«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» – Ο Μίκης ενώνει τους Έλληνες – Παλλαϊκό προσκύνημα στην Μητρόπολη

Με όλο τον κόσμο να μιλά γι’ αυτόν, όλα τα πολιτικά κόμματα να τον αποχαιρετούν και τον κόσμο να συρρέει στην Μητρόπολη ο Μίκης Θεοδωράκης ενώνει τους Έλληνες.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του Μίκη Θεοδωράκη, η σορός του θα εκτεθεί σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών από την Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου και η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στην Μητρόπολη Αθηνών την Πέμπτη, στις 15:00.

Ο Μίκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925 από κρητικούς γονείς, τον Γιώργη Θεοδωράκη και την Ασπασία Πουλάκη. Ο πατέρας τους δικηγόρος στο επάγγελμα, υπηρέτησε ως ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών σε πολλές Νομαρχίες της χώρας. Βενιζελικός στα φρονήματα, ανάλογα με το ποιος κυβερνούσε κάθε περίοδο έπαιρνε μετάθεση. Έτσι ο Μίκης μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πύργο, Πάτρα .

Στην Τρίπολη ανέβλυσε για πρώτη φορά μαζί με το καλλιτεχνικό ταλέντο του -είναι μόλις 17 ετών και δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας την «Κασσιανή» – και το μαχητικό πάθος για τα κοινά που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Το 1942, στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου γύρω από το μνημείο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, χτυπά έναν Ιταλό αξιωματικό, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Από τους συγκρατούμενους του θα πάρει τα πρώτα μαθήματα μαρξισμού. Θα συλληφθεί και άλλες φορές και τελικά θα διαφύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ . Τότε θα γνωρίσει και τη Μυρτώ Αλτίνογλου, ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ και δέκα χρόνια αργότερα θα γίνει σύζυγός του.

Μετά την απελευθέρωση ακολουθούν τα Δεκεμβριανά. Έξι εβδομάδες ένοπλων συγκρούσεων στους δρόμους της Αθήνας. Ο Μίκης συμμετέχει ενεργά και μετά την ήττα θα ακολουθήσουν τα χρόνια της εξορίας. Ικαρία, Μακρόνησος, Αη Στράτης, Λέρος. Ακόμη και η αμνηστία που έδωσε το 1948 ο Θεμιστοκλής Σοφούλης δεν τον ωφέλησε γιατί συνεληφθη σχεδόν αμέσως. Εν μεταξύ εμφανίζονται οι ανησυχίες του για τη γραμμή του ΚΚΕ στην Κατοχή και τον Εμφύλιο και παίρνει αποστάσεις από την απόφαση της 6ης Ολομέλειας και τον Ζαχαριάδη. Ωστόσο στην εξορία αντιμετωπίζεται πάντα σαν κεντρικό στέλεχος του ΚΚΕ.

Τον Αύγουστο του 1949 απελευθερώνεται και θα σταλεί στην Αλεξανδρούπολη για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του. Απελπισμένος από τις συνεχείς προκλήσεις που αντιμετωπίζει, αποπειράται να αυτοκτονήσει καταπίνοντας μπαρούτι. Τελικά θα μετατεθεί στα Χανιά και θα αφυπηρετήσει το 1951.

Τον Ιανουάριο του 1952, από τα Χανιά μετακινείται στην Αθήνα και παντρεύεται τη Μυρτώ η οποία στο μεταξύ έχει τελειώσει την ιατρική. Μαζί θα φύγουν το 1954, στο Παρίσι για να σπουδάσει μουσική. Εκεί συναντά τον Ιάνη Ξενάκη, με τον οποίο γνωρίζεται από την εποχή των Δεκεμβριανών.

Το 1960 θα επιστρέψει έχοντας στις αποσκευές του ένα από τα πιο μνημειώδη έργα του: τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, που σηματοδοτεί την στροφή του προς το λαϊκό τραγούδι. Κυρίως όμως την αφοσίωσή του στην πολιτική δράση. Συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών δίνει συναυλίες σε όλη την επικράτεια και μιλάει για την Αριστερά. Συχνά η αστυνομία εμποδίζει τις συναυλίες του και απειλεί να τον συλλάβει.

Το καλοκαίρι του 1962 η υγεία του κλονίζεται από φυματίωση και θα μπει στο σανατόριο στην Αθήνα και το Λονδίνο. Αλλά με την πρώτη ευκαιρία βρίσκεται ξανά στο δρόμο. Τον Απρίλιο του 1963, η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη», διοργανώνει την Α’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης. Η πορεία απαγορεύεται και ο Μίκης συλλαμβάνεται με πολλούς άλλους διαδηλωτές . Μόνος του ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης, που προστατεύεται από τη βουλευτική ασυλία, συνεχίζει την πορεία έως το τέρμα της. Ένα μήνα αργότερα ο Λαμπράκης θα δολοφονηθεί στη Θεσσαλονίκη.


