Μερικές σκέψεις για τη νέα πορεία

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Για άλλη μια φορά, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο αντίρροπες και άνισες δυναμικές: Από την μια μεριά βλέπει να ξεδιπλώνεται – αν και με καθυστέρηση – μια νέα ευρωπαϊκή δυναμική. Ανήσυχη από την επανεμφάνιση μιας μισαλλόδοξης Αμερικής, αλλά και απαλλαγμένη από την χρόνια Βρετανική κωλυσιεργία, η Ευρωπαϊκή Ένωση έβαλε στόχο να επιταχύνει την εσωτερική ολοκλήρωση και να ενδυναμώσει την διεθνή παρουσία της.

Από την άλλη μεριά, η χώρα μας γλίτωσε μεν από μια καταστροφική έξοδο το 2015, ακόμα όμως βρίσκεται καθηλωμένη σε διαρκή ύφεση, παραγωγική αποεπένδυση και πρωτοφανή ανεργία. Ενώ στην Ένωση τα ποικιλώνυμα τάγματα του αντιευρωπαϊσμού και της απομόνωσης περνούν στο περιθώριο, στην Ελλάδα η ανασφάλεια απέναντι στις νέες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες τροφοδοτεί ένα ζοφερό μείγμα εθνικής παραίτησης, θεσμικής ανεπάρκειας και μοιρολατρίας, που βρίσκει όλο και περισσότερη παρηγοριά σε μια ανιστόρητη θρησκοληψία.

Είναι σαν να βρισκόμαστε σε μια διχάλα της Ιστορίας και πρέπει να αποφασίσουμε σε ποιο κλαδί θα πατήσουμε. Στο γερό ή σε αυτό που κινδυνεύει να σπάσει;

Δεν είναι η πρώτη φορά. Και πριν 25 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση προετοίμαζε το φιλόδοξο σχέδιο της ΟΝΕ και του κοινού νομίσματος, ενώ η Ελλάδα ήταν καθηλωμένη στην διαρκή ύφεση, τα μεγάλα ελλείμματα και τον διψήφιο πληθωρισμό. Η απόσταση ήταν μεγάλη και υπήρχαν τότε αρκετοί πρόθυμοι όχι μόνο να την δικαιολογήσουν, αλλά πάνω στην υστέρηση να χτίσουν και μια ιδεολογία εσωτερικής απομόνωσης και αποξένωσης από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Δεν τους πέρασε.

Αν η Ελλάδα τότε ακολουθούσε τους δικούς της μοναχικούς ρυθμούς, το χάσμα θα μεγάλωνε και η σύγκλιση, όχι μόνο θα αργούσε, αλλά ίσως δεν ερχόταν ποτέ. Ήταν ακριβώς η συναίσθηση ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να χάσει την ιστορική ευκαιρία που την έκανε να επιταχύνει την πορεία της και να επιβιβαστεί εγκαίρως και ισότιμα στην δημιουργία της Ευρωζώνης. Η εμμονή και επιμονή που έδειξε σε αυτόν τον στόχο – παρά τις αδυναμίες και τις ελλείψεις – διαμόρφωσε ένα κύμα αυτοπεποίθησης στο εσωτερικό της χώρας, ενίσχυσε την αξιοπιστία της στο εξωτερικό και τελικά διευκόλυνε την προσαρμογή που χρειαζόταν.

Όσο και να έχουν αλλάξει σήμερα τα δεδομένα, το πολιτικό υπόδειγμα της ένταξης είναι ακόμα χρήσιμο για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το νέο σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι θετικό για όλα τα κράτη-μέλη επειδή φιλοδοξεί να επιλύσει αδυναμίες και δυσλειτουργίες της Ευρωζώνης, για την Ελλάδα όμως μπορεί να είναι ακόμα πιο ωφέλιμο γιατί επιπλέον μπορεί να την βοηθήσει να βγει από την παρατεταμένη κρίση και να αποδεσμευτεί από την εξίσου παρατεταμένη κηδεμονία.

Καθώς διανύουμε τον έβδομο χρόνο κρίσης και κηδεμονίας, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πόσες και πόσες θεωρίες δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Το χρέος που θεωρήθηκε ως ο κύριος πυροδότης της κρίσης, όχι μόνο δεν τιθασεύτηκε από τις πολιτικές που θα το δάμαζαν, αλλά έχει εκτοξευθεί άλλες 50 μονάδες, από το 127% του ΑΕΠ το 2009 στο 180% σήμερα. Οι μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα στούκαραν στην πρακτική εφαρμογή και σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται αισθητά χαμηλότερα σε όλους τους διεθνείς δείκτες. Η εσωτερική υποτίμηση – όπως ευφημιστικά αποκλήθηκε η μείωση μισθών ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα– δεν εξασφάλισε την διόρθωση του εξωτερικού ελλείμματος με την εκτίναξη των εξαγωγών, αλλά με την βύθιση της συνολικής ζήτησης και κατ’ επέκταση των εισαγωγών. Πράγμα που σημαίνει ότι το εξωτερικό έλλειμμα θα εμφανιστεί και πάλι απειλητικό με την παραμικρή αναθέρμανση της οικονομίας.

