Στον πολιτικό αναλφαβητισμό απευθύνεται τώρα η ΝΔ. Υπό επιτροπεία ο Κυριάκος. Σαλάτα με Μαδούρο και Βέμπερ

Του Γ. Λακόπουλου

Το ερώτημα των ημερών: εφόσον ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποστρέφεται την ιδέα ενός τηλεοπτικού διαλόγου με τον αντίπαλό του, μπορεί να θέσει σε αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων θέμα αλλαγής των συμφωνιών της χώρας με τους δανειστές της- όπως  υπόσχεται;  Αν ήταν σε θέση να στηρίξει όσα λέει δεν θα πήγαινε στο τετ α τετ με τον Τσίπρα;

Μέρα με τη μέρα ο πρόεδρος της ΝΔ  φέρνει τον εαυτό του όλο και σε πιο δύσκολη θέση. Δεν τόχει. Και αυτό  αδυνατεί να το κρύψει ο αντιπερισπασμός που δημιουργεί το επικοινωνιακό επιτελείο του πότε με πρόθυμους δημοσκόπους και πότε με την… μαδουρολογία -στην οποία πλέον παίρνει μέρος οικογενειακώς.

Τις τελευταίες ημέρες μετά από  σοβαρές γκάφες -όπως η εναντίωση στο δώρο των Χριστουγέννων, το οποίο θεωρεί… επίδομα-  η  δημόσια παρουσία του προέδρου της ΝΔ έχει τεθεί υπό την αυστηρά περιφρούρηση των επικοινωνιολόγων του. Τελεί πλέον υπό την επιτροπεία τους. Βιντεοσκοπούν μόνοι τους τις εμφανίσεις του- χωρίς ενοχλητικούς δημοσιογράφους- και οδηγούν το λόγο του σε διολίσθηση προς το ευτελέστερο.

Τον βάζουν να απευθύνεται πλέον στον πολιτικό αναλφαβητισμό της κοινωνίας -σε  όσους δεν έχουν επαρκή ενημέρωση και καταπίνουν εύκολα την κατασκευασμένη ειδησεογραφία των ΜΜΕ  που μανατζάρουν τον πρόεδρο της ΝΔ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται πλέον και τα κομματικά στελέχη. Είναι απίστευτα όσα λένε το τελευταίο διάστημα προσπαθώντας να υλοποιήσουν ένα «κόνσεπτ» που απευθύνεται στα  κατώτερα αισθήματα της κοινωνίας.

Το τελευταίο δείγμα  αυτής της ρητορικής Μητσοτάκη ήλθε απέξω. Σε μια συνέντευξη του στην βελγική εφημερίδα Le Soir είναι απίστευτα πράγματα, η σταχυολόγηση των οποίων δείχνει άγνοια και εσκεμμένη παραπληροφόρηση.

Για παράδειγμα επιμένοντας στην προσκόλληση του στο Μάνφρεντ Βέμπερ είπε ότι ο Βαυαρός πολιτικός «υποστήριζε πάντα την  Ελλάδα», αλλά ασκούσε πάντοτε κριτική “όσα έπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015».

Σα να έλεγε ότι ο Βέμπερ συντασσόταν με την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη Σέγκεν του… ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα και όχι της Ελλάδας. Το άκρον άωτον του παραλογισμού.

Σε άλλο σημείο – χωρίς να έχει αντιληφθεί ακομη ότι ο Βέμπερ δεν θα γίνει ποτέ πρόεδρος της Κομισιόν -και φροντίζει για το πολιτικό μέλλον του στη Γερμανία και όχι στις Βρυξέλλες- λέει ότι «θα έχουμε στην Επιτροπή κάποιον που θα αντιλαμβάνεται τις ελληνικές θέσεις».

Όμως μόλις προ ημερών ο Βέμπερ τον άδειασε… επί ελληνικού εδάφους  τόσο για τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία βρίσκει εξαιρετική, όσο και  με όσα είπε για τη διακοπή του τουρκοκοινοτικου διαλόγου. Για το δεύτερο μάλιστα ο Μητσοτάκης αναγκάσθηκε στην ίδια συνέντευξη  να πει ότι … «δεν συμφωνεί»-μετά από μακρά σιωπή.

