Σύγκρουση δυο πρώην Πρωθυπουργών- καταλύτης για τις εξελίξεις – Ο Καραμανλής ξετινάζει το «Ελσίνκι» και στιγματίζει τον Σημίτη – Οι συνέπειες στην πολιτική Μητσοτάκη

Του Γ. Λακόπουλου

Λαγός την φτέρη έσειε. Η πολυετής μιντιακή κάλυψη του πρώην Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη και η απουσία του διαδόχου του Κ. Καραμανλή διαμόρφωσε όρους ενημερωτικής ασυδοσίας για τον πολιτικό που κέρδισε δυο φορές τις εκλογές το 2000, αλλά έστειλε… άλλον στις κάλπες του 2004 να λογοδοτήσει στη θέση του.

Στη συχνή αρθρογραφία του ο Κ. Σημίτης και στις αγιογραφίες του κυριαρχούσαν ως «κατορθώματά» του η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και η απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής στο Ελσίνκι το 1999.

Για το πρώτο σταμάτησε να μιλάει όταν βρήκε μπροστά του αντίλογο: η  στρατηγική της ΟΝΕ χαράχθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου το 1993 και όχι από τον ίδιο.

Η δική του κυβερνηση την κακοποίησε- δια της δημιουργικής λογιστικής- για να την μετατρέψει σε προσωπικό φωτοστέφανο. Ετσι έγινε ο σπορέας της χρεοκοπίας που ακολούθησε και έστειλε τη χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο.

Για το Ελσίνκι το παρατράβηξε. Τα τελευταία χρόνια δίπλα στην αυτοπροβολή του για την «επιτυχία» του πρόσθετε την κατηγορία  ότι ο Κ. Καραμανλής το 2004 την απεμπόλησε.

Επειδή δεν επέμενε στη Σύνοδο Κορυφής να ισχύσουν τα συμφωνηθέντα το 1999- όταν δεν το είχε κάνει ο ίδιος ως τα τέλη του 2003.

Είχε βέβαια τους λόγους του. Η υλοποίησή όσων υπέγραψε σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο Ελσίνκι, θα τον κατέστρεφε πολιτικά –μαζί με τη χώρα βεβαίως.

Θα αναδείκνυε όσα είχε συμφωνήσει το 1997 στη Μαδρίτη σε επίπεδο ΝΑΤΟ και όσα είχε συνομολογήσει με τους Αμερικάνους το 1996  και γκριζοποίησε την περιοχή των Ιμίων.

Με αφέλεια  – η κουτοπονηριά-θεώρησε ότι μπορεί να πάρει μέρος στην επιχείρηση των τελευταίων ετών να υπογράψει ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσα απορρέουν από τον Ελσίνκι και τη  Μαδρίτη και έτσι να… δικαιωθεί ο ίδιος.

Με τη συμμετοχή του σε ένα βιβλίο για το Ελσίνκι- ως θεωρητικό πλαίσιο για την ώθηση Μητσοτάκη στον συμβιβασμό-  προσπάθησε να εξισορροπήσει την παρέμβαση Καραμανλή το 2019 ότι «δεν μπορούν να γίνουν δεκτές  πιέσεις εταίρων και συμμάχων να τα βρούμε με την Τουρκία» .

Εκεί έκανε το μοιραίο λάθος. Πάτησε το κουμπί που έπρεπε να αποφύγει.  Με ανεύθυνο τρόπο επιχείρησε να φορτώσει τον Καραμανλή τις αιτίες της ….  σημερινής προκλητικότητας του Ερντογάν.

Ισχυρίζεται ότι η κρίσιμη στιγμή για τα ελληνοτουρκικά ήταν το 2004,  όταν επρόκειτο να αρχίσει ο διάλογος για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ένας πρωτοετής των διεθνών σχέσεων αντιλαμβάνεται  τη λαθροχειρία.

 Η κρίσιμη στιγμή ήταν όταν συμφωνήθηκε -επί των ημερών του- να δοθεί στην Τουρκία καθεστώς υποψήφιας χώρας. Αφού το πήρε, κάποια στιγμή θα άρχιζε και ο διάλογος.

Αν ήθελε να διασφαλίσει τα ελληνικά συμφέροντα μπορούσε να το κάνει το 1999. Άφησε όμως την ευκαιρία να περάσει.

Εκ των υστέρων ζητάει και τα ρέστα από μια κυβέρνηση που εξελέγη ακριβώς γιατί καταδικάσθηκε η δική του πολιτική. Με την εντολή περιορίσει τη βλάβη- όπως έκανε.

Ευλόγως σήμερα ο Καραμανλής -όπως και κάθε νοήμων άνθρωπος-τον στήνει στο τοίχο γι’ αυτό το θέμα.

Στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδισε τον χαρακτηρισμό της υποψήφιας χώρας, χωρίς η Ελλάδα να λάβει ως αντάλλαγμα την άρση του casus belli ή την τουρκική αποδοχή του διεθνούς δικαίου. Αντίθετα έθεσε μόνη της την  εδαφική μας ακεραιότητα «υπό επανεξέταση».

