Τσίπρας – Κυριάκος – Φώφη: Το μοιραίο τρίγωνο της καταστροφής

Του Γ. Λακόπουλου

Για όσους βλέπουν την ουσία των πραγμάτων για την Ελλάδα ο χρόνος μετράει αντίστροφα. Το όριο βρίσκεται στο καλοκαίρι του 2018, όταν ολοκληρώνεται το τρίτο Μνημόνιο.

Τα ενδεχόμενα για την επόμενη φάση δεν είναι πολλά. Για την ακρίβεια μόνο δυο: το κακό και το χειρότερο. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να κατανοήσει ότι  θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να υπάρξει καλό σενάριο. Π.χ. ο Κ. Σημίτης  μίλησε για το 2030 και μετά.

Για να αρχίσουμε από το χειρότερο σενάριο. Αν το Μνημόνιο ολοκληρωθεί χωρίς να  έχουν εκπληρωθεί οι βασικοί όροι  και οι στόχοι του στα δημοσιονομικά και τις μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα θα βγει από την πρίζα. Όλοι στην Ευρώπη θα συμπέσουν στην εκτίμηση ότι είναι χαμένη υπόθεση και θα την αφήσουν στην τύχη της.

Μοιραία από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η έξοδος από την Ευρωζώνη γιατί θα εγκαταλειφθεί κάθε ελπίδα ότι μπορεί να ανακτήσει τα κριτήρια της συμμετοχής. Τότε, ενδεχομένως, θα επιβεβαιωθεί μια εφιαλτική πρόβλεψη του Αλέκου Παπαδόπουλου: να γίνει εθνικός στόχος η πρόταση Σόιμπλε και για ελεγχόμενη έξοδο και στήριξη για μελλοντική επιστροφή.

Χωρίς ούτε κι αυτό, η απομάκρυνση από την Ευρωπαϊκη Ένωση, θα είναι θέμα χρόνου και η χώρα θα μετατραπεί σε ανατολίτικη περιφέρεια στο έλεος των  κακών γειτόνων της.

Το κακό σενάριο  είναι αυτό που περιέχει την ελπίδα για μελλοντική ανάκαμψη. Να κλείσει το Μνημόνιο με  απολογισμό που θα δηλώνει ότι επιτεύχθηκαν οι στόχοι του.

Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα φτωχύνει και άλλο. Θα χαθούν συντάξεις, να περιορισθούν οι αμοιβές, θα εξαερωθεί το κράτος πρόνοιας. Αλλά οι αριθμοί θα επιβιώσουν και, δια των αριθμών, η χώρα θα μείνει στην Ευρωζώνη.

Αυτό της διασφαλίζει, πρώτον, την προοπτική επιστροφής στις αγορές, δεύτερον, την προσδοκία ότι θα την συμπαρασύρει μια μελλοντική ευρωπαϊκή ανάπτυξη και, τρίτον, ότι η ιδιότητα του μέλους της Ευρωζώνης θα την καταστήσει επενδυτικό προορισμό. Εφόσον, εν τω μεταξύ, δια της υλοποίησης του Μνημονίου και άλλων παρεμβάσεων θα έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις  που θα κάνουν τους επενδυτές – ξένους και Έλληνες- να βάλουν τα λεφτά τους σε προγράμματα που θα φέρουν ανάπτυξη. Τόσο απλό- όσο και οδυνηρό.

Μιλάμε επενδύσεις που πρέπει να φτάσουν στα  100 δισ. ευρώ-κατά τον υπολογισμό που έκανε πρώτος ο Νίκος Χριστοδουλάκης και του “υπέκλεψε” ο  Κυριάκος. Ή αλλιώς να υπερβούν συνολικά το 20% του ΑΕΠ κατά την ανάλυση του Γ. Προβόπουλου.

Η κλεψύδρα αδειάζει

Εδώ πρέπει να ληφθούν υπόψη δυο πράγματα. Πρώτον η εκτίμηση αν το Μνημόνιο υλοποιήθηκε ή όχι, αποτελεί προνόμιο των δανειστών. Αυτοί θα αποφασίσουν. Τα περί διαπραγμάτευσης είναι αέρας κοπανιστός.  

Δεύτερον, και στα δυο σενάρια  δεν υπάρχει ενδεχόμενο νέου δανεισμού από τις χώρες- μέλη του Γιούρογκρουπ. Κανένα κοινοβούλιο στην Ευρώπη δεν θα ενέκρινε τέταρτο δάνειο από τους φόρους των πολιτών του σε μια χώρα που ζητάει ήδη να της μειώσουν όσα ήδη δανείσθηκε.

Απλώς στο δεύτερο σενάριο -το κακό-   η Ευρωπαϊκή Ένωση θα σταθεί αρωγός με τα προγράμματα της, ενώ η ανάπτυξη θα βελτιώσει τα κλάσματα των κρίσιμων δημοσιονομικών μεγεθών και σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις  θα βελτιωθεί το προφίλ της χώρας και θα καταστεί συμφέρουσα η πρόσβαση στις αγορές.

Η κλεψύδρα αδειάζει και όλα λοιπόν θα κριθούν το καλοκαίρι του 2018.  Αλλά για να φτάσουμε ως εκεί -με προοπτική το  κακό σενάριο- που είναι τελικά το “καλό”- πρέπει να  γίνουν ορισμένα βήματα . Πριν από όλα να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του Μνημονίου. Αυτή που κολλάει ένα εξάμηνο τώρα.