Στις 8 Ιουνίου 1963, ο Μίκης Θεοδωράκης και είκοσι Έλληνες επιστήμονες, καλλιτέχνες, εργάτες, φοιτητές και δημοσιογράφοι ιδρύουν στη μνήμη του τη «Δημοκρατική Νεολαία: Γρηγόρης Λαμπράκης». Οι «Λαμπράκηδες» εξελίσσονται σε μαζικό κίνημα νεολαίας και έφτασαν να έχουν περισσότερα από 300 χιλιάδες μέλη.

Στις βουλευτικές εκλογές του 1964 , όταν η Ένωση Κέντρου κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση, ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται βουλευτής ΕΔΑ στη Β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά.

Στα ταραγμένα χρόνια που ακλουθούν ο Μίκης ηγείται των Λαμπράκηδων στις πορείες και εμψυχώνει τον κόσμο στις συναυλίες του. Πραγματοποιεί την πρώτη εκτέλεση του λαϊκού ορατόριου «Άξιον Εστί» και συνθέτει τη «Ρωμιοσύνη» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ήταν μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου οι πιο μαχητικές φυσιογνωμίες της εποχής με αμέτρητους οπαδούς και πολλούς εχθρούς- συχνά τους ίδιους και στις δυο περιπτώσεις.

Τα ξημερώματα, της 21ης Απριλίου 1967 όταν ήταν φανερό ότι επικράτησε το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών ο Μίκης Θεοδωράκης περνά στην παρανομία. Στις 6 το πρωί συντάσσει, μια πρώτη έκκληση για αντίσταση. Δύο μέρες αργότερα, δημοσιεύει μια δεύτερη έκκληση και γράφει τα πρώτα τραγούδια αντίστασης. Εν τω μεταξύ η μουσική του απαγορεύεται με ειδικό διάταγμα της χούντας.

Δέκα μέρες μετά το πραξικόπημα συναντιέται με τους Λαμπράκηδες που ξέφυγαν των συλλήψεων και ιδρύουν το Πατριωτικό Μέτωπο. O Μίκης ορίζεται πρόεδρος , αλλά τον Αύγουστο του ιδίου έτους, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών.

Θα μείνει κρατούμενος σε διάφορες φυλακές της Αττικής χωρίς δίκης, μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 1968 όταν χάρη σε διεθνείς πιέσεις, αποφυλακίζεται και τίθεται εις κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1968, οδηγείται μαζί με την οικογένεια του εξορία στη Ζάτουνα της Αρκαδίας.. Με διάφορους τρόπους στέλνει μαγνητοταινίες με καινούργια έργα του στο εξωτερικό, όπου τα παρουσιάζουν η Μαρία Φαραντούρη και η Μελίνα Μερκούρη. Για να απομονωθεί, τον Οκτώβριο του 1969, μεταφέρεται στο στρατόπεδο Ωρωπού.

Τον Απρίλιο του 1970, η φυματίωση υποτροπιάζει και ο Μίκης εισάγεται στο σωφρονιστικό νοσοκομείο «Σωτηρία». Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως ο Δημήτρης Σοστάκοβιτς, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Λόρενς Ολιβιε, ο Υβ Μοντάν, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά αποφυλακίζεται τον Απρίλιο του 1970 και επιστέφει στο Παρίσι, αλλά δεν του επιτρέπουν να πάρει μαζί και την οικογένειά του που θα φυγαδευτεί αργότερα. Θα δώσει αμέσως συνέντευξη Τύπου και θα κατηγορήσει τη χούντα για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων , ζητώντας την ανατροπή της.

Αμέσως ξεκινά παγκόσμια περιοδεία. Παρουσιάζει τα έργα που είχε συνθέσει κατά το διάστημα της παρανομίας, της φυλακής και της εξορίας σε συναυλίες σ’ όλο τον κόσμο αφιερωμένες στον αντιδικτατορικό αγώνα και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους. Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ και συναντάται με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Αλόν, αλλά και τον Αραφάτ. Πολλά χρόνια αργότερα , το 1994 στο Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ θα γίνει με τους ήχους του < Μάουτχαουζεν>

Τον Φεβρουάριο του 1971, ο Θεοδωράκης ιδρύει το «Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο» με τη φιλοδοξία να συνασπίσει όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις. Δεν βρίσκει κατανόηση και το Μάρτιο του 1972, ο Μίκης Θεοδωράκης αποχωρεί από το ΚΚΕ Εσωτερικού, με το οποίο είχε συνταχθεί μετά τη διάσπαση του 1968.

