Ολυμπιακοί Αγώνες 2004: Μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία» της μεταπολίτευσης;

Tων Πέτρου Συναδινού – Νίκου Χούτα

Picture PSΘα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι η εξέλιξη της υπόθεσης των Αγώνων της Αθήνας το 2004 από τη φάση της προετοιμασίας τους έως την μεταολυμπιακή τους αξιοποίηση περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις οι οποίες, επιεικώς ή με αυστηρότητα, έχουν αποκληθεί «χαμένες ευκαιρίες» της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ως «χαμένες ευκαιρίες» έχουν καταγραφεί η ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας ώστε να μη παράγει ελλείμματα, η ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου τομέα, ο εξορθολογισμός του συστήματος εκπαίδευσης, η ανάδειξη του δημόσιου χώρου στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής. Μια ακόμη τέτοια περίπτωση, τείνει να χαρτογραφηθεί και αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Ας ανατρέξουμε όμως στην ιστορία τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 πυρώνεται το ελληνικό ενδιαφέρον για τους Αγώνες εν όψει της προοπτικής διεκδίκησης της Χρυσής Ολυμπιάδας. Η υποψηφιότητα για τους Αγώνες του 1996 δεν συνάντησε την ευμένεια των μελών της Δ.Ο.Ε κληροδότησε όμως διδακτικές εμπειρίες για την ελληνική πλευρά. Είχε προηγηθεί η υποβολή της πρότασης μόνιμης τέλεσης των Αγώνων στην Ελλάδα από τον Κ. Καραμανλή.

Η πρώτη πρόταση υπεβλήθη το 1976 για να επανέλθει ανανεωμένη το 1980. Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ανακινείται από τον Γ. Λιάνη ζήτημα τιμητικής ανάθεσης στην Αθήνα των Αγώνων του 2008 για να εξελιχθεί τελικώς σε πρόταση υποψηφιότητας αυτών του 2004 οι οποίοι και ανελήφθησαν την 5η Σεπτεμβρίου 1997. Τότε, πολιτικά και ευρύτερα δημόσια πρόσωπα με διαπρύσιες δηλώσεις τους, αναφέρονταν στο γεγονός της ανάληψης των Αγώνων περίπου ως ισοδύναμο της οικονομικής απογείωσης της χώρας.

Όπως έδειξε η εξέλιξη των πραγμάτων λίγοι ήταν εκείνοι από τους έχοντες δημόσιο ρόλο και λόγο που είχαν επίγνωση των ευθυνών που συνεπάγονταν η ανάληψη τους. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ήταν η μικρότερη χώρα που θα φιλοξενούσε ποτέ ολυμπιακή διοργάνωση μετά την Φινλανδία το 1952 (με ασύγκριτες βεβαίως απαιτήσεις, 52 χρόνια μετά, πέραν της υποστήριξης εκεί όλων των Σκανδιναβικών χωρών). Επίσης υπήρξε η πρώτη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία διοργάνωσε Αγώνες με πλήρη εφαρμογή των αυστηρών κανόνων της κοινοτικής έννομης τάξης.

Ωστόσο στο δημόσιο λόγο -πιθανόν εξαιτίας του ότι σε αρκετές φάσεις της προετοιμασίας δινόταν η εντύπωση ότι οι Αγώνες είχαν εγκλωβιστεί σε ένα κύκλο εσωστρέφειας που εκδηλώνονταν με ασυμφωνίες, ρήξεις και πλήθος προσωπικών διενέξεων- παρέμεινε το ερώτημα της σκοπιμότητας τέλεσής τους. Το ερώτημα, εν μέρει δικαιολογημένα, πήγαζε από την σύγχυση περί του τελικού προϋπολογισμού τους (budget) και αυτό διότι ουδέποτε αποσαφηνίσθηκαν τα ιδιάζοντα στοιχεία της ολυμπιακής διοργάνωσης της Αθήνας. Το κυριότερο, δεν κατέστη απολύτως ξεκάθαρο ποια εκ των αποκαλούμενων γενικά ολυμπιακών έργων υπήρξαν αυστηρά ολυμπιακά, υπάγονταν δηλαδή στις συμβατικές υποχρεώσεις που η χώρα ανέλαβε απέναντι στην Δ.Ο.Ε. και ποιά ήταν έργα ευρύτερης σημασίας για τη βελτίωση της εθνικής, αστικής και περιφερειακής υποδομής της Αθήνας ή/και της χώρας.

