Το τοπίο έξω από το τρένο

Toυ Κώστα Μποτόπουλου

 Ανεπαισθήτως έχουμε αλλάξει κόσμο. Από τον Ιούλιο και μετά, από τη στιγμή της οριακής –και πρόσκαιρης- «σωτηρίας» της Ελλάδας, οι οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές συνθήκες, σε Ελλάδα και Ευρώπη –και ιδίως στην Ευρώπη σε σχέση με την Ελλάδα- είναι εντελώς διαφορετικές. Έστω και αν το επίσημο «πρόγραμμα» βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με το προηγούμενο, η εφαρμογή του έχει καταστεί αντικειμενικά δυσκολότερη: επαχθή μέτρα από αυτά που «ποτέ δεν θα παίρναμε», φορτωμένα σε μια κυβέρνηση εντελώς άλλης αντίληψης, με την επταετή φθορά της κρίσης να δρα όχι μόνο αθροιστικά αλλά πολλαπλασιαστικά. Επιπλέον η αυτογνωσία –το μόνο θεωρητικά όπλο των αδύνατων σε άνισες σχέσεις- απουσιάζει. Μέσα από πράξεις και παραλείψεις, η Ελλάδα δείχνει να έχει πάρει μια ρότα που ολοένα την απομακρύνει από τις γραμμές του ευρωπαϊκού τρένου.

Ήδη από το ξεκίνημα της θητείας της «Επιτροπής Γιουνκέρ», μιας Επιτροπής της «τελευταίας ευκαιρίας», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του ίδιου του επικεφαλής της, η «πολιτικοποίηση» και η «κοινοτικοποίηση» έχουν όχι μόνο ανακοινωθεί αλλά και ξεκάθαρα εμφανιστεί. Μια ενισχυμένη και πιο παρεμβατική Επιτροπή, μια πιο μετωπική αντιμετώπιση των συνεχών και επάλληλων κρίσεων (οικονομική, προσφυγική, ασφάλειας και συνόρων), αδιάκοπες προτάσεις για «κοινά σχέδια» (αναπτυξιακό Γιουνκέρ, Ενιαία Αγορά Κεφαλαίων, Κοινή Αγορά Ενέργειας, προώθηση κοινής μεταναστευτικής και αμυντικής πολιτικής), ενίσχυση του πολιτικού και προωθητικού ρόλου του Κοινοβουλίου : όλα αυτά τα στοιχεία έχουν αντικαταστήσει τα τελευταία χρόνια την όποια συζήτηση περί «ομοσπονδιοποίησης», ακόμα και περί «οικονομικής διακυβέρνησης», αποτελώντας ωστόσο πρακτικά βήματα προς αυτές ακριβώς τις κατευθύνσεις. Υπό τη διακριτική και κάποτε λιγότερο διακριτική καθοδήγηση μιας Γερμανίας που αναγκάζεται να ηγεμονεύσει πολύ περισσότερο από όσο θα ήθελε και το κάνει με ένα άλμα ανοίγματος και όχι κλεισίματος.

Τα ίδια στοιχεία είναι εμφανή και στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης από τη στιγμή που έχει αναλάβει την εξουσία η παρούσα κυβέρνηση. Προσπάθεια συνεννόησης και συνεργασίας στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο (επιδίωξη και της ελληνικής πλευράς, που όμως γύρισε μπούμερανγκ) ΄ συμβιβασμοί χωρίς υποχώρηση από τις «κόκκινες γραμμές» της Ευρώπης (και άρα με συνεχή υποχώρηση, ή μετονομασία, των «κόκκινων γραμμών» της Ελλάδας)΄ καταφυγή σε όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά όργανα (διεύρυνση των «θεσμών» σε κουαρτέτο με την επίσημη εισδοχή του ESM και άτυπα σε κουιντέτο με την κατόπιν και ελληνικού αιτήματος ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δυναμική και φουσκωμένη επανεμφάνιση της Task Force στο εσωτερικό της χώρας)΄ διασύνδεση του «ελληνικού ζητήματος» με άλλα μεγάλα «ευρωπαϊκά ζητήματα» (προσφυγικό, πορεία της Βρετανίας προς την έξοδο) και, στο εσωτερικό της ελληνικής διαπραγμάτευσης, των προβλεπόμενων στο τρίτο Μνημόνιο μέτρων με ευρύτερα θέματα (κορυφαίο παράδειγμα η σχεδόν ανοικτά εκβιαστική συσχέτιση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με την αξιολόγηση ενόψει της εκκρεμούσας –από το καλοκαίρι του 2014…- δόσης).

