Ο Τράγκας, οι μηχανές που βγάζουν “Τράγκες” και ο ρόλος του κοινού

Του Γ. Λακόπουλου

«Ο  καλός δημοσιογράφος, δεν έχει φίλους  πολιτικούς και επιχειρηματίες, οι ισχυροί επιδιώκουν την επαφή μαζί του, αλλά τον φοβούνται»

 Γιάννης Μαρίνος, δημοσιογράφος

Είναι αφελείς όσοι προσπαθούν να καταλάβουν που βρήκε τον πλούτο που άφησε πίσω του Γιώργος Τράγκας. 

Αρκεί να διαβάσουν τον Γιώργο Καρελιά στο –  news247.gr- που τον χαρακτήρισε, μετά λόγου γνώσεως, “έμπορο και “εκβιαστή” – αφαιρώντας του την ιδιότητα του δημοσιογράφου.

Την είχε  κακοποιήσει ο ίδιος, ούτως ή άλλως, με το ύφος της δημόσιας παρουσίας του.

Η απάντηση για την προέλευση των χρημάτων είναι απλή. Προήλθαν από το κράτος, τράπεζες και επιχειρήσεις, από εκβιαζόμενους -ή εκβιάζοντες- επιχειρηματίες, από διαμεσολαβήσεις πάσης φύσεως και δραστηριότητες που ασκούν πρόσωπα του υποκόσμου, του παρακράτους και της παραοικονομίας. Αλλά και από υπεξαίρεση φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και αμοιβών σε εργαζόμενους.

Παλαίμαχος δημοσιογράφος  διηγείται την ιστορία ενός επιχειρηματία που – κατά τον αμείλικτο Τράγκα- έβαζε σε κίνδυνο την υγεία των στρατιωτών που προμήθευε με τα προϊόντα του. Τα ίδια προϊόντα έγιναν ιδανικά, μετά από μια μεταμεσονύκτια επισκεψη, στο σταθμό που είχε τη βάση του τότε ο εκλιπών βαθύπλουτος.

Όποιος από τη δημοσιογραφική οικογένεια και την πολιτική τάξη παριστάνει ότι δεν τα γνώριζε είναι υποκριτής. Τα  υπόλοιπα θα τα βρουν οι αρμόδιες αρχές, αν ενδιαφέρονται.

Ωστόσο το πραγματικό ερώτημα δεν τέθηκε σ’ αυτή τη συζήτηση: η περίπτωση Τράγκα είναι η μοναδική; Ή μήπως ο “τραγκισμός” έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο σώμα της ελληνικής δημοσιογραφιας;

Όπως δεν είχε τεθεί και προ ετών, όταν άλλος μέγας κακοποιητής  της δημοσιογραφίας -μακαρίτης επίσης- έχει συλληφθεί με εκατομμύρια σε σακούλες προς λαθραία εξαγωγή. 

Όπως δεν τίθεται ζήτημα <πόθεν εσχες>, κάθε φορά που λαθρόβια ΜΜΕ  εξασφαλίζουν πόρους στους ιδιοκτήτες τους και οταν ιδιοκτήτες χρεοκοπημένων ΜΜΕ και ευημερούν, χωρίς έλεγχο. Οταν πρωτοπαλίκαρα μιντιακών επιχειρήσεων-  επιδεικνύουν σύμβολα του πλούτου και οταν μεγαλοδημοσιογράφοι συναγελάζονται με τους ισχυρούς του χρήματος.

Δύσκολα κρύβονται αυτά τα πράγματα. Και όσοι δεν τα γνωρίζουν επακριβώς,  τα αντιλαμβάνονται, από τις συμπεριφορές των κατόχων του μαύρου χρήματος, που αποφέρει η φαιά δημοσιογραφία και το γκανγκστερικό “ρεπορτάζ”.

Δίπλα στο σώμα των επαγγελματιών της ενημέρωσης που μοχθούν σε δύσκολες συνθήκες και κακοπληρωμένοι για να κάνουν τη δουλειά τους με συνέπεια και εντιμότητα, ενίοτε απαξιωμένοι  από τα “συστήματα” και τους εργοδότες τους. 

