Περί κυρώσεων… Αιρετική προσέγγιση…

Του Γιάννη Μπράχου

Εν όψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου οι ιθύνοντες της εξωτερικής πολιτικής της χώρας εστιάζουν σε απόφαση της ΕΕ για την λήψη οικονομικών κυρώσεων έναντι της Τουρκίας. Όπως διαφαίνεται η υλοποίηση οικονομικών κυρώσεων της ΕΕ στην Τουρκία είναι εκτός της πραγματικής συζήτησης που διεξάγεται υπό μυστικότητα για λόγους πολιτικής διαχείρισης. Η κυβέρνηση έχει διατηρήσει μόνο λεκτικά στο τραπέζι την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία.

Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι οι οικονομικές κυρώσεις στις διεθνείς σχέσεις έχουν ως επίπτωση την χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των λαών αναρωτιέμαι κατά πόσον εάν ήταν εφικτή η επιβολή κυρώσεων θα είχε θετικό αντίκτυπο στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Η γεωγραφία επιβάλλει την συνεργασία των δύο χωρών και όταν δεν υπάρχουν οι πολιτικές εντάσεις οι περιοχές στα σύνορα των δύο χωρών γνωρίζουν άνθιση από την ανάπτυξη των τοπικών οικονομικών σχέσεων τους.

Το πρόβλημα με τις οικονομικές κυρώσεις είναι ευρύτερο ως «όπλο» εξωτερικής πολιτικής. Θα διακινδυνεύσω την άποψη ότι είναι το πιο αποτυχημένο μέσο διεθνώς άσκησης πίεσης. Οι κυρώσεις στη Βόρεια Κορέα είχαν ως αποτέλεσμα λιμούς για τον λαό και ενίσχυση του αυταρχικού καθεστώτος. Οι κυρώσεις στην Κούβα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα πέραν της εκτόξευσης του λαθρεμπορίου και την οικονομική δυσπραγία του κουβανικού λαού.

Οι κυρώσεις στο Ιράν αποδείχθηκαν αδιέξοδες οδήγησαν στην JCPOA και σταθεροποίηση του καθεστώτος, ενώ στη συνέχεια οι νέες κυρώσεις αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Οι κυρώσεις της ΕΕ στην Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας είχαν ως αποτέλεσμα τα ρωσικά αντίμετρα, τα οποία  έθιξαν τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και ιδιαίτερα την Ελλάδα. Μέτρα που είχαν ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση των ελληνικών εξαγωγών φρούτων, διατροφικών προϊόντων και προϊόντων μεταποίησης από άλλες χώρες και κυρίως από την Τουρκία. Οι ενδεχόμενες κυρώσεις στην Λευκορωσία θα επιτείνουν το πρόβλημα, καθώς οι όποιες ευρωπαϊκές εξαγωγές των χωρών του νότου χρησιμοποιούσαν την διαδρομή μέσω Πολωνίας και Λευκορωσίας ώστε να καταλήξουν στην ρωσική αγορά.

Σε όλα τα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν το τελικό αποτέλεσμα ήταν το κόστος να φέρουν οι αδύναμες οικονομικά πληθυσμιακές κατηγορίες στις χώρες που επιβάλλονταν κυρώσεις, ενώ οι ελίτ των χωρών τους ενισχύονταν εσωτερικά. Το δε κόστος των διεθνών ή μονομερών κυρώσεων να το καταβάλλουν οι πλέον αδύναμες οικονομικά συμμαχικές χώρες. Έως σήμερα η διατάραξη των παγκόσμιων εμπορικών ροών δεν έχει οδηγήσει στην ανατροπή αυταρχικών καθεστώτων ή τετελεσμένων.