Γιατί κολλάει;  Γιατί η κυβέρνηση αδυνατεί να αποδεχθεί όσα της ζητούνται καθώς το πολιτικό κόστος θα ειναι βαρύ- αφού κανένα άλλο κόμμα δεν βάζει πλάτη- ενώ δεν είναι και βέβαιο ότι, αν τα αποδεχθεί, θα τα περάσει από τη Βουλή. Οπότε θα προκύψουν εκλογές και χαιρέτα μας τον πλάτανο. Ακόμη και αν δεν προκύψει ακυβερνησία ούτε η επόμενη κυβέρνηση, όποια και αν είναι, θα μπορεί να τα περάσει και  όλα θα χαθούν πριν την ώρα τους.

Όπως είναι φυσικό, τις αποφάσεις για τη συνέχεια πρέπει να λάβει η πολιτική ηγεσία της χώρας. Όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και τα λοιπά κόμματα. Εν προκειμένω, πέρα από το κυβερνητικό ντουέτο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Με άλλα λόγια η πολιτική ηγεσία βρίσκεται μπροστά σ’ αυτό που έλεγε ο Γκάλμπρεϊθ: πολιτική είναι να αποφασίσεις ανάμεσα στο καταστροφικό  και στο δυσάρεστο.

Η αλήθεια είναι ότι έχουν αποφασίσει. Ο Τσίπρας με τον εταίρο του να καθυστερήσουν την αξιολόγηση, ελπίζοντας ότι οι εξελίξεις στην Ευρώπη θα τους διευκολύνουν -κάτι που μπορεί να συμβεί, αλλά μπορεί να συμβεί και το αντίθετο.

Ο Μητσοτάκης με τη Γεννηματά να μην προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια, υπολογίζοντας  ότι η κυβέρνηση είτε θα περάσει τα μέτρα και θα επιδεινώσει τη θέση της, είτε θα πάει  σε εκλογές και θα κερδίσουν αυτοί.

Χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι θα βρεθούν αυτοί στη θέση του Τσίπρα που δεν μπορεί να πάρει τέτοιες αποφάσεις χωρίς στήριξη. Και εν προκειμένω δεν χρειάζεται να ψηφίσει η αντιπολίτευση τα μέτρα της αξιολόγησης. Υπάρχουν τρόποι να συνδράμει- τη χώρα, όχι την κυβέρνηση.

Τυχοδιωκτισμοί αντί για μορατόριουμ

Αυτή είναι η εικόνα αυτή τη στιγμή. Η χώρα βαδίζει σε πρόσκρουση στο τοίχο, η κυβέρνηση της είναι άβουλη, η αντιπολίτευση της τυχοδιωκτική και συνολικά η πολιτική ηγεσία της μοιραία.

Ο Τσίπρας επιμένει να διαχειρίζεται τυφλά την πορεία της χώρας και αντιγράφοντας όσα έκανε ο Σαμαράς με τον ίδιο δεν καλεί τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τον θέσει προ των ευθυνών του.  Έχοντας αναγορεύσει το χρέος -και όχι την παραγωγική ανασυγκρότηση- σε μείζονα στόχο – αλά Παπανδρέου. Κολλημένος στο δημόσιο τομέα της οικονομίας και αδιαφορώντας για τον ιδιωτικό. Δεμένος στις αγκυλώσεις του κόμματός του, έχει μετατρέψει την ανάπτυξη σε σκιά του: όσο τη πλησιάζει, τόσο απομακρύνεται.

Ο Μητσοτάκης πιασμένος στα δίχτυα της φιλοδοξίας για εύκολη άνοδο στην εξουσία αδιαφορεί για το συμφέρον της χώρας και θέτει τον στόχο να γίνει πρωθυπουργός πάνω από όλα-. Με  την ψευδή εικόνα για τις διαθέσεις τους εκλογικού σώματος που του δημιουργεί η ταχυδακτυλουργία των δημοσκόπων να του μεταφέρουν απευθείας την κυβερνητική φθορά. Αδυνατώντας να δει τι θα σήμαινε γι’ αυτόν να βρεθεί στη θέση του Τσίπρα με τη αξιολόγηση ανοικτή.

Η Γεννηματά έχει μπλέξει σε ένα παιχνίδι μικρομεγαλισμού και προσπαθεί θα γίνει ισχυρός πολιτικός παράγοντας διαλύοντας το ΠΑΣΟΚ. Συμπράττοντας χωρίς ηθικά κριτήρια με τον Γ. Παπανδρέου και προσφέροντας ανήθικη στέγη του αποστάτες του Ποταμιού. Προσδοκώντας στο διαμοιρασμό των ιματίων του ΣΥΡΙΖΑ, δεν  ψηφίζει την αξιολόγηση νομίζοντας ότι τιμωρεί τον Τσίπρα, ενώ απλώς βάζει τον εαυτό της στη λίστα των υπευθύνων για όσα θα ακολουθήσουν.

Σε μια στιγμή που η χώρα χρειάζεται εσωτερική συνεννόηση, μορατόριουμ των πολιτικών δυνάμεων στα θέματα του Μνημονίου, -όπως συνέβη και με τις άλλες χώρες- οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών κομμάτων παίζουν ένα σκληρό παιχνίδι εξουσίας μεταξύ τους, αντί να δείξουν στην κοινωνία το δρόμο στης εθνικής συσπείρωσης μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.

Βλάπτουν και οι τρεις τη Συρία το ίδιο. Χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η πορεία προς τη καταστροφή στην οποία ωθούν -καθένας από τη θέση του -τη χώρα, θα συμπαρασύρει και τους ίδιους. Ο Μάιος του 2012 δεν τους δίδαξε τίποτε.