Ο μέσος Έλληνας δημοσιογράφος είναι βιοπαλαιστής και μπήκε στη δημοσιογραφία έχοντας πίστη στην αποστολη της. Γι αυτό απογοητεύεται όταν ο εργοδότης δεν του επιτρέπει να την ασκήσει σύμφωνα με τη συνείδησή του και οι αυλικοί του, την καθιστουν κακόφημη. Η όταν στην κοινωνία συγκρίνεται με τον αριβίστα της αρπαχτής που δεν κάνει ενημέρωση αλλά ΄<μπίζνες>…

Ο πλουτισμός στη δημοσιογραφία σπανίως προκύπτει από τα μισθολόγια-και ποτέ ο υπέρμετρος. Ειδικά όσο το φαινόμενο της ‘καλοπληρωμένης φίρμας” συρρικνώνεται  εκ των πραγμάτων.  Καθώς η δημοσιογραφία έχει και μια αξιολογική πλευρά, είναι λογικό να ειναι κάποιος ψηλά στον πίνακα των αμοιβών- αρκεί να είναι αντίστοιχα ψηλά στον πίνακα της Εφορίας.

Σε κάθε περίπτωση η έρευνα στα λογιστήρια των μιντιακών επιχειρήσεων θα αναδείξει ότι σταδιακά – και ειδικά στις εποχές που στα ΜΜΕ έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα- έχει διαμορφωθεί μια κάστα απασχολούμενων στα ΜΜΕ  που έχει εισοδήματα μεγαλύτερα από τις αμοιβές τους. 

Δεν είναι μυστικό οτι στο “μεγάλο κόλπο” – “αυτοί τα χαρτιά, εμείς τα λεφτά”-του Χρηματιστηρίου, από τους πρώτους που κερδοσ΄κόπησαν ήταν όσοι δημοσιογράφοι αξιοποιούσαν για λογαριασμό τους την πληροφόρηση, διαμόρφωναν και την εικόνα στο ταμπλό.

Πρώτοι οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν, αντιλαμβάνονται και πληροφορούνται πώς ακριβώς η παραδημοσιογραφία αποφέρει παράνομο όφελος.  Άλλωστε πολλοί αυτόν τον  “αγροίκο πλούτο” –  που έλεγε ο αείμνηστος Αδαμάντιος Πεπελάσης, συνήθως  τον επιδεικνύουν.

Η πιάτσα βοά για “δημοσιογράφους” με στίγμα: μιζαδόροι, βαποράκια, ενδιάμεσοι σε νταραβέρια με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, εμπλέκονται σε ποικιλία συναλλαγών-  προσφέροντας προβολή, ξέπλυμα και… επαφές με πρόσωπα της εξουσίας, στα οποία λόγω επαγγέλματος έχουν πρόσβαση.

Ο κύκλος διευρύνεται με τα χρόνια αφού στην Ελλάδα δημοσιογράφος θεωρείται όποιος προσλαμβάνεται από μια επιχείρηση ΜΜΕ,- και συνεχίζει ακόμη και όταν τον αποπέμπει το επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων. Η καταχρηστική χρήση της ιδιότητας διευκολύνει δραστηριότητες που μόνο δημοσιογραφικές δεν είναι.  

Συχνά ωθούν σε άνομη πλην κερδοφόρα άσκηση “δημοσιογραφίας” και  κάποιοι ιδιοκτήτες ή άλλοι επιτελείς των ΜΜΕ. Μαζί με τους βασιλικούς ποτίζονται και οι γλάστρες. Με τον εκμαυλισμό  κάποιοι διαμορφώνουν εμπροσθοφυλακές για δικές τους “μπίζνες”. “Σου έδωσα θέση στην εφημερίδα, θέλεις και μισθό;”, είναι η γνωστή απάντηση παλαιού διευθυντή σε δημοσιογράφο που του ζητούσε αμοιβή για τη δουλειά του. 

