Μια ανάσα βήμα πριν την πρωθυπουργία ο Τσίπρας – Θα κυβερνήσει με όποιους κρίνει, όταν πάρει την εντολή – Αλλά SOS: για να την πάρει πρέπει να είναι σαφές με ποιους ΔΕΝ θα κυβερνήσει

Του Γ. Λακόπουλου

Πρώτα κάποιες γενικές παρατηρήσεις, ως ένα είδος τελευταίας προειδοποίησης για προσφυγή στην κοινή λογική- εν όψει των διεργασιών που θα οδηγήσουν στην αποτύπωση των λαϊκών προτιμήσεων στην κάλπη: 

 Σύμφωνα με  έναν πολιτικό ορισμό τα κόμματα είναι ανώτερες μορφές οργάνωσης του λαού.  Σύμφωνα με μια άλλη προσέγγιση είναι σαν εκκλησιάσματα. Και στις δυο περιπτώσεις η ανθρωπογεωγραφία τους μοιάζει με μωσαϊκό.

Ακριβώς αυτό αποτυπώνεται στη δομή των στελεχών τους. Αλλά επειδή, ειδικά στα κόμματα εξουσίας, οι πλειοψηφίες φτιάχνονται με όλους, ουδείς περισσεύει.

Σ’ αυτά τα  κόμματα η εσωτερική δομή είναι ταυτόχρονα και η δεξαμενή από την οποία θα αντλήσουν όσους θα αναλάβουν τη διακυβέρνηση, αν το εκλογικό σώμα δώσει στον αρχηγό τους τη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης-  και η Βουλή την εμπιστοσύνη της.

Για να γίνει κάποιος υπουργός δεν προσκομίζει «δικαιολογητικά». Αρκεί η εμπιστοσύνη του Πρωθυπουργού στο πρόσωπο του.  Η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου αποτελεί απόλυτο προνόμιό του.

 Αλλά προσοχή: επειδή κυβερνητικό σχήμα διαμορφώνεται μετεκλογικά, προτού ο εντολοδόχος Πρωθυπουργός αρχίσει να  αναθέτει χαρτοφυλάκια, έχει μεσολαβήσει κάτι: οι εκλογές.

Στην κάλπη, οι υποψήφιοι Πρωθυπουργοί κρίνονται και από την εικαζόμενη βούλησή τους στην υπουργοποίηση προσώπων. Κριτήριο της εικασίας των ψηφοφόρων είναι τα στελέχη του κόμματος που βρίσκονται στην  πρώτη γραμμή του.

Ασφαλώς ο Πρωθυπουργός  δεν υποχρεούται να χρίσει υπουργούς του  όλους ανεξαιρέτως τους «πρωτοκλασάτους» του κόμματός του. Αλλά  μέχρι να αποφασίσει, στα μάτια της κοινής γνώμης ως υποψήφιοι θεωρούνται όσοι βρίσκονται κοντά στην ηγεσία και μετέχουν στην κεντρική εκπροσώπηση του κόμματος.

Η παρουσία τους επηρεάζει την τύχη του στην κάλπη ανάλογα με την εικόνα που έχουν στην κοινή γνώμη. Η κομματική ένταξη δεν αίρει τις διαφορές.

Όσοι έχουν ελκυστική προσωπικότητά συμβάλουν θετικά στην κάλπη. Οι πολίτες επηρεάζονται από την ακτινοβολία των προσώπων – και πέραν του αρχηγού– για να εμπιστευθούν ένα κόμμα. 

Υπάρχουν όμως και όσοι επηρεάζουν αρνητικά, για διαφόρους λόγους ο καθένας. Ακόμη και αν απλώς έχουν στοχοποιηθεί από αντίπαλους, η παρουσία τους είναι επιβλαβής εκλογικά.

 Τέτοια πρόσωπα υπάρχουν σε όλα τα κόμματα. Η κοινή λογική, αλλά και το εκλογικό συμφέρον επιβάλει την μετακίνηση τους στα πίσω καθίσματα και  την αφαίρεση του ονόματος του απ τη μαρκίζα.

