Μητσοτάκης – Σαμαράς: τα μυστικά του βάλτου

Tου Γιώργου Βαρεμένου*

Στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Αντώνης Σαμαράς νόμιζε ότι είχε βρει έναν ετεροθαλή πολιτικό αδελφό. Εκμεταλλευόμενος την δίψα του για εξουσία, νόμιζε ότι, προσφέροντας την στήριξή του, θα πετύχαινε μ’ έναν σμπάρο δυό τρυγόνια. Από την μία, θα έπαιρνε μία δεύτερη εκδίκηση στρέφοντας τον εναντίον της πολιτικής εχθρού του και αδελφής του Κυρ. Μητσοτάκη, Ντόρας Μπακογιάννη. από την άλλη, θα απομάκρυνε τον φέρελπι πολιτικό και επίδοξο πρωθυπουργό από την εξωτερική πολιτική του πατέρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Αυτό φάνηκε να το επιτυγχάνει στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεπέρασε κατά πολύ τον Αντώνη Σαμαρά, επιλέγοντας μία τυχοδιωκτική και εθνικά διχαστική πολιτική, που με πρωτοφανή τρόπο ήταν αντίθετη με την άποψη που, στην πραγματικότητα, είχε ο ίδιος επί του ζητήματος αυτού. Τουλάχιστον ο Αντώνης Σαμαράς μπορεί να χειρίσθηκε τυχοδιωκτικά το «Σκοπιανό», εγκαταλείποντας και ανατρέποντας τελικά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος τον είχε χρίσει υπουργό Εξωτερικών σε ηλικία 28 χρονών (προκειμένου να φράξει τον δρόμο στον Μ. Έβερτ), αλλά δεν υπάρχει καμμία απόδειξη ότι είχε άλλες απόψεις για το «Σκοπιανό» και έπραττε τα αντίθετα. Να όμως που ο μαθητής μπορεί να ξεπεράσει τον δάσκαλο.

Ο σημερινός πρωθυπουργός έδωσε στην εκλογική του νίκη, όχι τα χαρακτηριστικά δημοκρατικής εναλλαγής, αλλά παλινόρθωσης, στην οποία δεν χωρούσαν προοπτικά ούτε οι βαρώνοι του κόμματος, τους οποίους αργότερα διέρρεε ότι θα αποστρατεύσει χωρίς τιμές. Άφησε στα κρύα του λουτρού τον Αντώνη Σαμαρά και επιβράβευσε όσους «Σαμαρικούς» τον είχαν στηρίξει στην κούρσα της διαδοχής και αφήνοντας απ’ έξω από το κυβερνητικό σχήμα ένα «γκεσέμι» όπως ο Μάκης Βορίδης, που δεν είχε πράξει το ίδιο κατά την διαδοχή. Τελικά, μετά από πιέσεις, τον έστειλε να κάνει “το αγροτικό του” στο Αγροτικής Ανάπτυξης. Στην διάρκεια της περιοδείας του Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αποδείχθηκε η υποκρισία των υπερπατριωτών, ορισμένοι απ’ τους οποίους ανέλαβαν, εν όψει του ανασχηματισμού, να επιχειρηματολογήσουν υπέρ του αβλαβούς της υπόθεσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι στα δεξιά δεν υπάρχει αντικειμενικά «πολιτικό κενό», το οποίο ο Κ. Μητσοτάκης επιχείρησε να καλύψει, προσπαθώντας να αφήσει τον Α. Σαμαρά χωρίς Σαμαρικούς και αναβαθμίζοντας τον Μ. Βορίδη. Ως προς τον πρώην πρωθυπουργό, ο Κ. Μητσοτάκης φαίνεται να πιστεύει ότι αντιμετωπίζει στρατηγικό κενό και δεν μπορεί με τίποτε να ρίξει την κυβέρνηση.

Από την άλλη, ο κ. Σαμαράς, στον οποίον δεν απονεμήθηκε κανένας ρόλος, κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία ως ο πολιτικός που έβλαψε και παγίδευσε την χώρα σ’ ένα εθνικό θέμα όπως το «Σκοπιανό», την ιστορική στιγμή κατά την οποία δικαιώνεται πανηγυρικά η Συμφωνία των Πρεσπών.

Όταν μάλιστα ορισμένοι, σε πλήρη αντιδιαστολή με κάθε άλλη χώρα, εισηγούνται τρόπους εκμετάλλευσης της πανδημίας με την διεξαγωγή εκλογών για να μηδενίσει το κοντέρ και να δοθεί η εικόνα έγκρισης από την λαϊκή ψήφο της κάθε ιστορικής κωλοτούμπας. Μήπως θα εξαφάνιζε και τα τεράστια προβλήματα -οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά, όπως τα ελληνοτουρκικά–, στα οποία πάλι η άποψη του κ. Μητσοτάκη (ή μάλλον η νοοτροπία να βλέπει παντού μόνο deals) είναι μειοψηφική, λαμβανομένης υπ’ όψη και της βαρύνουσας θέσης του Κ. Καραμανλή; Μη μου πείτε, ποιος θα βάλει το συμφέρον της χώρας πάνω από το προσωπικό του πολιτικό συμφέρον; Γιατί καμμιά φορά τα δύο αυτά μπορούν κατά τραγικό τρόπο να αποδειχθούν αντικρουόμενα κι αυτό κανείς δεν το εύχεται σε μία δημοκρατική χώρα. Τώρα, πόσο δημοκρατική χώρα είναι αυτή, όπου ένα ολόκληρο σύστημα εξοργίσθηκε επειδή η «Καθημερινή» δημοσίευσε συνέντευξη ενός πρώην πρωθυπουργού –όποιος κι αν είναι αυτός, ό,τι κι αν λέει–, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

*  Ο Γ. Βαρεμένος είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας και αναπληρωτής τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.