Είναι γνωστό ότι η δρομολόγηση, επιτάχυνση ή συμπερίληψη άλλων έργων με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν ζήτημα πολιτικής απόφασης, όπως συνέβη με το πρόγραμμα «Ελλάδα 2004». Μπορεί έτσι να λεχθεί ότι η τροχιά της διοργάνωσης διευρύνθηκε σημαντικά όταν έγινε αντιληπτή ως μια ευκαιρία αναβάθμισης της Αθήνας και βελτίωσης των δημόσιων υποδομών π.χ. της υγείας, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών, του τουρισμού και βεβαίως των αθλητικών εγκαταστάσεων. Συνεπώς, πολλές και διαφορετικές πτυχές χρειάζεται να προσεγγισθούν ώστε να μπορέσει να διατυπωθεί μια ολοκληρωμένη άποψη για το ισοζύγιο κόστους-οφέλους των Αγώνων της Αθήνας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι αντιπροσωπευτικά παραδείγματα απώλειας κέρδους από την υπόθεση των Αγώνων δεν μπορούν να βρεθούν τόσο στη φάση της προετοιμασίας όσο και στη μεταολυμπιακή περίοδο. Αρκεί να εξετασθεί πόσο επιζήμια υπήρξε η πιεστική ένταξη νέων αθλητικών και άλλων έργων υποδομής, πράγμα το οποίο οδήγησε στην πολυδιάσπαση τους σε σχέση με αρχικές επιλογές του φακέλου υποψηφιότητας. Είναι δε ξεκάθαρο ότι δεν υπήρξε ορθή διευθέτηση για τις μη μόνιμες αθλητικές εγκαταστάσεις.

Χρειαζόταν μεγαλύτερη επιμονή στις προσωρινές εγκαταστάσεις, έναντι της επιλογής βαρέων αθλητικών κατασκευών συμβατικού τύπου από ενισχυμένο σκυρόδεμα. Πολύ νωρίς εξάλλου κατέληξε σε ναυάγιο το εγχείρημα της αυτοχρηματοδότησης των έργων με εξαίρεση τα Χωριά Τύπου και το Ολυμπιακό Χωριό. Συνακόλουθα η μαρίνα του Αγίου Κοσμά, το θαλάσσιο μέτωπο Φαλήρου, τα Ολυμπιακά Κέντρα Ιππασίας και Σκοποβολής στο Μαρκόπουλο, οι έξι αθλητικές εγκαταστάσεις στο Ολυμπιακό Κέντρο Ελληνικού, το Ολυμπιακό Κέντρο Beach Volley στο Φάληρο και το Κέντρο Άρσης Βαρών & Βαρέων Αθλημάτων αν και έδειξαν να προσελκύουν το επενδυτικό ενδιαφέρον για μια σειρά από λόγους παραμένουν έως σήμερα σχεδόν ανεκμετάλλευτες.

Είναι παραδεκτό ότι η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου πλάνου μεταολυμπιακής αξιοποίησης υπήρξε ελλιπής. Οφείλει μάλιστα εδώ να σημειωθεί ότι η υπόθεση της αξιοποίησης της κληρονομιάς των Αγώνων βρέθηκε χαμηλά στην ατζέντα των δημόσιων πολιτικών παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των αρμοδίων.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν ήταν πολλοί εκείνοι -προολυμπιακά και μεταοολυμπιακά- που αντιλαμβάνονταν τους Αγώνες ως επένδυση. Μοιάζει περισσότερο να έγιναν αντιληπτοί ως ένα περιστασιακό γεγονός στο οποίο «έπρεπε αν βγει ασπροπρόσωπη» η χώρα.

Με την όποια ψυχραιμία προσφέρει η κοντινή απόσταση από εκείνη την περίοδο μπορεί να παρατηρηθεί ότι η πρόσδεση της υπόθεσης στο κυβερνητικό μοντέλο λειτουργίας αναπαρήγαγε σε αρκετές περιπτώσεις τις υστερήσεις του. Η αντιφατικότητα των εκτιμήσεων ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών της ως προς το προσδοκώμενο μέγεθος του αντικτύπου τους – και αστάθμητοι παράγοντες όπως η 11η Σεπτεμβρίου 2001- είχαν ως αποτέλεσμα τη λήψη έκτακτων αποφάσεων με δυσμενείς επιπτώσεις στον προϋπολογισμό των Αγώνων. Σε ότι αφορά τον τομέα ασφάλειας χρειάζεται να τονισθεί ότι η αμφισβήτηση από το εξωτερικό για το βαθμό ετοιμότητας της Ελλάδας ξεκίνησε νωρίτερα από την 11/9. Ήταν άλλωστε γνωστό πριν την Αθήνα ότι πτυχές της προετοιμασίας των Αγώνων εμπλέκονται στο πλέγμα των γεωπολιτικών ισορροπιών, αυτονόητα ξένων προς το ολυμπιακό γεγονός.