Δείχνει κάπως ανθρωποφαγικό, γιατί ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις η αποστροφή της κοινής γνώμης σε πρόσωπα μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην ουσία. Αλλα έτσι είναι η πολιτική: Οποιος έχει «καεί», για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορεί να εμφανίζεται ως υποψήφιος υπουργός. Πόσο μάλλον αν η απόρριψή του στη συλλογική συνείδηση είναι δικαιολογημένη.

Η “μαρκίζα ” του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ

Πάμε τώρα τον  ΣΥΡΙΖΑ, όπου οι διαπιστώσεις αυτές δεν φαίνεται να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.  Κάποια προσωπα με αρνητικό φορτίο,   κινούνται στην πρώτη γραμμή δίπλα στον Τσίπρα-  εμφανιζόμενοι ακόμη και ως μέλλοντες υπουργοί . Κάποιοι μαλιστα διατείνονται ότι θα «δικαιωθούν», εκλεγόμενοι βουλευτές με τη σημαία το κομματος.

Οπότε θα  είναι σαν να βγήκαν από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ.  Μόνο οι ψηφοφόροι δεν το βλέπουν έτσι. Τουλάχιστον η μερίδα τους που κρίνει τις εκλογές…

Το ευτύχημα για τον Αλέξη Τσίπρα είναι ότι περιορίζονται σε μονοψήφιο αριθμό- και προέρχονται από τον λεγόμενο« παλαιό ΣΥΡΙΖΑ»- όσοι έχουν προβληματικοί παρουσία και «δεν αρέσουν»  

Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει πολλά, ικανά και άφθαρτα, στελέχη. Μαζί με κάποιους  – όχι πολλούς- που προσχώρησαν κατά καιρούς από το ΠΑΣΟΚ  και όσους – με λαμπερά βιογραφικά και δημοκρατική κουλτούρα- μπορεί να αναζητήσει στην κοινωνία σχηματίζει τρείς κυβερνήσεις.

Στην Κουμουνδούρου αρνούνται να δεχθούν ότι σε κάποιες περιπτώσεις στελεχών τους με κομματικούς ρόλους υπάρχει προβλημα. Αλλά είναι αληθεια: όσο και αν κακοφαίνεται στους ίδιους δεν προσφέρουν υπηρεσία στον κεντρικό στόχο που είναι η εκλογική νίκη.

Επειδή ο στόχος για προοδευτική κυβέρνηση είναι αγαθό υπέρτερο των προσώπων, είναι προφανές ότι μόνο εκλογική ζημιά θα προκυψει από την πρωταγωνιστική παρουσία συγκεκριμένων στελεχών, αν δεν περιοριστεί. Οι περιπτώσεις είναι συγκεκριμένες και ορατές.

Το κομματικό συγχωροχάρτι δεν επαρκεί για κάποιους που όχι μόνο έχουν προκαλέσει την κοινωνία  επισύροντας και την εσωκομματική οργή, αλλά και δεν έχουν προφίλ στελέχους σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα της Δημοκρατικής Παράταξης. Ιδίως όταν συνδέονται με ρεβανσιστικές αντιλήψεις-που αποδοκιμάζει η ηγεσία.

Δεν προσφέρονται για κομματική κάλυψη, όσοι θεωρούν ότι οι δικαστικές αποφάσεις αίρονται από κομματικές επιλογές και επιμένουν σε υποψηφιότητες, ακόμη και στο βιογραφικό τους υπάρχουν κυβερνητικές αποτυχίες, ή σχέσεις με αναξιόπιστα πρόσωπα.  

Δεν είναι σοφή η ιδέα της προβολής- ακόμη και από τα κομματικά έντυπα-  υποψηφιοτήτων από στελέχη που αντιμετώπισαν τραγωδίες στον τομέα ευθύνης τους ως «ατυχήματα», δεν ανέλαβαν πολιτικές ευθύνες και παραβλέπουν την αποδοκιμασία τους όταν επιδίωξαν να διατηρήσουν το αξίωμά τους.

