Το Βερολίνο, το Συνταγματικό Δικαστήριο και η «κερκόπορτα» με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα

Toυ Βασίλη Σκουρή

Όταν ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος είχε προβλέψει την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για τη σχέση συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου.

Πολιτικοί και νομικοί κύκλοι στην Ελλάδα -και όχι μόνο- εκφράζουν την έκπληξη αλλά και την ανησυχία τους για την εντελώς πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία υιοθετεί τη θέση περί υπεροχής του γερμανικού συντάγματος έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου.

Για την ιστορική ακρίβεια παραθέτουμε ένα άκρως χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομιλία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου -όταν ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, στις 3.4.2017- όπου προέβλεπε και προειδοποιούσε γι’ αυτή την δυσμενή για την Ευρωπαϊκή Ένωση εξέλιξη. Και υποστήριζε ότι αυτή η νομική «κερκόπορτα» οφείλεται στην ατολμία πολλών, και ιδίως των μεγάλων, κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να στέρξουν στη θεσμοθέτηση ενός πραγματικού, δηλαδή τυπικού, Ευρωπαϊκού Συντάγματος:

« Ι. Στην κορυφή -αλλά και, κατά θεσμική λογική, στην βάση- της έννομης τάξης βρίσκεται το Σύνταγμα, ως «Θεμελιώδης Νόμος» στήριξής της και οργάνωσης των εν γένει πολιτικών θεσμών.

Α. Η κανονιστική ιδιομορφία του Συντάγματος, ως «κανόνα δικαίου-γενάρχη» της όλης έννομης τάξης, οδηγεί, αναποτρέπτως, στην καθολική και αδιάστικτη υπεροχή του εντός της εσωτερικής έννομης τάξης. Συγκεκριμένα το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος αποτελούμενος όχι μόνον από τους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνει αλλά και από τις γενικές αρχές οι οποίες συνάγονται από αυτούς, υπερισχύει αναποδράστως κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας.

Β Ιδιαίτερα διαφωτιστική αυτής της νομικής λογικής είναι η νομολογία που διαμόρφωσε η απόφαση (παραπεμπτική) του Συμβουλίου της Επικρατείας 3242/2004με την οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι δεν νοείται, σε καμία περίπτωση, διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), προκειμένου να διαπιστωθεί αν διάταξη επιτακτικού χαρακτήρα του Συντάγματος είναι συμβατή κατά το περιεχόμενο της ρύθμισής της με διάταξη του πρωτογενούς ή του παράγωγου ευρωπαϊκου δικαίου (πρβλ. όμως και τις αποφάσεις ΣτΕ (Ολ.) 3670/2006, 3470/2011).

“Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα πως, σε περίπτωση σύγκρουσης Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου, τα όργανα του γερμανικού Κράτους δεσμεύονται από τις επιταγές του γερμανικού Συντάγματος”

ΙΙ. Ως προς τον «σκεπτικισμό» που ορισμένοι εκφράζουν σε ό,τι αφορά την σχέση μεταξύ Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου επισημαίνεται τούτο:

Α Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει στο σημείο εκείνο πολιτειακής οργάνωσης που θα της επέτρεπε να διαθέτει πραγματικά ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, να επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλω την υπεροχή του Συντάγματος. Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες έννομες τάξεις -εκείνη των κρατών-μελών και εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης- με βάση την κοινή νομική λογική οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των Ευρωπαϊκών οργάνων, και ιδίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία θεμέλιο της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης είναι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο (βλ. τις «ιστορικές» αποφάσεις 15.7.1964, Costac. ENEL, 17.12.1970, InternationaleHandelsgesellschaft, 9.3.1978, Simmenthal), ουδόλως επιδρά στην υποχρέωση που έχουν τα όργανα των κρατών-μελών -άρα και της Ελλάδας- να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των επιμέρους έννομων τάξεων το Σύνταγμά τους.

Οιαδήποτε άλλη εκδοχή -ακόμη και με ρητή συνταγματική πρόβλεψη που, βεβαίως, δεν συντρέχει κατά το Σύνταγμά μας- με βάση επίσης την κοινή νομική λογική αγνοεί την φύση του κανόνα δικαίου ως μέσου ρύθμισης της πολιτειακής οργάνωσης και των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.