Κοινός παρονομαστής σε αυτές τις αποτυχίες ήταν η βαθιά ύφεση, η μαζική αποεπένδυση που συρρίκνωσε την παραγωγική ικανότητα της χώρας, η φυγή των καταθέσεων που απονεύρωσε το τραπεζικό σύστημα και μια αύξουσα φυγή νέου επιστημονικού δυναμικού που επιτείνει ακόμα περισσότερο την μείωση και γήρανση του πληθυσμού.

Επειδή τελευταία έγινε της μόδας η αναφορά στο 2060, οι προγνώσεις λένε ότι με την σημερινή πορεία ο πληθυσμός της χώρας θα είναι όσος ήταν και το 1960, με ό,τι αυτό συνεπάγεται οικονομικά, κοινωνικά και προπάντων εθνικά.
Αρκετά από τα προβλήματα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καλύτερα και πιο αξιόπιστα από την αέναη επανάληψη της αποτυχημένης κηδεμονίας των τελευταίων ετών. Για παράδειγμα, οι επενδύσεις υποδομών θα είναι περισσότερες όταν χρηματοδοτούνται από τα νέα Επενδυτικά Ταμεία της Ευρωζώνης, παρά όταν περικόπτονται από το ΠΔΕ για να φουσκώσει το πλεόνασμα του 2016.

Οι καταθέσεις θα είναι πιο προστατευμένες με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Εγγυήσεων παρά με την παρουσία του ΤΧΣ που δεν πήρε είδηση πώς κατέρρευσαν οι αξίες των τραπεζών που υποτίθεται θα επόπτευε για να γίνουν πιο αποτελεσματικές.

Οι δημοσιονομικοί στόχοι τις επόμενες δεκαετίες θα είναι πιο ρεαλιστικοί αν ακολουθούν τον εκάστοτε μέσο όρο της Ευρωζώνης, παρά αν κλειδώσουν στα πρωτοφανή επίπεδα του 3,50%, όπως τόσο απερίσκεπτα συμφωνήθηκε πρόσφατα χωρίς κανένα ενδοιασμό για την οικονομική καχεξία και την μαζική ανεργία που θα προκαλέσουν επί πολλά χρόνια.

Το χρέος που θεωρήθηκε ως ο κύριος πυροδότης της κρίσης, όχι μόνο δεν τιθασεύτηκε από τις πολιτικές που θα το δάμαζαν, αλλά έχει εκτοξευθεί άλλες 50 μονάδες, από το 127% του ΑΕΠ το 2009 στο 180% σήμερα. Οι μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα στούκαραν στην πρακτική εφαρμογή και σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται αισθητά χαμηλότερα σε όλους τους διεθνείς δείκτες.

Η ελάφρυνση του χρέους θα γίνει πιο συστηματικά αν αναληφθεί από ένα και μόνο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, χωρίς τα δρακόντεια μέτρα που ζητά σήμερα το ΔΝΤ ή τα καψόνια που μας κάνει το κάθε εθνικό κοινοβούλιο ή ακόμα και η κυβέρνηση της Μάλτας.

Οι συγκρίσεις εύκολα επεκτείνονται και σε γεωπολιτικά ζητήματα. Η αντιμετώπιση του προσφυγικού θα είναι ασφαλέστερη για την χώρα μας και ευνοϊκότερη για τους ίδιους τους πρόσφυγες, αν η Ελλάδα στηρίζεται σε μια γενναιόδωρη και ανοιχτόμυαλη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η τουρκική επιθετικότητα ελέγχεται πιο αποτελεσματικά όταν προσκρούει σε μια συντονισμένη ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας, παρά όταν την φοβερίζουν αυτοσχέδιοι κυβερνητικοί πιλότοι από τουριστικούς προορισμούς. Και ούτω καθεξής.

Όπως και πριν 25 χρόνια, έτσι και σήμερα χρειάζεται μια αλλαγή πορείας και ένα σχέδιο ανάταξης της χώρας που θα την βγάζει από την κρίση και ταυτόχρονα θα την ενσωματώνει στην πρώτη ταχύτητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Την απεμπλοκή της χώρας από τα Μνημόνια δεν θα την πετύχουν ούτε όσοι νόμιζαν ότι θα τα σκίσουν, ούτε όσοι τα θεωρούν ως τις πλάκες του Μωϋσή και τους φταίει διαρκώς η κοινωνία. Χρειάζεται να πείσουμε τους εταίρους ότι και για το δικό τους μακροχρόνιο συμφέρον, η Ελλάδα πρέπει να μειώσει τις ασφυκτικές δημοσιονομικές απαιτήσεις και να αφήσει χώρο για επενδύσεις. Να μειώσει την υπερβολική και στρεβλή φορολογία για να αυξηθεί η απασχόληση. Ότι με τις διαρκείς επιβαρύνσεις των νέων εργαζομένων για να καλύψουν το ασφαλιστικό, αυτοί θα φύγουν, τα ταμεία θα γίνουν ακόμα πιο ελλειμματικά, οι συντάξεις ακόμα χαμηλότερες και οι συνταξιούχοι ακόμα λιγότεροι. Οι νέοι εργαζόμενοι θα μείνουν στην χώρα αν αμείβονται καλύτερα, αν αισθάνονται ότι με τις εισφορές διασφαλίζουν τις δικές τους συντάξεις και όχι αυτών που δεν πλήρωναν.

