Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα ΜΜΕ: δυο ξένοι στην ίδια πολιτική σκηνή -Γιατί βρέθηκε σε κενό ενημέρωσης ο Τσίπρας και πώς θα το καλύψει

Του Γ. Λακόπουλου

Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν όρεξη -και δύναμη- να ανοίξουν τη συζήτηση για τα αίτια της ήττας τους κατά… κάλπη. Αλλά εκ των πραγμάτων αυτή η συζήτηση ανοίγει κατά τομέα.

Ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου έβαλε στο χέρι επί τον τύπο των ήλων στα θέματα ενημέρωσης, επικοινωνίας και ΕΡΤ. Και είπε καθαρά ότι κόμμα του υπέστη «στρατηγική ήττα».

Ο δημοσιογράφος που έγινε ευρωβουλευτής τράβηξε το σεντόνι: «Επικράτησε μια αντίληψη ότι θα ελέγχουμε τη ραδιοτηλεόραση όπως έκαναν οι προηγούμενοι, λες και θα κυβερνάμε αιώνια».

Εννοεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να έχει επιβάλει ένα μη αναστρέψιμο μοντέλο δημόσιας τηλεόρασης. Και υπαινίσσεται ότι δεν το έκανε για λόγους ιδεολογικής αγκύλωσης και ιστορικής αφασίας ορισμένων.

Προφανώς αν ανοίξουν αυτή τη συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ θα γίνουν μπίλιες μεταξύ τους. Μια κουβέντα είπε ο Τσακαλώτος για την ΕΡΤ και πετάχθηκε ο Πολάκης να τον φοβερίσει.

Λάθος αντίληψη 

Έτσι όμως δεν πάνε πουθενά. Παρά την ευκολία διακίνησης πληροφοριών που παρέχουν το Διαδίκτυο και τα μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, σε λίγο δεν θα μαθαίνει κανείς τι κάνουν, τι λένε και αν υπάρχουν. Ή θα προβάλλονται διαστρεβλωμένα.

Το λάθος που κάνουν και μετά τις εκλογές στην Κουμουνδούρου, είναι αυτό που τους καταλογίζει ο Κούλογλου για την κυβερνητική του περίοδο: έχουν λάθος αντίληψη για τη σύγχρονη ενημέρωση. Δεν προσβλέπουν σε ανοιχτά, δημοκρατικά και αδέσμευτα μέσα ενημέρωσης που στηρίζουν την πολιτική τους γιατί είναι -και όταν είναι -σωστή, αλλά τους κάνουν και κριτική.

Θέλουν τα «δικά» τους μέσα. Να τοποθετούν τους «δικούς» τους δημοσιογράφους. Να προβάλλουν τις «δικές» τους ειδήσεις. Και να φιλοξενούν τα δικά τους σχόλια. Εικόνα σου είμαι ΝΔ και σου μοιάζω.

Δεν διαφοροποιούνται από τη Δεξιά σε ένα θέμα που θα τους έφερνε σε προνομιακή θέση στον τομέα της ενημέρωσης. Αντίθετα η νοοτροπία που εκπέμπουν πολλοί ανάμεσά τους, τους φέρνει σε αντιδικία ενίοτε ακόμη και με δημοσιογράφους που έχουν καλή διάθεση απέναντί τους, αλλά δεν είναι εντολοδόχοι.

Υποβλέπουν ακόμη και τη φιλική, αλλά ανεξάρτητη και δημοκρατική «Εφημερίδα των Συντακτών» -μια από τις δυο καλύτερες εφημερίδες της χώρας μαζί με την «Καθημερινή».

Αν δούμε την κυκλοφορία της προκύπτει ότι ο Συριζαίοι  δεν αγοράζουν την «Εφ. Συν» γιατί υπάρχει η αίσθηση ότι «δεν την ελέγχουν».  Όπως δεν αγοράζουν οι μισοί το «Documento» γιατί θεωρούν ότι το επηρεάζουν οι άλλοι μισοί.

Ακόμη και στην «Αυγή» ή στο «Κόκκινο» και το «Left», αν περάσει κάτι μη ελεγχόμενο, κάποιοι ξινίζουν. Έτσι όμως όσοι   δημοσιογράφοι απασχολούνται σ’ αυτά τα μέσα δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους.

Ότι δεν μπορούν πλέον να την κάνουν και οι δημοσιογράφοι που  εργάζονται σε παραδοσιακές εφημερίδες που αλλάξαν ιδιοκτησία, είναι άλλη υπόθεση.

Και σ’ αυτόν τον τομέα η συζήτηση καταλήγει πάλι στον Αλέξη Τσίπρα. Είναι πολιτικός με ανοικτή σκέψη και το έδειξε με την ανοχή στο μπούλινγκ που υφίσταται χρόνια από συγκεκριμένα ΜΜΕ. Τη δουλειά τους κάνουν. Για τα υπόλοιπα ας κρίνουν οι πολίτες.

