Ο κόσμος αλλάζει. Εμείς;

Του Αλέξη Τσίπρα

Λίγα χρόνια μετά τη πτώση του Τείχους (1989) και σχεδόν δύο αιώνες από τη Γαλλική Επανάσταση (1789), όταν και καταχωρίστηκε ιστορικά ο διαχωρισμός Δεξιάς – Αριστεράς, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, με το βιβλίο του «Δεξιά και Αριστερά», θέλησε να αποκωδικοποιήσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο παρατάξεις.

Σύμφωνα με αυτόν, η στάση τους απέναντι στις ανισότητες ορίζει τη διαφορά τους. Η Δεξιά θεωρεί τις ανισότητες «ιερές ή απαραβίαστες, φυσικές ή αναπόφευκτες». Ενώ η Αριστερά «θεωρεί ότι μπορεί και πρέπει να περιοριστούν ή να εξαλειφθούν».

Αν ο Μπόμπιο μας φαίνεται παλιός, μπορούμε να σταθούμε στον Πικετί που λέει τα ίδια με νέο τρόπο.

Τα ξέρουν πολύ καλά οι εργαζόμενοι στις ψηφιακές πλατφόρμες, που συνδυάζουν την αβεβαιότητα του αυτοαπασχολούμενου με την εξουθένωση του εργάτη και ελέγχονται από τον «ηλεκτρονικό εργοδότη» χωρίς δυνατότητα να του απαντήσουν.

Ωστόσο, για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερις δεκαετίες, η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δόγματος το οποίο στηρίχθηκε στις ιδέες της Δεξιάς, αμφισβητείται με τόσο ξεκάθαρο τρόπο. Η πανδημία, η κλιματική κρίση και κινήματα για την προστασία των δικαιωμάτων ξαναφέρνουν στο προσκήνιο αξίες και ανάγκες ξεχασμένες, ή παραμελημένες. Πρώτα από όλα την ανάγκη για προστασία της ανθρώπινης ζωής με ισχυρά συστήματα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Δεύτερον, την ανάγκη να σταματήσουμε την καταστροφή του πλανήτη. Τρίτον, την ανάγκη να αποκατασταθεί η κοινωνική συνοχή, που έχει διαρραγεί επικίνδυνα από τη φρενήρη όξυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στον ανεπτυγμένο και τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά και εντός των δυτικών κοινωνιών.

Χαρακτηριστικά είναι τα δεδομένα ερευνών, σύμφωνα με τα οποία το 1% των πιο πλούσιων ανθρώπων στον πλανήτη έχει στα χέρια του το 50% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ την ίδια στιγμή το 1% ευθύνεται για την εκπομπή υπερδιπλάσιων ρύπων CO2 στην ατμόσφαιρα από ό,τι το 50% του φτωχότερου πληθυσμού.

Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ φαίνεται αποφασισμένος να δώσει αποτελεσματική απάντηση στο θέμα των ανισοτήτων: «Είναι καιρός οι αμερικανικές εταιρείες και το 1% των πιο πλούσιων Αμερικανών να αρχίσουν να πληρώνουν το δίκαιο μερίδιο που τους αναλογεί. Οι κοινωνικές δαπάνες θα αυξηθούν, αλλά δεν θα τις πληρώσει η μεσαία τάξη, θα τις πληρώσουν οι πιο πλούσιοι», είπε στην ιστορική ομιλία του στο Κογκρέσο. Ομιλία που σηματοδοτεί περισσότερα από την αλλαγή οικονομικού υποδείγματος στις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Μπάιντεν έφερε τη συζήτηση στο έδαφος της κοινής λογικής. Η ανθρωπότητα είναι σε πολύ οριακό σημείο για να πορεύεται με βάση δόγματα και συνταγές που απέτυχαν. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι όσα προοικονομεί η στάση Μπάιντεν, αργά ή γρήγορα θα επηρεάσουν και την Ευρώπη.

Δυστυχώς στη χώρα μας, η κυβέρνηση υπερασπίζεται τον παλιό κόσμο. Δεν παρακολουθεί τις πρωτοβουλίες Μπάιντεν για την αύξηση του κατώτατου μισθού, τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου με νέα εργαλεία, την ενίσχυση της παρέμβασης του κράτους στην αγορά, αλλά εμπνέεται από όσα έλεγε προεκλογικά από το βήμα της ΔΕΘ το 2017 ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση».