Όλα αυτά σημαίνουν στην ουσία δύο πράγματα: μετατόπιση του πεδίου από τις άτυπες διαπραγματεύσεις σε αποφάσεις εντός ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και δυσπιστία για τις πραγματικές προθέσεις και τη στάση της Ελλάδας. Το πρώτο ενέχει έναν κίνδυνο –να απομακρυνθεί η Ελλάδα χωρίς να το πάρει είδηση, αν δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει τον «θεσμικό ρυθμό»- αλλά και μια δυνατότητα –αν ακολουθήσει το ρυθμό, θα έχει αυτομάτως πολλά σκαλοπάτια βοήθειας: αρκεί να σκεφτούμε την ποσοτική χαλάρωση του κυρίου Ντράγκι και το αναπτυξιακό σχέδιο του κυρίου Γιούνκερ, που, για να αγγίξουν την Ελλάδα, περιμένουν απλώς να λήξει η περίοδος της «αναμονής ως προς την κανονικότητα». Η δυσπιστία, από την άλλη, προέρχεται από τη χρονική έκταση και την ψυχική ένταση των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη συμφωνία του Ιουλίου, δεν έχει δε, παρά τις κατά καιρούς ενθαρρυντικές δηλώσεις, διόλου διαλυθεί από τα έκτοτε πεπραγμένα της ελληνικής πλευράς.

Μάχη για την αξιοπιστία, λοιπόν: αυτή είναι η βάση όχι μόνο για τη συνέχιση της «βοήθειας» αλλά για την πρόσδεση της χώρας μας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, έξω από τις οποίες παραμονεύει αυτό για την αποφυγή του οποίου η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αρχικό της πρόγραμμα και να απομακρύνει τα μισά στελέχη της. Φοβούμαι ότι, υπ’ αυτό το πρίσμα, τα σημάδια δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά: οι διαπραγματεύσεις ακολουθούν, από ελληνικής τουλάχιστον πλευράς, το παλιό παρά το νέο μοντέλο΄ οι καθυστερήσεις, οι δολιχοδρομήσεις και η αναζήτηση «ισοδυνάμων» αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση΄ το οικειοθελές άνοιγμα των «μεγάλων μετώπων μεταρρύθμισης» (Διοίκηση, Δικαιοσύνη, επενδύσεις) διαρκώς αναβάλλεται, ενώ τα μέτωπα της «αντι-μεταρρύθμισης» πληθαίνουν (Παιδεία, Υγεία, Ασφαλιστικό)΄ η επιλογή στήριξης σε μία μόνο χώρα –τη Γαλλία- έναντι όχι μόνο πλέον της Γερμανίας, αλλά όλων των άλλων, έχει ημερομηνία λήξης (όσο αφορά την ίδια τη Γαλλία) και δρα κάθε άλλο παρά «συμμετοχικά» για όλους τους άλλους΄ η ελληνική πρωτοβουλία ανάμιξης του οικονομικού με το προσφυγικό μέτωπο ενέχει το σπόρο δυσχέρανσης και των δύο΄ η όλο και πιο ανοιχτή και εκτεταμένη πίεση σε θεσμούς της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στο εσωτερικό της χώρας δεν θα αργήσει να προβληματίσει τους Ευρωπαίους εταίρους μας.

Το ελληνικό παράδοξο –ούτε το πρώτο και πιθανότατα ούτε το τελευταίο- αυτής της φάσης της κρίσης θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: «πετύχαμε» οριακά να αλλάξει το ευρωπαϊκό τοπίο, ώστε να συνεχίσει να μας περιλαμβάνει, αλλά τώρα κάνουμε τα πάντα για να μείνουμε απλοί παρατηρητές του, αφού αδιαφορούμε για το τρένο που θα μας πήγαινε σε αυτό. Ο χρόνος και η δυνατότητες δεν έχουν ακόμα πλήρως εξαντληθεί αλλά έχουν στενέψει πολύ επικίνδυνα.