Το κενό μιας αναλυτικής και ακριβούς αποτίμησης των Αγώνων, δείγμα της απαξίωσης που γνώρισαν μετά το 2004, επέτρεψε δημόσιες αναφορές που συνέδεαν ανοικτά το κόστος τους με την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών. Έτσι χωρίς να διευκρινίζεται ποιες ακριβώς δαπάνες εντάσσονται στον ολυμπιακό προϋπολογισμό γίνονταν αυθαίρετα λόγος για 20 και 30 δισ.ευρώ όταν στο Πεκίνο το κόστος των ολυμπιακών και άλλων έργων υποδομής υπολογίζεται στα 11,3 δισ.ευρώ.

Τελικώς, η δαπάνη των Αγώνων της Αθήνας εξυπηρετούμενη από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων, τον τακτικό προϋπολογισμό και αυτόν της οργανωτικής επιτροπής, σύμφωνα με αναλυτικά και αξιόπιστα στοιχεία από πολλές πηγές, ανήλθε στα 8,48 δις ευρώ, (βλ. τα στοιχεία του Γενικού Λογιστήριου του Κράτους που ανακοινώθηκαν στη Βουλή στα τέλη του 2012 και στις αρχές του 2013). Διευκρινίζεται ότι στο ποσό αυτό εντάσσονται και έργα μη σχετιζόμενα με τις συμβατικές υποχρεώσεις διεξαγωγής των Αγώνων. Για παράδειγμα, το Πρόγραμμα «Ελλάδα 2004» προϋπολογισμού 1,26 δισ.ευρώ, αφορούσε δεκάδες έργα υποδομής στην πρωτεύουσα και στην περιφέρεια που δεν είχαν όμως απευθείας σχέση με τη διοργάνωση των Αγώνων.

Εάν στο προαναφερόμενο ποσό των 8,5 δισ.ευρώ συνυπολογισθούν οι διογκούμενες δαπάνες, 1,2 δισ.ευρώ του συστήματος ασφαλείας, οι τεκμηριωμένα περιττές δαπάνες από καθυστερήσεις στη μελέτη και υλοποίηση ολυμπιακών-αθλητικών έργων και αφαιρεθούν τα περίπου 2 δις ευρώ του -ισοσκελισμένου- προϋπολογισμού της Οργανωτικής Επιτροπής τότε το ποσό του ολυμπιακού προϋπολογισμού συρρικνώνεται σημαντικά. Ακολούθως, αν συνεκτιμηθούν τα υλικά και άυλα οφέλη της διοργάνωσης (υποδομές, προβολή της χώρας, τουρισμός, τεχνογνωσία, εμπορικές δραστηριότητες ελληνικών εταιρειών), τότε μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 καταγράφονται με θετικό πρόσημο.

Όπως ωστόσο επισημαίνει σε πρόσφατη μελέτη του για την αξιολόγηση της επίδρασης τους στην ελληνική οικονομία σε βάθος χρόνου το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η εγκατάλειψη μετά το πέρας των Αγώνων αρκετού αριθμού εγκαταστάσεων, περιόρισε το όφελος από την αξιοποίηση της ολυμπιακής κληρονομιάς.

Στα τέλη πάντως της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα οι Αγώνες της Αθήνας είχαν εξωθηθεί περήφανα στο ασυνείδητο των Ελλήνων για να ανασυρθούν σχεδόν μονοθεματικά, συνδεόμενοι με το οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Χρειάζεται σε αυτό το σημείο να υπενθυμισθεί ότι η πρώτη φάση της προετοιμασίας των Αγώνων (1998-2000) συνέπεσε με την κορύφωση της προσπάθειας ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ ενώ η τελική της φάση (2000-2004) συνδέθηκε με μια ευδόκιμη αναπτυξιακή περίοδο στη διάρκεια της οποίας η ελληνική οικονομία εμφάνιζε από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ε.Ε.

