Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας 13 χρόνια μετά: ο θρίαμβος και η απαξίωση, η Γιάννα και το σύστημα

Του Γ. Λακόπουλου

 

Κάθε  χρόνο τέτοια εποχή  εδώ και δεκατρία χρόνια  οι ίδιες εικόνες  έρχονται  και μας στοιχειώνουν. Ηταν  13 Αυγούστου 2004 . Για  τρεις ώρες ,  τριανταένα λεπτά  και 35 δευτερόλεπτα   η  τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας  τοποθέτησε  την Ελλάδα στην κορυφή του πλανήτη.  Μυσταγωγία. Ανάταση. Δικαίωση.

Ήταν  η μεγάλη στιγμή των Ελλήνων. Η αντίστροφη μέτρηση είκοσι οχτώ δευτερολέπτων – ένα  για κάθε  Ολυμπιάδα που προηγήθηκε  στη νεότερη περίοδο-  είχε τη μεγαλύτερη συμπύκνωση αγωνίας για όσα θα συνέβαιναν  επι 16 ημέρες. Θα σκιαγραφούσαν τη σύγχρονη Ελλάδα.

Η  ιστορική μοίρα  της χαμογέλασε.  Εκείνη η τελετή  -με την υπογραφή του Δημήτρη Παπαϊωάννου- θεωρείται πάντα η καλύτερη όλων των εποχών. Το λιτό συναντήθηκε με το μεγάλο. Το απλό με το τέλειο.  Η μαγεία με την αληθεια. Εκείνο το βράδυ  η Ελλάδα πέρασε απέναντι.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες την Αθήνας υπήρξαν πολιτική επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου, που αποφάσισε την διεκδίκησή τους για δεύτερη φορά, μετά την αποτυχία για το ιωβηλαίο. Τα υπόλοιπα έχουν την υπογραφή μιας γυναικας: η Γιάννα Αγγελοπούλου ανέλαβε  τη διεκδίκηση και έφερε τη διοργάνωση στην Αθήνα το 1997.

Τρία χρόνια αργότερα, με  τις οργανωτικές επιλογές της κυβέρνησης Σημίτη να χαντακώνουν το εγχείρημα, κλήθηκε πάλι να σώσει την παρτίδα- και την πατρίδα που θα διασύρονταν, αν δεν καταστρεφόταν κιόλας, αν της αφαιρούσαν την οργάνωση.

Δεν την έσωσε απλά,  αλλά την ανάδειξε στο μεγαλύτερο επίτευγμα των Ελληνων σε καιρό ειρήνης. Κανείς άλλος δεν θα το κατάφερνε τόσο καλά με την πολυπλοκότερη διοργάνωση στον κόσμο.

Η αποφασιστικότητα και η επιμονή της, ο απόλυτος έλεγχος  του προγράμματος, η εφαρμογή των πιο εξελιγμένων  μορφών μάνατζμεντ, αφύπνισαν την κρατική μηχανή,  ενέπνευσαν υποδειγματικές συμπεριφορές στον πληθυσμό, δημιούργησαν ένα ζωντανό  Κίνημα εθελοντισμού στη νεολαία.

Η παγκόσμια κοινότητα άκουσε  από τον Ζακ Ρογκ να λέει στην τελετή  λήξης δυο εβδομάδες αργότερα: “Ευχαριστούμε Αθήνα- ευχαριστούμε Ελλάδα”.

Δεν είναι  λίγοι οι ειδικοί που πιστεύουν ότι η κεφαλαιοποίηση του θριάμβου  των  Αγώνων ήταν από μόνη της ικανή να λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας της χώρας, στην οικονομική κρίση του 2008.

Αλλά τα  χρόνια που ακολουθήσαν είχαν  την κατάρα της αυτοκαταστροφής. Μόνοι τους οι Έλληνες- το πολιτικό και το μιντιακό Σύστημα για την ακρίβεια- άρχισαν να κατεδαφίζουν στον άθλο και να τιμωρούν τους δημιουργούς του.

Για την ακρίβεια το σύνδρομο του φόβου για ενδεχόμενη επένδυση της επιτυχίας στο χώρο της πολιτικής από τη Γιάννα Αγγελόπουλου,  απελευθέρωσέ τις δυναμεις του κακού. Για να στραφούν εναντίον της, στράφηκαν εναντίον του έργου της. Ουσιαστικά εναντίον της χώρας.

