Το γέλιο του Θοδωρή

Του Τέλη Σαμαντά

Απειρες είναι οι ιστορίες που θα μπορούσε κανείς να διηγηθεί για το Θοδωρή Μιχόπουλο. Ιδίως αν η φιλία μαζί του κρατάει σαράντα σχεδόν χρόνια, από τα οποία αρκετά βρισκόσασταν στα ίδια δημοσιογραφικά γραφεία, είτε στην «Αυγή», της καλύτερης μεταπολιτευτικής περιόδου της, είτε στον «Ταχυδρόμο». Ιστορίες, από τις οποίες οι περισσότερες θα ήταν αστείες.

Γιατί αυτό ίσως να ήταν και το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του Θόδωρου: ακόμη και στις στιγμές με τη μεγαλύτερη ένταση -για δημοσιογραφικούς ή ακόμη και για ιδεολογικούς λόγους- κατάφερνε με κάποια «παρέκκλιση», με κάποια λαϊκή παρέκβαση, να εκτονώσει την ένταση, να την προσγειώσει, να της προσδώσει άλλες διαστάσεις –περισσότερο «γήινες».

Γελώντας, στο τέλος, μ’ εκείνο το βαθύ γέλιο του, συμπαρασύροντας και τους συνομιλητές του. Μπορεί, εδώ και κάποια χρόνια οι δρόμοι μας –επαγγελματικοί και ιδεολογικοί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- να χώρισαν. Πέρα, λοιπόν, από τη «συνέπεια στις ιδέες» του, τη «μαχητικότητα» του ή αν ήταν «αφοσιωμένος αριστερός», ο Θοδωρής θα μείνει στη μνήμη μας για την ικανότητα του να υπερβαίνει τις συγκρούσεις (ή, τουλάχιστον, να προσπαθεί), χωρίς υποχρεωτικά να τις υποβαθμίζει, δίνοντάς τους καθημερινές, ανθρώπινες διαστάσεις. Κάτι που λείπει ιδιαίτερα στην εποχή μας. Θα μείνει στη μνήμη μας γι αυτή την ικανότητα του -και για το γέλιο του.