Ο ίδιος, λοιπόν, πρέπει να κάνει αγώνα στο εσωτερικό του κόμματος του για να αλλάξει τις κλειστοφοβικές αντιλήψεις. Για να  διαδώσει την πολιτική του δεν χρειάζεται ελεγχόμενα ΜΜΕ. Καμιά φορά δεν χρειάζεται καν ΜΜΕ.

Δεν θα πέτυχει τίποτε αν κορυφαία στελέχη του χαλάνε τον κόσμο και βλέπουν συνομωσίες εναντίον τους, σε κάθε δημοσιογραφική κριτική που υφίστανται. Όσο σκληρή και αν είναι. Μόνο στα θέματα ηθικής τάξης  δικαιολογείται  επιθετική αντίδραση.

Το ιδιοκτησιακό κενό

Υπάρχει και κάτι ακόμη που δεν κατανοούν στον ΣΥΡΙΖΑ: ότι ο χώρος της πολιτικής επιρροής τους συνιστά ταυτόχρονα και μια μιντιακη αγορά- ή τμήμα της μιντιακής αγοράς.

Οι άνθρωποι που τους ψηφίζουν είναι ταυτόχρονα και αναγνώστες και θεατές και ακροατές και χρήστες. Συνεπώς σ’ αυτό το χώρο υπάρχει περιθώριο επενδυτικής  δραστηριότητας.

Από τη μια το πρόβλημα των ΜΜΕ είναι πλέον το ιδιοκτησιακό καθεστώς και από την άλλη -σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ- υπάρχει ιδιοκτησιακό κενό. Κανείς προσκείμενος επιχειρηματίας δεν επένδυε σε κάποιο μέσο.

Υπάρχει λόγος.  Όποιος βάλει τα λεφτά του για να ένα κανάλι, ένα ραδιοφωνικό σταθμό, ή ένα σάιτ, δεν πρέπει να αισθάνεται ότι τον περιμένει ένα προκρούστεια κρεβάτι για να φέρει το μέσο του στα μέτρα θέλει ο κάθε κομματικός γραφειοκράτης.

Ο Τσίπρας θα ωφεληθεί από το σύστημα ενημέρωσης και θα διευκολύνει επενδυτές με φιλικές διαθέσεις απέναντί το κόμμα του, την πολιτική και τις ιδέες του αν γίνει ο ίδιος κήρυκας της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του.

Αν ως αντιπολίτευση κάνει αυτό που δεν έκανε ως κυβέρνηση: να εγγυηθεί στους ιδιοκτήτες και τους δημοσιογράφους ολοκλήρου του μιντιακού φάσματος ότι θα υπερασπιστεί την αυτονομία τους, χωρίς διακρίσεις. 

Ως κυβέρνηση θα θεσπίσει πλαίσιο που διασφαλίσει την αδέσμευτη λειτουργία τους. Έτσι θα παρακινηθούν επιχειρηματίες με προοδευτικές αντιλήψεις να επενδύσουν σ’ αυτή την αγορά που μένει ως τώρα ανεκμετάλλευτη.

Κατά τα λοιπά ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα δικαιούται να αξιολογεί τα ΜΜΕ. Αλλά όχι με βάση τον βαθμό εξάρτησης τους από το κόμμα και τα στελέχη του.

Πρωτίστως με βάση την δημοσιογραφική δεοντολογία έναντι όλων και σε ό,τι τον αφορά με κριτήριο τη συνέπεια στην υποστήριξη  των αρχών της δημοκρατίας, της ελευθερίας, των δικαιωμάτων,  των λαϊκών αγώνων, της ελεύθερης έκφρασης.

Αυτά μπορούν να τα κάνουν και δημοσιογράφοι ή ΜΜΕ που ασκούν κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ ή πρόσκεινται σε αντιπάλους του.

Το κόμμα που κυβέρνησε πέντε χρόνια και θέλει να κυβερνήσει ξανά πρέπει να ωριμάσει στο θέμα της ενημέρωσης. Να ασκεί πολιτική που ενισχύει την ανεξάρτητη ενημέρωση, το κύρος της  δημοσιογραφίας και την επαγγελματική αρτιότητα των ΜΜΕ -με κοινωνικό έλεγχο όσων χρησιμοποιούν δημόσια περιουσία.

Τον ιδιοκτησιακό αυταρχισμό, τον κομματισμό, τις παρεμβάσεις των αφεντικών και των «νον πέηπερς», την προπαγάνδα και την  διατεταγμένη δημοσιογραφία -με το αζημίωτο, ας τα αφήσει για τους άλλους.