Δεν βγήκε η παγίδα κατά του Τσίπρα με το πρόσχημα της «Μαρφίν» και η ΝΔ ξεπερνάει τον χειρότερο εαυτό της -με τη Φώφη στην ουρά της – Τουλάχιστον ας προστατεύσει κάποιος την Πρόεδρο της Δημοκρατίας από την κομματική στράτευση

Του Γ. Λακόπουλου

Δεν υπάρχει λόγος να περιμένει την εκδήλωση που οργανώνει η κυβέρνηση για τα θύματα της Μαρφίν για να ακούσει τι θα πει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.

 Έχουν προϊδεάσει οι συνήθεις διατεταγμένοι αρθρογράφοι. Προσθέτοντας ρητά και τις αθλιότητες που ο ίδιος απλώς θα υπονοήσει.

 Αυτή η εκδήλωση τιμής εξελίσσεται σε κυβερνητικό φιάσκο: είναι πλέον κομματική.  Δεν τη διασώζει ούτε η αχαρακτήριστη Φώφη Γεννηματά, που έσπευσε να δώσει άλλοθι σε εκείνους που σπίλωναν το ΠΑΣΟΚ για «δεσμούς με την τρομοκρατία».  Πού είσαι Ανδρέα να τη δεις…

 Η παγίδα που πήγε να στήσει το σύστημα Μητσοτάκη στην αξιωματική αντιπολίτευση, έγινε βάλτος στον οποίο βουλιάζει η ίδια- προσπαθώντας να την μετατρέψει πλέον σε κομματική αντιπαράθεση -με χτυπήματα κάτω από τη μέση.

 Η κυβέρνηση ήθελε τον Τσίπρα αφοπλισμένο σε έναν χώρο που δεν θα μπορούσε να αντιδράσει στους αδίστακτους υπαινιγμούς που θα (ξανά) ακουστούν -ή αν το έκανε θα το εκμεταλλεύονταν- για να του πουν ότι είναι ο … «ηθικός  αυτουργός» για τα θύματα.

 Ο Βορίδης -με το μόνιμο άγχος να ξεπλυθεί για το τσεκούρι και τη χούντα- έσπευσε να πάρει τη δόξα στο ακέραιο, μιλώντας για «εκλεκτικές σχέσεις» με το χνώτο των εμπρηστών.

Υπουργός μιλάει θρασύτατα για «εκλεκτικές συγγένειες και όμορη σχέση διατηρεί ο κ. Τσίπρας με αυτούς που ευθύνονται με την ευρεία έννοια για αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα». Και ο Πρωθυπουργός τον καλύπτει.

  Ας μην μάθαμε ποτέ ποιοι ήταν οι δράστες, επειδή η κυβέρνηση -Παπανδρέου-της εποχής, αποδείχθηκε ανίκανη να τους εντοπίσει. 

  Ας είναι φαρσοκωμωδία ότι ο τότε υπουργός και ο τότε αρχηγός της αστυνομίας βρίσκονται σήμερα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και υπόσχονται έρευνα… κατά του εαυτού τους.

Δεν ξέρουμε ποιοι έκαψαν τρεις ανθρώπους, αλλά τους «ξέρουν» οι μιλημένοι αρθρογράφοι: ήταν ολόκληρη η διαδήλωση κατά του Μνημονίου. 

Αν δεν υπήρχαν διαδηλωτές, δεν θα υπήρχαν και οι εμπρηστές -άρα ούτε και τα θύματα. Ράβδος εν γωνία άρα βρέχει.

Και ηθικό δίδαγμα: Μην διαδηλώνετε, ακόμη και αν σας κόβουν το μισθό και τη σύνταξη. Και μην ψηφίζετε κόμματα που υποστηρίζουν διαδηλώσεις.

Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στη Βουλή ονομαστικά στα θύματα – όπως είχε υποσχεθεί από το 2018- είπε. Αλλά ξέχασε ότι την ώρα που τα τιμάει τη μνήμη τους, η κυβέρνησή του στρέφεται – όπως αποκάλυψε ο Νίκος Μπογιόπουλος– κατά των συγγενών τους στο ΣτΕ,  για να μην αποζημιωθούν.

Με την ίδια υποκρισία συκοφαντεί μια διαδήλωση διαμαρτυρίας στην οποία μετείχαν και οπαδοί της ΝΔ –μετά την καταδίκη του Μνημονίου
από τον Σαμαρά, αλλά και από τον ίδιο που δεν το ψήφισε.

Αυτό που ξεκίνησε στη Βουλή -αλλά όχι από τη Βουλή, παρότι μετείχε με αξιοθρήνητο τρόπο ο πρόεδρός της – ως  πρόθεση απότισης φόρου τιμής στα θύματα, αποκαλύπτεται τώρα ως μια κομματική επιχείρηση.