Είναι πρόβλημα για τον Σημίτη ότι αυτή τη φορά ο Καραμανλής απασφάλισε. Μια προς μια οι ζυγισμένες φράσεις που χρησιμοποιεί στη δήλωσή του ανατινάζουν το εποικοδόμημα που προσπάθησε να στήσει με τους φίλους τους στα ΜΜΕ ο πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστής».

Μεγαλύτερος εξευτελισμός για πολιτικό που θεώρησε ότι μπορεί ανεμπόδιστα να διαστρεβλώνει την ιστορία δεν υπάρχει.

Ο Καραμανλής σημειώνει, με ευπρέπεια, την ανευθυνότητα του Σημίτη για όσα λέει τη στιγμή που βρίσκονται αυτά τα θέματα σε εξέλιξη.  Αλλά τον καταγγείλει και ως  ψεύτη για την «αναφορά σε μια συνάντηση που δεν έγινε ποτέ με αυτήν τη σύνθεση και με αυτό το περιεχόμενο».

Επί της ουσίας κονιορτοποιεί την «δήθεν «επιτυχημένη» στρατηγική του Ελσίνκι» ως επιλογή υποχώρησης και υποτέλειας.

Η κυβέρνηση Σημίτη έθετε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, υπό την κρίση τη Χάγης και «ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες».

Ισοδυναμεί με δημόσιο μαστίγωμα όταν του λέει: «Δεν έχει ξανασυμβεί κράτος, και μάλιστα Ευρωπαϊκό, να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα!».

Χαρακτηρίζει τη Μαδρίτη «σοβαρό ολίσθημα», που αναγνώρισε στην Τουρκία όσα η ίδια επιδίωξε. Και εμπόδισε την Ελλάδα να ασκήσει τα δικαιώματά της. Με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Πόντιο Πιλάτο, των ίσων αποστάσεων, όπως συνεχίζει άλλωστε.

Ο Καραμανλής επαναφέρει στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης αυτό που διάφορα συστήματα προσπαθούν να κρύψουν: «Η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974».

Σ’ αυτή την υπόθεση δεν νοείται να ορίσει η Τουρκία την ατζέντα και να τεθούν υπό αίρεση ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα που θα επέλεγε ίδια.

Ο πρώην πρωθυπουργός δεν θέτει απλώς μπροστά στις ευθύνες του τον προκάτοχο του για όσα υπέγραψε στο Ελσίνκι και την Μαδρίτη. Τον θέτει υπό την κρίση του ελληνικού λαού, για επιλογές και ενέργειες που έβλαψαν τη χώρα.

 Οι χαρακτηρισμοί που αναδύονται από τις διατυπώσεις Καραμανλή επιβαρύνουν τον Σημίτη με κατηγορίες που υπερβαίνουν τα εθνικά λάθη, την υποχωρητικότητα και τον ενδοτισμό.

Εκ των πραγμάτων όμως απέναντι στον κίνδυνο να  τον βαρύνουν οι ίδιες κατηγορίες βρίσκεται και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως σημερινός διαχειριστής  των ίδιων θεμάτων.

Η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας και οι έξωθεν πιέσεις τον φέρνουν στο κατώφλι μιας επώδυνης, για τα εθνικά  συμφέροντα, συμφωνία.

Το δριμύ «κατηγορώ» Καραμανλή κατά Σημίτη τον υποχρεώνει- και τον διευκολύνει- να απομακρυνθεί από αυτή την πολιτική, και να επιστρέψει στην πάγια εθνική γραμμή.

Ως παραταξιαρχης και προκάτοχος του στη ΝΔ και την πρωθυπουργία δεν ανέδειξε μόνο το στίγμα που βαρύνει τον Σημίτη. Υποδεικνύει και στον Πρωθυπουργό να κινηθεί πλέον στις ράγες που χαράσσει η ελληνική διπλωματία και ο υπουργός Εξωτερικών, που επιμένει  στη «μια και μονή διάφορα με την Τουρκιά».  Μακριά από τη ρητορική για «διαφορές» και «θαλάσσιες ζώνες».

Από την υποδοχή της δήλωσης Καραμανλή στα ΜΜΕ προκύπτει η ευρεία απήχηση της στην κοινή γνώμη. Καιρό είχε πολιτικός ηγέτης να μιλήσει με αποφασιστικότητα και ενάργεια για τα εθνικά θέματα.

Ωφελημένοι από την παρέμβαση Καραμανλή, είναι η εξωτερική πολιτική και η εθνική ομοψυχία,  που αποκαθίστανται στις μεταπολιτευτικές σταθερές τους σ’ αυτό το μέτωπο. Αλλά και ο Νίκος Δένδιας.

 Αν θέλει, όμως, μπορεί να ωφεληθεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.