Εκεί που κινείται τραγελαφικά είναι στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων… Κατ’ αρχήν θεωρεί ότι αυτό περνάει από την Κομισιόν και χαίρεται που “ο Μάνφρεντ είναι σύμφωνος”. Μόνο που αυτό εξαρτάται από τη βούληση των κρατών που έχουν δανείσει την Ελλάδα.

Όταν ερωτάται «επομένως, θα επαναδιαπραγματευθείτε τις παραμέτρους που διέπουν την περίοδο που ακολουθεί το σχέδιο διάσωσης;» χάνει τη μπάλα και λέει: «Δεν θα το κάνω αμέσως. Πρέπει πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της Ευρώπης».

Αλλά και πάλι δείχνει να μην έχει αίσθηση γιατί μιλάει. Υπόσχεται ότι αν γίνει πρωθυπουργός θα κάνει με τους Ευρωπαίους “μια έντιμη συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα”. Μόνο που είναι ο μόνος στην Ευρώπη που θεωρεί ότι αυτή η συζήτηση είναι εφικτή. Μάλλον αγνοεί  ότι αν επιχειρήσει να την ανοίξει θα εκληφθεί ως αμφισβήτηση της συμφωνίας και καμία από τις χώρες του Γιούρογκρουπ δεν θα δώσει συνέχεια.

Ο ίδιος το κάνει χειρότερο, καθώς προτάσσει ότι «θα με ακούσουν» γιατί “θέλω να υλοποιήσω μεταρρυθμίσεις” -τις οποίες όμως δεν αναφέρει- και γιατί  «σκοπεύω να μειώσω τους φόρους».

Αυτό από μόνο του αποκλείει κάθε συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς μείωση και φόρων και πλεονασμάτων δεν νοείται- ειδικά σε μια  υπερχρεωμένη  χώρα. Αλλά συνεχίζει σαν να μιλάει μόνος του.

Το ίδιο κάνει και με τη Συμφωνία των Πρεσπών την οποία αμφισβητεί ενώπιον αυτών που τη θεωρούν όχι μόνο ελληνικό, αλλά και διευρωπαϊκό επίτευγμα. Τους λέει ότι αν κυβερνήσει θα παρεμποδίσει την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι το επόμενο στάδιο και βέβαια είναι η απόλυτη διασφάλιση της  Ελλάδας καθώς οι δυο χώρες θα ανήκουν στην Ένωση.

Σε κάποιο σημείο ο δημοσιογράφος της Soir τον στήνει στον τοίχο με το ερώτημα: “Ισχυρίζεστε ότι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι λαϊκιστές, αλλά είναι αυτοί που υλοποίησαν το πλέον βαρύ και αντιδημοφιλές πρόγραμμα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Μπορεί κανείς ακόμη και σήμερα, μετά από τέσσερα έτη στην εξουσία, να τους αποκαλεί λαϊκιστές»;

Εκεί αρχίζει το άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. «Το τρίτο πρόγραμμα, δεν το χρειαζόμασταν»… «Ο Τσίπρας επέβαλε καθεστώς πολύ αυστηρής λιτότητας». Και μετά το ρίχνει στο καλαματιανό, μιλώντας για «πιέσεις  στη Δικαιοσύνη» και «έλεγχο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».

Αλλού λέει ανύπαρκτα πράγματα. Π.χ. «ο Τσίπρας με κατηγορεί ότι είμαι ακροδεξιός πολιτικός, ενώ προέρχομαι από το κέντρο». Ποτέ έγινε αυτό; Kαι αλλού κατηγορεί τον πρωθυπουργό ότι «πέρασε μια τετραετία σε κυβερνητική συνεργασία με την ελληνική ακροδεξιά» -δίνοντας την εντύπωση – όπως προκύπτει από τη σημείωση συντάκτη- ότι πρόκειται για συγκυβέρνηση με τη Χρυσή Αυγή.

Με την ίδια τρικυμία εν κρανίω εμφανίζονται δημοσίως τα στελέχη της ΝΔ. Π.χ. ο  Κικίλιας. Όσα είπε στον Βασίλη Σκουρή και την Αγγελική Σπανού στο  News 24/7 ήταν τραγελαφικά. «Όταν πέσει το καθεστώς Μαδούρο θα έρθουν στο φως οι σχέσεις υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ με αυτό το καθεστώς».  Αλλά αντ’ άλλων.