Καθώς δεν υπάρχει διεθνής μηχανισμός «αποζημίωσης» των οικονομικά ανίσχυρων χωρών από την υλοποίηση των κυρώσεων που οι ισχυροί στη διεθνή σκακιέρα αποφασίζουν, στην πραγματικότητα αν και το μέτρο των κυρώσεων φέρεται θελκτικό, στην πραγματικότητα υπονομεύει τις σχέσεις των λαών και είναι αντιπαραγωγικό πολιτικά. Αυτό το επιχείρημα με παραλλαγές θα προβληθεί στην επερχόμενη συζήτηση στη Σύνοδο Κορυφής από χώρες ισχυρά οικονομικές, οι οποίες έχουν σημαντικά συμφέροντα στην Τουρκία, με το πρόσχημα της έναρξης του διμερούς διαλόγου, υποτιμώντας την πίεση που ασκεί η Τουρκία στην Κύπρο.

Άλλωστε ήδη διακινούνται πληροφορίες ότι η Ελλάδα στη διαβούλευση για τις διαβουλεύσεις θα θέσει το ζήτημα μόνο της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ενώ η Τουρκία θα θέσει το σύνολο των θεμάτων περιλαμβανομένων των αμφισβητήσεων της για βραχονησίδες και αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών. Σε αυτό άλλωστε το διπλωματικό πλαίσιο η Τουρκία θεωρεί προκλητική ενέργεια την επίσκεψη της Ελληνίδας Προέδρου σε ελληνικό έδαφος.

Παρά ταύτα η ελληνική πλευρά αναφέρεται δια στόματος Πρωθυπουργού σε διαβούλευση για θαλάσσιες ζώνες και προφανώς αυτή η αναφορά δεν είναι αποτέλεσμα αστοχίας ή έλλειψης γνώσης της πραγματικότητας, αλλά επικοινωνιακή επιλογή ώστε να τεθεί το δίλημμα συζήτηση με την Τουρκία ή πόλεμος, οι δε κυρώσεις αποτελούν στοιχείο αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής.

Οι κυρώσεις όμως ακόμα και αν υλοποιούντο θα στοιχίσουν οικονομικά και στην ελληνική οικονομία, καθώς η Τουρκία είναι μία από τις τρίτες χώρες με τις μεγαλύτερες εισαγωγές ελληνικών προϊόντων. Πέραν των κυρώσεων η τυχόν οικονομική αποσταθεροποίηση της Τουρκίας θα έχει οικονομικό αντίκτυπο στη χώρα μας, καθώς η υποτιμημένη λίρα θα οδηγήσει σε υποκατάσταση των εισαγωγών από την Ελλάδα, θα καταστήσει το τουριστικό προϊόν της Τουρκίας πιο ανταγωνιστικό και θα επιδεινώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού της Τουρκίας.

Η εξέλιξη αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του εθνικισμού στην Τουρκία, την σταθεροποίηση του Προέδρου Ερντογκάν στην Τουρκία και την συνέχιση των εξοπλισμών. Ήδη μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης με την Τουρκία ευνοήθηκαν οι οικονομίες της Γαλλίας, των ΗΠΑ, της Γερμανίας και ενδεχομένως της Ολλανδίας με τη δαπάνη της Ελλάδας 10 δισεκατομμυρίων για την αγορά αμυντικού εξοπλισμού. Η ελληνική οικονομία λόγω των προγραμμάτων προσαρμογής και στη συνέχεια της πανδημίας χειμάζει. Για να ανταποκριθεί στο υψηλό κόστος των αμυντικών δαπανών θα υποχρεωθεί σε δανεισμό και όπως ανέφερε ο κ. Ρέγκλινγκ θα πρέπει από το 2021 να επανέλθει ο προϋπολογισμός σε ισορροπία. Η εξίσωση δεν βγαίνει για την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς νέα μέτρα λιτότητας.

Ο συνδυασμός τυχόν οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία και οι εξοπλισμοί θα έχουν ως αποτέλεσμα να τεθεί με άλλη διατύπωση το κλασικό ερώτημα «Βούτυρο ή Κανόνια». Η απάντηση του ερωτήματος από το πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία θα καθορίσει τις εσωτερικές μας εξελίξεις, αλλά και την θέση μας στην Ανατολική Μεσόγειο.


* Οικονομολόγος (Msc, PhD Econ)-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών. Οι απόψεις είναι αυστηρά προσωπικές.