Η  αύρα της διεθνούς αναγνώρισης υποτιμήθηκε, οι ολυμπιακές υποδομές -που θα μπορούσαν να καταστήσουν την Ελλάδα παγκόσμια διαρκή προπονήτριά σε κάθε μορφής αθλητισμού- ρημάξαν. Η συκοφάντηση του επιτεύγματος έγινε έμμονη ιδέα σε κύκλους της πολιτικής και των ΜΜΕ.

Έτσι εκθεμελιώθηκε ό,τι είχε επιτευχθεί με προσπάθεια. Ο θρίαμβος των Ολυμπιακών Αγώνων  έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων, αλλά στην πράξη όχι μόνο δεν αξιοποιήθηκε ποτέ,  αλλά και έγινε στόχος νόθευσής του με ανακρίβειες και παραπληροφόρηση.

Το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ανατρέπει το μυθο του υπερβολικού κόστους των ελληνικών Αγώνων υπερβ΄ρεπακααοροτης ξημιο

Χρειάσθηκε να περάσει μια δεκαετία μεχρι το ΙΟΒΕ,  με τον καθηγητή Νίκο Βέττα επικεφαλής, να στοιχειοθετήσει με εμπεριστατωμένη μελέτη του ότι  ο απολογισμός των Αγώνων ήταν θετικός  για τη Ελλάδα.

Εφέτος  η μελέτη των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης  Bent Flyvbjerg και Allison Stewart – ” Olympic proportions: cost and cost overrun at the Olympics 1960-2012″ – που εντόπισε ο καθηγητής Ηλίας Μοσιαλος, καταρρίπτει και τον  μύθο ότι οι ελληνικη διοργάνωση ήταν η ακριβότερη στη ιστορία. Ο σχετικός πίνακας  βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

Ο  αγώνας τώρα δικαιώνεται;  Ναι, αλλά είναι αργά. Δεκατρία χρόνια είναι πολλά, για τη σημερινή Ελλάδα, να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε η μικρονϊκή αντίληψη απέναντί στην Αγγελοπούλου και την οικογένειά της – για την οποία η συμμετοχή στην  Ολυμπιάδα ήταν εθελούσια πράξη προσφορας, όχι μόνο οικονομικής, αλλά και ψυχής, χρόνου και  ανθρώπινης αντοχής.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι αυτή η προσφορά συνεχίσθηκε με την υποστήριξή των προσπαθειών της χώρας στο διεθνή χώρο, ανεξάρτητα από την τρέχουσα διακυβέρνηση. Αλλά ,όπως κάθε φορά κάποιοι, από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, προσπαθούσαν να  χρωματίσουν πολιτικά την συνεισφορά των Αγγγελόπουλων που έθεταν στη διάθεση των κυβερνήσεων τις δυνατότητες τους, έτσι οι Συριζαιοι δεν ήταν εξαίρεση.

Υποχρέωσαν την Αγγελοπούλου να αποποιηθεί, με αξιοπρέπεια , τον τίτλο της πρέσβειρας επί τιμή που της είχε απονεμηθεί  για την προσφορά της. Στο πολιτικό σύστημα δεν ίδρωσε το αυτί κανενός, καθώς η κυρία αντιμετωπίζεται πάντα ως εν δυνάμει αντίπαλος. Ακόμη και τώρα που έχει αποσυρθεί στις οικογενειακές επιχειρήσεις και την διακριτική  στήριξη σε ό,τι εκπροσωπεί την ελπίδα και το μέλλον- με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πρόγραμμα υποτροφιών σε Έλληνες φοιτητές στο Χάρβαρντ.

Για να  επιστρέψουμε στους Αγώνες για  την Ελλάδα ήταν δικαίωση και ταυτόχρονα αφετηρία. Υποδομές που δεν θα είχαν γίνει ποτ, ή θα περίμεναν για δεκαετίες επισπεύσθηκαν και εξυπηρετούν  έκτοτε τους πολίτες. Νέα μοντέλα οργάνωσης και δουλειάς εφαρμόσθηκαν με επιτυχία, σύγχρονες αντιλήψεις μπήκαν στην πρακτική των Ελλήνων. Αλλά αυτή η αφετηρία δεν αξιοποιήθηκε ποτέ.

Σημερα  13 χρόνια μετά, ίσως η μόνη κληρονομιά του 2004 που δεν  έσβησε, είναι  η  απόδειξη πως όταν οι Έλληνες θέλουν και δουλεύουν μαζί, μπορούν ακόμη και το ακατόρθωτο. Αυτό που λείπει κάθε φορά είναι η ηγεσία. Όταν  υπάρχει  κάποιος να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει, ο τροχός γυρίζει μπροστά… Αυτόν  ψάχνουμε πάντα…