Αντιμετώπιση του φαινόμενου στη ρίζα του δεν θα υπάρξει, όσο το προβλημα των ΜΜΕ παραμένει πρωτίστως πρόβλημα ιδιοκτησίας– με την εξαφάνιση του παλαιού παραδοσιακού εκδότη. 

Όσο τα ΜΜΕ βρίσκονται σε χέρια επιχειρηματιών που τα χρησιμοποιούν για θεμιτές και αθέμιτες δραστηριότητες άλλου είδους θα εξελίσσονται σε μηχανές που βγάζουν Τράγκες.

Γι’ αυτό το είδος ιδιοκτητών ένα μέσο ενημέρωσης δεν είναι επιχείρηση- που για να αποδώσει πραγματική δημοσιογραφία, πρέπει να πείθει το κοινό  για την ενημέρωση που προσφέρει.

Είναι εργαλείο για να κάνουν τη δουλειά τους, χρησιμοποιώντας όσους δημοσιογράφους προσφέρονται ως εκτελεστικά  όργανα και έτσι τους ανοίγουν το δρόμο για την επικερδή παραδημοσιογραφία.

Δίπλα σ’ αυτους κάποιοι ή θα μεταφέρουν, από ανάγκη επιβίωσής, στο κοινό μόνο όσα επιτρέπει το αφεντικό, ή θα βρίσκονται με το ένα πόδι στη έξοδο και χωρίς προοπτική σταδιοδρομίας. Σε λίγα σημερινά ΜΜΕ η δημοσιογραφία ασκείται με τους κανόνες της…  

Ο καταλύτης που συνήθως συνδέει την ενημέρωση με το μαύρο χρήμα είναι η πολιτική. Δίπλα σε οικονομικούς παράγοντες -που επιβουλεύονται τους κρατικούς, τους τραπεζικούς και το κοινοτικούς πόρους- υπουργοί, βουλευτές, κρατικοί αξιωματούχοι, αυτοδιοικητικοί και συνδικαλιστές ενίοτε, αγοράζουν ή παρέχουν διευκολύνσεις με το αζημίωτο-μέσω ΜΜΕ που γίνονται ένα κουβάρι μαζί τους. 

Δεν μιλάμε για δημοσιογράφους που απασχολεί ο ευρύτερος δημόσιος τομέας σε υπηρεσίες του με κρατικές αμοιβές. Εφόσον τα μέσα στα οποία εργάζονται δεν έχουν πρόβλημα, τα υπόλοιπα ανήκουν στη κρίση αναγνωστών, θεατών και ακροατών. 

Το ίδιο ισχύει και για επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα  που απασχολούν δημοσιογράφους σε τμήματα δημοσίων σχέσεων.  Εφόσον οι αμοιβές τους δηλώνονται και φορολογούνται, είναι θέμα των ΜΜΕ και του κοινού τους να αξιολογήσουν το είδος της ενημέρωσης που παρέχεται.

Ακόμη και για περιπτώσεις δημοσιογράφων που παρουσιάζουν ως πληροφορίες τις ιδιότητες προϊόντων- με “χορηγίες” που βρίσκουν οι ίδιοι, ή επειδή τους υποχρεώνουν οι εργοδότες, μπορεί να υπάρχουν εξηγήσεις και η ΕΣΗΕΑ μπορεί να βρει λύσεις- στα πλαίσια του Κώδικα Δεοντολογίας.

Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα διασταυρούμενα  κυκλώματα  που συνδέουν την πολιτική και  την επιχειρηματικότητα με τη δημοσιογραφία. Στον άξονα ενημέρωση- χρήμα- πολιτική,  διαμορφώνονται σκοτεινά κενά στα οποία ευδοκιμούν οι Τράγκες.

Αυτό, όπως επισημαίνει ο έμπειρος Γ. Καρελιάς, δεν είναι δημοσιογραφία. Κατ’ επέκταση δεν είναι πολιτική και επιχειρηματικότητα.  

Καθώς κάποιοι το έχουν γραμμένο στο κούτελο, αν δεν μάθουν οι πολίτες να το αναγνωρίζουν, το φαινόμενο θα αναπαράγεται…