Υπάρχουν επίσης στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για τα οποία οι ψηφοφόροι δεν πρόκειται να πετάξουν τη σκούφια τους, για διαφορετικούς λόγους για τον καθένα. Το κυβερνητικό παρελθόντος είναι αρνητικό, κάποιες δηλώσεις τους έχουν αλλοιώσει την πολιτική που διακηρύσσει ο Αλέξης Τσίπρας και οι δυνατότητες τους είναι εμφανώς περιορισμένες, όταν δεν συνδυάζονται με αναχρονιστικές  ιδεολογικές προσεγγίσεις.

Όσο και αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη βαρύνεται με πολλά και βρίσκεται σε αποδρομή, η αποδοχή της κυβέρνησης Τσίπρα με αυτά τα πρόσωπα στους κόλπους της  είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, από μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος.

Ακόμη και αν τελικά στην πράξη τους αποστρατεύσουν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι, η προεκλογική παρουσία τους βαρύνει αρνητικά την προοπτική της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Χρέος της ηγεσίας  να προστατεύει το κόμμα, από τις αρνητικές κρίσεις  που επισύρουν, με το βίο και την πολιτεία τους, για να διασφαλίσει την πλειοψηφία.

Τα «βαρίδια» της Κουμουνδούρου

Οι δημοκρατικοί πολίτες προσέρχονται και σ’ αυτές τις εκλογές με πρόθεση να στηρίξουν τον Αλέξη Τσίπρα. Αλλά δυσφορούν στην ιδέα ότι αν τον ψηφίσουν θα βρεθούν στη κυβέρνηση όσοι έχουν επιβαρύνσεις. Ότι αυτοί μάλιστα ενισχύουν την υποψηφιότητα τους, ως κεντρικά στελέχη και μέλλοντες υπουργοί, βλάπτει το κόμμα και αδικεί τους συνυποψήφιους τους. Τι δεν καταλαβαίνουν ορισμένοι;

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στο απέναντι μπαλκόνι. Οι  παραδοσιακοί, κεντροδεξιοί συντηρητικοί ψηφοφόροι  δεν θέλουν να ξαναδούν σε κυβέρνηση της ΝΔ την τριπλέτα του ΛΑΟΣ-, Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης- ούτε αποτυχόντες σαν τον Μηταράκη, την Κεραμέως, τον Παναγιωτόπουλο, ή ξενόφερτους όπως ο Χρυσοχοΐδης η Μενδώνη, ο  Θεοχάρης, ο Πιερρακάκης, ο Θεοδωρικάκος, ο Γεραπετρίτης κ.α..

Όπως αυτοί την πράξη συνθέτουν εκλογικό πλεονέκτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ  έτσι και τα «βαρίδια» της Κουμουνδούρου αξιοποιούνται από τη ΝΔ.

Η διαφορά του Τσίπρα από τον Μητσοτάκη είναι ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει την ευχέρεια να ολοκληρώσει ακόμη και τώρα την διεύρυνση, με τρόπο που θα αναδεικνύει με ποιους ΔΕΝ θα κυβερνήσει.  Φέρνοντας στο προσκήνιο νέα πρόσωπα, εκ των πραγμάτων υποβαθμίζεται η παρουσία όσων δεν προσφέρουν. Τόσο απλό.

Οι ψηφοφόροι ούτε εκβιάζονται, ούτε παίρνουν «πακέτο» κανένα κόμμα, ούτε κλείνουν να μάτια και όπου βγει. Αν ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ του Μητσοτάκη θα είναι από δικά του λάθη. Δεν είναι δυνατόν ολόκληρη Παράταξη και το μέλλον της προοδευτικής κυβέρνησης  να συναρτώνται με την επιμονή ορισμένων από το παλαιό 3%, να καπελώνουν τον νέο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζοντάς την κυβερνητική προοπτική του με την αρνητική παρουσία τους.  

Τι δεν είναι καθαρό;