Οι Αγώνες αναγνωρίστηκαν ως ένας εξωγενής παράγοντας ο οποίος συνέβαλε στους αναπτυξιακούς ρυθμούς της περιόδου αυτής. Άλλωστε η επιβράδυνση στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ που παρατηρήθηκε μετά τους Αγώνες αποδεικνύει αυτή την συμβολή. Στη Βρετανία η διοργάνωση των Αγώνων του Λονδίνου το 2012 έδωσε ώθηση στην οικονομία της. Είχε προηγηθεί η ορθότητα της επιλογής εγκαταστάσεων προσωρινού χαρακτήρα -8 από τις 34 εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν ήταν μόνιμες- και ένα ολοκληρωμένο πλάνο μεταολυμπιακής αξιοποίησης που λάμβανε υπόψιν του το ιδιωτικό επενδυτικό ενδιαφέρον.

Οι Αγώνες αυτό που προσφέρουν είναι ευκαιρίες. Στην ελληνική περίπτωση ορισμένες έγιναν άμεσα αναγνώσιμες και αξιοποιήθηκαν άλλες παραβλέφθηκαν και μερικές αγνοήθηκαν σχεδόν επιδεικτικά. Σήμερα οι Αγώνες της Αθήνας -εκτός του ότι πιθανά μπορεί να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των «χαμένων ευκαιριών» της μεταπολίτευσης- προσφέρονται ως μια χρήσιμη εμπειρία.

Ο ελληνικός λαός που στήριξε, πλήρωσε, εργάσθηκε, υπέμεινε, κατανόησε και ευχήθηκε για την επιτυχία τους, – με ένα τμήμα του να αναγνωρίζει μέσω αυτής την ενσάρκωση μιας αξιόπιστης και δυναμικής Ελλάδας- δικαιούται έστω μια καταγεγραμμένη αποτίμηση των απτών και μη μετρήσιμων επιδράσεών τους. Εξαίρεση αποτελεί η πραγματοποίηση το 2009 του Διεθνούς Διημέρου με θέμα «Οι επιπτώσεις από την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων σε Πεκίνο, Αθήνα, Σίδνεϋ, Βαρκελώνη-Αξιοποίηση Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων και Έργων» που διοργανώθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ). Στο διήμερο αυτό συζητήθηκαν όλες οι επιμέρους διαστάσεις του εγχειρήματος από καταξιωμένους στο τομέα τους εισηγητές. Αξίζει να επισημάνουμε πως το ΤΕΕ είναι ο μόνος φορέας που αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα της διερεύνησης των επιπτώσεών τους συνολικά και ειδικότερα σε τομείς όπως οι Θεσμοί, ο Πολιτισμός, η Οικονομία, η Τεχνολογία,  οι Μεταφορές και το Περιβάλλον. Στις «αποτιμήσεις» για τους Αγώνες  περισσότεροι από αυτούς συνήθως παραβλέπονται.

Μία και πλέον δεκαετία μετά την ολοκλήρωση των Αγώνων του 2004 -που απέσπασαν πλήθος εγκωμιαστικών σχολίων διεθνώς- ήρθε η ώρα να τερματιστούν οι παρανοήσεις σχετικά με την τελική οικονομική τους δαπάνη μετά και τη δημοσιοποίηση των σχετικών επίσημων στοιχείων. Παράλληλα οφείλει να πραγματοποιηθεί μια διεξοδική τεχνοκρατική μελέτη που θα αξιολογεί το κόστος και το όφελος (υλικό και άυλο) από τη διεξαγωγή τους και τις εν γένει επιδράσεις τους (βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες), κλείνοντας οριστικά αυτό το κεφάλαιο.

Ας κοιτάξουμε μπροστά στρεφόμενοι σε μία αθέατη όψη της κρίσης: τον ελληνικό αθλητισμό που καταρρέει. Στο σημείο που βρισκόμαστε δεν αρκεί να υπερηφανευόμαστε για τη δημιουργική έμπνευση του Δ. Παπαϊωάννου και τις ικανότητες των πολλών Ελλήνων εργαζομένων που διαπρέπουν στους τομείς δράσεις τους στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν στους 1ους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες όλων των αθλημάτων. Μήπως οι ίδιοι δεν ήταν που συντέλεσαν στην επιτυχία των Αγώνων της Αθήνας μεταφέροντας τώρα την εμπειρία και την τεχνογνωσία τους σε άλλες αθλητικές διοργανώσεις;

 

* Δρ. Πέτρος Συναδινός, Α-Μ Πολεοδόμος, Μέλος ΕΟΕ

* Νίκος Χούτας, Πολιτικός Επιστήμονας – Ιστορικός (Πάντειο Πανεπιστήμιο)