Μετά το Brexit, η Τουρκία

Του Αχμέτ Ινσέλ *

06-1002431Οι πιθανότητες της Τουρκίας να αποτελέσει

μέρος του δεύτερου κύκλου της Ενωσης

 

Αν και δεν είναι μέλος της, η Τουρκία παίζει σημαντικό ρόλο στη σημερινή κρίση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι Τούρκοι, παρά τη θέλησή τους, ήταν παρόντες στις συζητήσεις που γίνονταν στη Βρετανία πριν από το δημοψήφισμα. Οι υποστηρικτές του «Leave» κράδαιναν φανατικά την απειλή που θα συνιστούσε για την εθνική ασφάλεια της Βρετανίας η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.

Παρόλο που ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον δήλωσε ότι η ένταξη αυτή δεν πρόκειται να γίνει πριν περάσουν τρεις δεκαετίες, οι οργανωτές της εκστρατείας για το Brexit βομβάρδιζαν την κοινή γνώμη με συνθήματα για τα 76 εκατομμύρια Τούρκων που θα αρχίσουν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο ευρωπαϊκό έδαφος! Φαίνεται πως μετά τον «πολωνό υδραυλικό» που θα εισέβαλε στο ευρωπαϊκό σπίτι, ο «τουρκικός κίνδυνος» έπεισε πολλούς Βρετανούς ψηφοφόρους να ταχθούν υπέρ της αποχώρησης από την Ευρώπη.

Αν η Τουρκία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση των Βρετανών, το Brexit αλλάζει ριζικά και τις προοπτικές ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις άρχισαν το φθινόπωρο του 2005. Γρήγορα όμως προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις της Κύπρου και στα εμπόδια που έθεσαν ο Νικολά Σαρκοζί και η Άνγκελα Μέρκελ. Από τα 35 κεφάλαια του κοινοτικού κεκτημένου, μόνο 15 έχουν ανοίξει τα τελευταία έντεκα χρόνια. Και μόνον ένα έχει κλείσει. Με αυτόν τον ρυθμό, θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες για να ενταχθεί η Τουρκία στην Ε.Ε. Από τη μεριά της τουρκικής κυβέρνησης, άλλωστε, ο ενθουσιασμός για την ένταξη έχει μειωθεί δραστικά. Το κατηγορηματικό «Όχι» της Γαλλίας έπαιξε εδώ σημαντικό ρόλο. Επιπλέον, οι απαιτήσεις για διαφάνεια και πνεύμα ανταγωνισμού θα ανάγκαζαν το τουρκικό καθεστώς να καταπολεμήσει το πελατειακό κράτος, χωρίς να αποκομίσει κανένα αντάλλαγμα αφού ο γαλλογερμανικός άξονας είναι αντίθετος στην ένταξη. Η αυταρχική παρέκκλιση του καθεστώτος, που συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στα χέρια του Ερντογάν, εξάντλησε τους υπέρμαχους της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.

Η συμφωνία μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας για το προσφυγικό θεωρήθηκε αρχικά ότι θα έδινε νέα πνοή στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Γρήγορα αποδείχθηκε ότι τους έδωσε τη χαριστική βολή. Απαράδεκτη από ηθική και νομική άποψη, η συμφωνία αυτή επέτεινε τον φόβο των Ευρωπαίων για την «εισβολή» των Τούρκων και αύξησε τη δυσαρέσκεια των Τούρκων για τους Ευρωπαίους που δεν τηρούν ποτέ τις υποσχέσεις τους.

Το άνοιγμα ενός ακόμη κεφαλαίου στις Βρυξέλλες, παρουσία τριών Τούρκων υπουργών, μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με αυτή την απαισιόδοξη άποψη για το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας. Στην πραγματικότητα, αυτή η σκηνοθεσία αποτελεί μέρος των αιώνιων αρραβώνων των δύο πλευρών. Η απόδειξη είναι ότι το κεφάλαιο που ανοίγει, το 33, αφορά οικονομικές και δημοσιονομικές διατάξεις και θα έπρεπε κανονικά να ανοίξει τελευταίο, την παραμονή της ένταξης. Ανοίγει λοιπόν αποκλειστικά για εγχώρια κατανάλωση.

Η Τουρκία θα μπει ουσιαστικά στη συζήτηση όταν το Brexit συγκεκριμενοποιηθεί και προσδιοριστούν οι όροι της σχέσης του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ. Όπως επισημαίνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στην ΕΕ, το καθεστώς της προνομιακής σχέσης που θα αποφασιστεί για τη Βρετανία θα μπορεί να εφαρμοστεί και για άλλες χώρες, ιδιαίτερα για την Τουρκία.

Όταν η Άνγκελα Μέρκελ παρουσίασε αυτή την εκδοχή για την Τουρκία πριν από οκτώ χρόνια, η αρνητική αντίδραση της Άγκυρας οφειλόταν όχι μόνο στην πραγματική επιθυμία της για ένταξη στην ΕΕ, αλλά και στην οργή της για την αντιμετώπισή της ως χώρας δεύτερης κατηγορίας. Όταν όμως οι Βρετανοί, για τους οποίους δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι λιγότερο Ευρωπαίοι από τους Τούρκους, δεχθούν ένα καθεστώς προνομιακής σχέσης, η Άγκυρα δεν θα έχει πια ουσιαστικούς λόγους για να το απορρίψει.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ, άλλωστε, έσπευσε την επομένη του δημοψηφίσματος να δηλώσει ότι η αναθεώρηση της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης, που τέθηκε σε ισχύ το 1996, είναι πλέον απαραίτητη για την Τουρκία. Μια τέτοια συμφωνία θα ήταν αποδεκτή στην περίπτωση πλήρους ένταξης της Τουρκίας. Με αυτό το ενδεχόμενο όμως να απομακρύνεται, πρέπει να αναθεωρηθεί.

Μένει το ζήτημα του εκδημοκρατισμού και της θέσπισης ενός κράτους δικαίου, το οποίο η ενταξιακή διαδικασία υποτίθεται ότι θα ενθάρρυνε. Μια νέα σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ θα ενισχύσει την αρχή της κοινής αγοράς. Έχουμε δει, όμως, ότι αυτό δεν φτάνει για να εξασφαλιστεί η δημοκρατία και να γίνουν σεβαστές οι ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα.

Μετά το Brexit, οι πιθανότητες της Τουρκίας να αποτελέσει μέρος του δεύτερου κύκλου της Ένωσης, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν αυξηθεί σημαντικά. Την ίδια στιγμή, όμως, αυξάνεται και ο κίνδυνος περαιτέρω αυταρχικής παρέκκλισης του τουρκικού καθεστώτος. Εκτός αν ο δεύτερος κύκλος δεν προσδιοριστεί μόνο με βάση την αγορά. Αλλά τότε γιατί να δεχθούν οι Βρετανοί να ενταχθούν σ’ αυτόν;

(Πηγή: Le Monde- ΑΠΕ-ΜΠΕ)

* Ο Αχμέτ Ινσέλ είναι πολιτειολόγος, συγγραφέας και επικεφαλής του Οικονομικού Τμήματος του πανεπιστημίου Galatasaray, στην Κων/πολη. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Η Νέα Τουρκία του Ερντογάν. Από το δημοκρατικό όνειρο στην αυταρχική παρέκκλιση».