Εμφανώς ενταγμένη στον προεκλογικό ιστό που υφαίνει το κυβερνητικό κόμμα- με ξεπατικώματα από την τελευταία προεκλογική καμπάνια  Μητσοτάκη.

Αν η κυβέρνηση ήθελε να τιμήσει του αδικοχαμένους της Μαρφίν και να καταδικάσει τη βία, θα ζητούσε να πάρει πρωτοβουλία η Βουλή. Δεν θα το έστηνε η ίδια, εμπλέκοντας και την άπειρη Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Με την ευκαιρία: Μακάρι να δώσει ο Θεός και να βρεθεί ένας  άνθρωπος με πέντε γραμμάρια μυαλό δίπλα στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου και να αποτρέψει την παρουσία της σε μια κομματική εκδήλωση -που στήνεται εμφανώς εναντίον του ενός από τα δυο κόμματα που την ανέδειξαν στη θέση της. Θα είναι το τέλος της θητείας της πριν καν αρχίσει.

Η εμφανώς κομματική πλέον -παρά την αψυχολόγητη παρουσία της Γεννηματά– προσπάθεια καπηλείας της μνήμης θυμάτων, είναι ακριβώς αυτό που επιδίωκε η κυβέρνηση.

Μια εκδήλωση που θα οργάνωνε η Βουλή κατά τη βίας, δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει και την βία που εισχωρεί στις λαϊκές κινητοποιήσεις και προβοκάρει διαδηλώσεις.

Αυτή η βία δεν την ενοχλεί. Αντίθετα είναι χρήσιμη. Στη Μαρφίν αποδείχθηκε: το ανοσιούργημα ανέκοψε η δυναμική του κινήματος κατά του Μνημονίου.

Καθώς η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι η δόξα που της επέφερε η προπαγάνδα για τον κορονοϊό εκπνέει και έρχονται τα επίχειρα των χειρισμών της, αναζητά αντιπερισπασμούς.

Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το ενδιαφέρον για τα θύματα της Μαρφίν , που εξ αρχής φορτίζεται με συγκεκριμένη ρητορική.   

Οι αντίπαλοί της τάχα «προστατεύουν» τους εμπρηστές και δεν καταδικάζουν ρητά τους «μπαχαλάκηδες».

 Ειδικά μετά τη διακυβέρνηση Τσίπρα που υπέφερε από τους προβοκάτορες αυτού του σκοτεινού «χώρου», δεν υπάρχει μεγαλύτερη συκοφαντία με μεγαλύτερο χρόνο προβολής: από τη Μεταπολίτευση παίζει αυτό το γραμμόφωνο, πρώτα κατά του ΠΑΣΟΚ, τώρα κατά του ΣΥΡΙΖΑ.

 Μιλούν για ρητές καταδίκες της βίας όσοι δεν καταδίκασαν ποτέ του ακροδεξιούς και τους νεοφασίστες που ασκούν βία κατά των ανυπεράσπιστων μεταναστών και  έκαναν πάρτι διχασμού και μισαλλοδοξίας στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό -που κάλυπτε η ΝΔ.

Πόσο καταδικάζει τη βία ένα κόμμα όταν κάνει υπουργό τον επικεφαλής ομάδων ακροδεξιών τραμπούκων κυκλοφορούσε με τσεκούρι στο χέρι και τον οποίο διέγραψε ως φασίστα, από το φοιτητικό σύλλογο άλλος σημερινός υπουργός;  Ή μήπως την καταδικάζουν οι συνομιλητές του Κασιδιάρη;

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είδε και το τυρί και τη φάκα. Όπως  ταυτόχρονα είδε και τα δέντρα και το δάσος για την ουσία αυτού του θέματος.

Ορθώς θα τιμήσει τα θύματα με την ευπρέπεια και σεμνότητα που αρμόζει: θα καταθέσει στεφάνι και θα καταδικάσει τη βία από όπου και αν προέρχεται. Χωρίς κομματικές φιέστες. Θα είναι πολιτικό λάθος αν στείλει τον Σκουρλέτη, ή οποιονδήποτε άλλον. Τραγικό λάθος.

Η απουσία Τσίπρα στην εκδήλωση Μητσοτάκη χαλάει το σκηνικό που είχε στηθεί εναντίον του. Απελπισμένοι οι κυβερνητικοί κεκράκτες δεν του αρνούνται μόνο το δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος τον τρόπο της δημόσιας  παρουσίας του. Αρκούνται και στο κόμμα του να αναφέρεται σε μια δικαστική απόφαση. Έλεος.

Η κομματική κουτοπονηριά δεν μπορεί να σκεπάσει την απόγνωση. Το θράσος δεν μπορεί να κρύψει την ντροπή για την αδίστακτη κομματική εκμετάλλευση της μνήμης τριών ανθρώπων -με αθλιότητες εναντίον  κοινοβουλευτικού κόμματος.