Το 1973 , θα πάει στη Λατινική Αμερική, με σκοπό να παρουσιάσει το Canto General στη Χιλή. Ο θάνατος του Πάμπλο Νερούδα θα τον προλάβει και η εκτέλεση του έργου θα πραγματοποιηθεί είκοσι χρόνια αργότερα.

Τον Ιούλιο του 1974, με την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει. Η φράση του «Καραμανλής ή τανκς» θα αποδώσει το πραγματικό πολιτικό δίλλημα της στιγμής , αλλά θα τον κάνει και στόχο επικρίσεων. Ωστόσο είναι αεικίνητος , γυρίζει στην Ελλάδα. συνθέτει μουσική, δίνει συναυλίες και είναι παρών στις εξελίξεις. Ήταν υποψήφιος της Ενωμένης Αριστεράς στη Β΄ εκλογική περιφέρεια Πειραιά, αλλά η υποψηφιότητά του υπονομεύτηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ. Για ένα διάστημα συνεχίσει μόνος. Το 1976 ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ όλη την Ελλάδα και το 1978 κατεβαίνει υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων. Ηττάται και ακολουθεί νέα ρήξη με το ΠΓ του ΚΚΕ , αλλά και την ηγεσία του ΚΚ Εσωτερικού.

Απογοητευμένος θα αυτοεξοριστεί για ένα διάστημα στο Παρίσι, αλλά τον Οκτώβριο του 1981, είναι υποψήφιο στη Β Πειραιά, ως ανεξάρτητος με το ψηφοδέλτιο ου ΚΚΕ και επανεκλέγεται . Το 1983 του απονέμεται το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη και το 1985 θα είναι πάλι βουλευτής με το ΚΚΕ. Αλλά το 1986, ο Μίκης αποστασιοποιείται και πάλι από το ΚΚΕ και επιδιώκει την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Πρωτοστατεί στη δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας και παίζει και πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης, μεταφέροντας μηνύματα των ελλήνων πρωθυπουργών, Α. Παπανδρέου και Κ. Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση.

Υπό τις πολιτικές αναταράξεις που προκάλεσε το σκάνδαλο Κοσκωτά , ο Μίκης στρέφεται κατά του Α. Παπανδρέου –με τον οποίο είχε συνεργασία το 1988- και προτείνει το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ-Αριστεράς. Στις εκλογές του 1990 ο ίδιος εκλέγεται Βουλευτής ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με τη ΝΔ και αναλαμβάνει Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου παρά τω πρωθυπουργώ, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αλλά τον Απρίλιο του 1992, παραιτείται και το Φεβρουάριο του 1993 εγκαταλείπει και τη Βουλή και μετά το 1985 εγκαθίσταται και πάλι στο Παρίσι. Ο Φρανσουά Μιτεράν θα του απονείμει το 1996 ε τον τίτλο του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής .

Την άνοιξη του 1999, διεξάγεται ο πόλεμος στο Κόσσοβο. Ο Μίκης διαμαρτύρεται έμπρακτα: δίνει συναυλίες, προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και υποβάλλει μήνυση κατά «της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας τον ΝΑΤΟ για εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών». Το 2000 είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης. Σύσσωμη η πολιτική και η πνευματική ηγεσία Ελλάδας και Κύπρου στηρίζει την υποψηφιότητα, ενώ στη Νορβηγία, στα γραφεία της Επιτροπής για το Νόμπελ φθάνουν συνεχώς επιστολές από όλα τα μέρη του κόσμου από προσωπικότητες, φορείς και απλούς ανθρώπους.

Τον Σεπτέμβριο του 2003 επιστρέφει στη Μακρόνησο. Kάπου 5.500 θεατές παρακολούθησαν τη συναυλία –ιεροτελεστία που οργάνωσε.
Τον Αύγουστο του 2004, ο Μίκης Θεοδωράκης εισάγεται στο νοσοκομείο και δεν ήταν σε θέση να παραστεί στη λαμπρή Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά και η μουσική του ήταν παρούσα.

Θα επακολουθήσει μια περίοδος αναμονής αλλά και απογοητεύσεων για την πορεία που πήραν τα πράγματα. Είχε διατυπώσει ελπίδες και μετά τη νίκη του Κώστα Καραμανλή, και μετά την επικράτηση του Γ. Παπανδρέου, αλλά άσκησε σκληρή κριτική στις κυβερνήσεις τους, όταν δεν ανταποκρίθηκαν στις εξαγγελίες τους.

Εξέλαβε την προσχώρηση της χώρας στο Μνημόνιο ως πράξη υποδούλωσης στους ξένους και είχε το κουράγιο να σηκώνει και πάλι στα 86 χρόνια του τη σημαία της αντίστασης. Την 1η Δεκεμβρίου 2010 ο Μίκης Θεοδωράκης ανακοίνωσε την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία “Σπίθα”.