Το πρόβλημα με τη στρατηγική του κ. Μητσοτάκη δεν είναι ότι ανήκει στη Δεξιά. Είναι ότι υπερασπίζεται με σθένος τις αρχές ενός κόσμου που δείχνει να έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο. Και παρότι ο ίδιος διά της επικοινωνίας θέλει να εμφανίσει κάθε οπισθοδρομική μεταρρύθμιση ως εξέλιξη, στην ουσία δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται και προκαλεί και η πανδημία σε όλα τα επίπεδα.

Είναι χαρακτηριστική η στάση του κόμματός του στα θέματα ιθαγένειας, ένταξης προσφύγων και μεταναστών, δικαιωμάτων LGBT, αστυνομικής βίας, ή στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οπως είναι χαρακτηριστικό το πάθος με το οποίο επιτέθηκε, σχεδόν αντανακλαστικά, στην πρόταση για κατάργηση της πατέντας των εμβολίων όταν άρχισε να παίρνει δυναμική.

Και αν η περίπτωση των εμβολίων αφορά μια έκτακτη συνθήκη, στην περίπτωση της εργασίας αναδεικνύεται ακόμα εμφανέστερα το δομικό πρόβλημα. Τη στιγμή κατά την οποία η παγκόσμια αγορά εργασίας αλλάζει, τα δημοσιονομικά περιθώρια υπάρχουν και η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από προτάσεις για τη μείωση των ωρών εργασίας, ο κ. Μητσοτάκης σχεδιάζει μεταρρυθμίσεις βγαλμένες από τη ναφθαλίνη των Ρέιγκαν και Θάτσερ, όπως την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και του οκταώρου.

Ο κόσμος μας όμως αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα. Και όσο πιο σύντομα η χώρα συντονιστεί και πρωταγωνιστήσει στην αλλαγή, τόσο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά για την κοινωνική πλειοψηφία, θα βγει από την κρίση.

Είναι εξαιρετικά κρίσιμο, για παράδειγμα, να αξιοποιήσουμε τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ, με τρόπο που να μετασχηματίζει επιτέλους το παραγωγικό μοντέλο σε βιώσιμη κατεύθυνση, να διαχέει το όφελος στο σύνολο της κοινωνίας, να προστατεύει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να μειώνει τις ανισότητες. Οι ευρωπαϊκοί πόροι να χρηματοδοτήσουν τους αναγκαίους μετασχηματισμούς προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα χαρακτηρίζεται από στροφή σε ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανταγωνιστεί άλλες χώρες στη βάση μείωσης του κόστους εργασίας, επομένως των μισθών, αλλά στη βάση αύξησης της παραγωγικότητας, ενσωματώνοντας τη συλλογική γνώση, την έρευνα, και την καινοτομία.

Είναι εξαιρετικά κρίσιμο η παραγωγική και τεχνολογική ανασυγκρότηση να συνδυαστεί με την «πράσινη» μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Και να οικοδομήσουμε ένα σύγχρονο, αποτελεσματικό και αποκεντρωμένο κράτος με την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας. Γιατί μόνο μια ισχυρή κοινωνία μπορεί να οδηγήσει την αναπτυξιακή διαδικασία και όχι οι αγορές. Συνεπώς, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να στοχεύσουν σε ένα καθολικό κοινωνικό κράτος, εγγυητή της πραγματικής κοινωνικής ασφάλειας.

Είναι εθνικά αναγκαίο σε αυτή την ιστορική καμπή η χώρα να βρεθεί στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Αυτό όμως απαιτεί μια άλλη, προοδευτική κυβέρνηση. Που στη βασική διαχωριστική γραμμή, να παίρνει αταλάντευτα το μέρος της πλειοψηφίας. Των ανθρώπων του μόχθου και της δημιουργίας. Αλλωστε αυτοί έφτιαξαν την Ελλάδα και όχι οι λιγοστές οικογένειες που έβγαλαν τα κέρδη τους στο εξωτερικό τις μέρες της κρίσης, τη νέμονται και σήμερα και αναμένουν να είναι και πάλι οι βασικοί κερδισμένοι από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.

AΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