεκλογικών εξελίξεων που θα βολεύουν ενδεχομένως κάποιους οικονομικούς παράγοντες  και  κάποιους πολιτικούς, αλλά θα κάνουν τον Μιχαλολιάκο πολιτειακό παράγοντα.

Συνεπώς, στην επόμενη φάση θα εμφανιστούν ενισχυμένοι με ότι σημαίνει αυτό για τη Δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Εκτός αν αυτό επιδιώκουν κάποιοι κύκλοι, οι οποίοι δεν δείχνουν καθόλου δυσαρεστημένοι να μπει στη Βουλή ακόμη και ο Λεβέντης!

Το επιχείρημα ότι αν συγκυβερνήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα θα υπάρξει πολιτική σταθερότητα και θα προχωρήσει ασφαλέστερα η εφαρμογή του Μνημονίου –γιατί  θα υποχρεωθούν να λειτουργήσουν  αμοιβαία με υπευθυνότητα και χωρίς υπολογισμό του πολιτικού κόστους- είναι έωλο. Υπευθυνότητα μπορεί να δείξει ένα κόμμα και ως αντιπολίτευση. Π.χ. ουδείς εμπόδισε το 2009 τον Γ. Παπανδρέου να στηρίξει τον Καραμανλή στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Στην πραγματικότητα η χώρα αυτό ακριβώς χρειάζεται: υπεύθυνη αντιπολίτευση. Για την ακρίβεια απέναντι σε μια ισχυρή φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση, μια ισχυρή φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση ικανή να απορροφά τη δυσαρέσκεια και να προβάλει ως εναλλακτική λύση. 

Από αυτή την άποψη μεσοπρόθεσμα είναι καταστροφική η ιδέα για τα δύο μεγάλα κόμματα στοιβαγμένα στην ίδια κυβέρνηση υπό την αιγίδα των ‘νταβατζήδων’ – άρα χωρίς να  αγγίζουν τα συστήματα διαπλοκής και τις ρίζες της κακοδαιμονίας της χώρας. Το μόνο που θα καταφέρουν έτσι τα μεγάλα κόμματα θα είναι στην επομένη φάση να πάψουν να είναι μεγάλα.