Για την αλλαγή αυτή, ο χώρος της κεντροαριστεράς, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, μπορεί να παίξουν ένα καθοριστικό ρόλο. Καλό είναι όμως να ξέρουμε επίσης ότι ο ρόλος αυτός δεν είναι ούτε δεδομένος, ούτε εύκολος.
Η ανάταξη της χώρας δεν θα γίνει αν την ανάγκη μιας νέας πολιτικής την υποκαταστήσει η επιδίωξη αναδρομικής δικαίωσης του παρελθόντος, όπου μόνο εμείς τα κάναμε όλα σωστά και οι άλλοι πάντα λάθος.

Συμφωνούμε τώρα όλοι – και πολύ σωστά – ότι το ενάμισυ Μνημόνιο που συμφώνησε μέχρι τώρα η σημερινή κυβέρνηση είναι επαχθές και θα πλήξει βαριά την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Όμως και τα δύο προηγούμενα Μνημόνια δεν ήταν αγίασμα από τα Ιεροσόλυμα. Και αυτά ήταν επαχθή και προκάλεσαν σοβαρά και χρόνια προβλήματα στην χώρα.

Ούτε θα γίνει αν μείνουμε σιωπηροί σε νοσηρά φαινόμενα που συνέβησαν σε προηγούμενες φάσεις. Όσο και αν θεωρεί κανείς ότι αυτά συμβαίνουν σε όλες τις εποχές και είναι μέσα στον στατιστικό μέσο όρο, καλό είναι να ξέρουμε ότι συκοφαντούν περισσότερο τις πολιτικές εκείνες που αλλάζουν την πορεία της χώρας και δίνουν πάτημα σε όσους αντιδρούν και τις υπονομεύουν.

Ο απολογισμός κάθε περιόδου μας αφορά όλους και μας συνοδεύει εφεξής, γι’ αυτό – αντί να εξορκίζουμε το πρόβλημα – ας δούμε με ποιους θεσμούς θα θωρακίσουμε καλύτερα την δημόσια ζωή της χώρας στο μέλλον για να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη της. Όπως την συλλογική επιτυχία την επικαλείται μετά ο καθένας για τον εαυτό του, έτσι και την εκάστοτε αποτυχία την χρεώνεται, ασχέτως του εάν υπάρχει και πώς επιμερίζεται η κάθε ευθύνη ατομικά.

Κυρίως όμως η νέα πορεία θέλει και νέα πολιτική να την εκφράσει και να την εφαρμόσει. Δεν φτάνουν οι έξυπνες ατάκες και τα μηνυματάκια στο Facebook. Χρειάζονται συγκεκριμένες θέσεις, στόχοι σε δεδομένο χρόνο και – προπάντων – κατάδειξη και ανάδειξη των κοινωνικών στρωμάτων που θέλουμε να ωφεληθούν.
Σε αυτή την πορεία πρέπει να έχουμε και ορισμένους οδοδείκτες που θα καταγράφουν εμβληματικά και συμβολικά την αποδέσμευση από την κηδεμονία και την επανένταξη της χώρας στην κανονικότητα και τους νέους κοινούς μηχανισμούς της Ευρωζώνης. Τέτοια παραδείγματα είναι τα εξής:

(α) Κατάργηση του Υπερταμείου και του όρου ενυποθήκευσης 99 ετών των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. Μετατροπή του σε Ταμείο Εθνικού Πλούτου, στο οποίο οι πόροι από την αξιοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων χρηματοδοτούν κυρίως νέες επενδύσεις και λιγότερο την εξόφληση του χρέους.

(β) Κατάργηση του ΤΧΣ, το οποίο και στην αποστολή του απέτυχε πλήρως και δεν έχει πλέον κανένα ουσιαστικό ρόλο, εφόσον οι εποπτικές αρμοδιότητες ασκούνται από τον SSM και την Τράπεζα Ελλάδος.

(γ) Σταδιακή κατάργηση του μηχανισμού ELA και εξεύρεση τραπεζικής χρηματοδότησης μέσω των αγορών ως αναγκαίο βήμα επανενεργοποίησης των τραπεζών σε νέες επενδύσεις. Θα είναι επίσης προστάδιο για την έξοδο της χώρας στον διεθνή δανεισμό, που διαφορετικά θα έχει το ρίσκο της αποτυχίας.

(δ) Απομάκρυνση του ΔΝΤ από το Πρόγραμμα με ανάληψη του χρέους από τον ESM και αργότερα από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εύκολο, αλλά και όλα είναι εφικτά αν θέλουμε και δουλέψουμε με σχέδιο και επιμονή.