Β. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Διότι αν υποθέσουμε, π.χ., στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας ότι συντρέχει υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια τέτοια υπεροχή προβλέφθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το Σύνταγμα κατά την στιγμή εισόδου της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλοτε ΕΟΚ. Με τι είδους νομικό συλλογισμό, όμως, ένας κανόνας δικαίου -άρα και το Σύνταγμα- θ’ αναγνώριζε σ’ άλλον κανόνα δικαίου μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει, ως θεσμικό προϊόν της Εθνικής Κυριαρχίας; Οι υποστηρικτές του αντιθέτου παραβλέπουν ότι, σύμφωνα με την νομική ιδιοσυστασία του κανόνα δικαίου, ισχύει και γι’ αυτόν, mutatismutandis, η θεμελιώδης αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «nemoplusjurisadalliumtransferepotestquamipsehabet».

ΙΙΙ. Αξίζει να σημειωθεί ότι προς την ίδια αυτή κατεύθυνση, αναφορικά με την υπεροχή του Συντάγματος έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, φαίνεται να κινούνται, εμμέσως πλην σαφώςη νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου («Βundesverfassungsgericht»). Ενδεικτικές είναι:

Α. Πρώτον, η παραπεμπτική απόφαση της 7.2.2014 προς το ΔΕΕ –η πρώτη παραπεμπτική στην ιστορία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου- μ’ ερώτημα που αφορούσε την συμφωνία ή μη του προγράμματος αγοράς ομολόγων «OutrightMonetaryTransactions» («OMT») με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ιδίως δε με τις διατάξεις του Καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Εξαιρετικά κρίσιμη για την θέση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως προς την ιεράρχηση Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου, είναι το ακροτελεύτιο σκεπτικό (αρ. 102) της παραπεμπτικής απόφασης. Και τούτο διότι μέσω της προαναφερόμενης σκέψης του το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνωρίζει την προστασία της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας ως υπέρτατη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιφυλασσόμενο, συνακόλουθα, εν πάση περιπτώσει να διατυπώσει, μετά την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ επί της παραπομπής, την δική του άποψη ως προς το αν και κατά πόσον η απόφαση της ΕΚΤ για το πρόγραμμα ΟΜΤ παραβιάζει, πέραν του Ευρωπαϊκού Δικαίου, και το γερμανικό Σύνταγμα. Με άλλες λέξεις, στο προμνημονευόμενο σκεπτικό το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, τα όργανα του Γερμανικού Κράτους –άρα και η Bundesbank– δεσμεύονται από το γερμανικό Σύνταγμα.

Επέκεινα, και ανεξάρτητα από τις επιταγές του Ευρωπαϊκού Δικαίου –όπως και, κατά λογική ακολουθία, ανεξάρτητα από την απόφαση του ΔΕΕ επί του προδικαστικού ερωτήματος- τα όργανα αυτά οφείλουν να σεβασθούν τις διατάξεις του γερμανικού Συντάγματος. Πράγμα που σημαίνει, περαιτέρω, ότι, εν τέλει, η Bundesbank, επικαλούμενη το γερμανικό Σύνταγμα, μπορεί –πέρα κι έξω από την κρίση του ΔΕΕ επί του θέματος– ν’ αρνηθεί ενδεχόμενη συμμετοχή της σε προγράμματα ΟΜΤ. Είναι, λοιπόν, πρόδηλο ότι με την ως άνω σειρά συλλογισμών του το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα πως, σε περίπτωση σύγκρουσης Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου, τα όργανα του γερμανικού Κράτους δεσμεύονται από τις επιταγές του γερμανικού Συντάγματος.

Β.Και, δεύτερον, η απόφαση της 15.12.2015 του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αναφορικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Με αυτήν υιοθετήθηκε η λεγόμενη «δυαδική θεωρία», κατά την οποία υφίστανται, ταυτοχρόνως, η ευρωπαϊκή και η εθνική ως δύο παράλληλες έννομες τάξεις. Δηλαδή τα κράτη-μέλη, ως συμβαλλόμενα μεταξύ τους κράτη, διατηρούν ακέραιη την κυριαρχία τους, παραμένοντας «κύριοι των Συνθηκών» («HerrenderVerträge»), το δε Ευρωπαϊκό Δίκαιο αποτελεί στο σύνολό του όχι μια αυτόνομη, αλλά παράγωγη απλώς έννομη τάξη, η οποία ισχύει στο εσωτερικό των κρατών-μελών βάσει σχετικής συνταγματικής διάταξης υπό την μορφή εξουσιοδότησης εφαρμογής του. Σε κάθε περίπτωση, ως όριο ισχύος του Ευρωπαϊκού Δικαίου νοούνται οι θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος που συνθέτουν τον πυρήνα, άλλως την ταυτότητά του, εξ ού και ο δικαστικός έλεγχος του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον λεγόμενο «έλεγχο συνταγματικής ταυτότητας» («Identitätskontrolle»)».

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR