Υπάρχει “δεύτερη ζωή” για τις εφημερίδες και τι μορφή θα έχουν;

 

Του Νίκου Λακόπουλου

Μαζί με την οικονομική κρίση όταν τα μεγάλα κόμματα κατέρρευσαν -αν και έμοιαζαν ακλόνητα- το πολιτικό σύστημα αποσταθεροποιήθηκε και μαζί με αυτό τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης της έντυπης δημοσιογραφίας -που ένιωσαν ξαφνικά τα έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Τώρα που γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται για κατάρρευση αλλά για αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος τα μέσα ενημέρωσης ανασυντάσσονται, νέες εφημερίδες και παλιές που αλλάζουν χέρια, χωρίς ούτε μια στιγμή να θέσουν το ερώτημα πώς μπορεί να είναι μια εφημερίδα του μέλλοντος- με ποια μορφή, με ποια αντίληψη και ποια γλώσσα.

Aπό την εποχή του ταμπλόιντ και της τηλεόρασης ελάχιστες τομές έγιναν στην ελληνική δημοσιογραφία την γλώσσα της και την λειτουργία της- αν εξαιρέσουμε τα κουπόνια, που δεν αρκούν για να εξηγήσουν την κρίση του δημοσιογραφικού λόγου. Προφανώς οι εφημερίδες αν είχαν έγκαιρα ειδήσεις για τους Black Sabbath -όταν γέμιζαν την Μαλακάσα- θα είχαν και νέους αναγνώστες ή αν ανακάλυπταν έγκαιρα τους Rolling Stones. Αν είχαν μιλήσει έγκαιρα την γλώσσα τους ή αν είχαν επιχειρήσει να τους πουν την αλήθεια.

Ο ελληνικός τύπος- αντιγραφώντας ξένα μοντέλα σελιδοποίησης-  τη μορφή δηλαδή κι όχι την ουσία- ανακαλύψει τη νέα γλώσσα του- και τη γλώσσα των νέων- λίγο πριν μιλήσει πέθανε. Μια νέα «ηλεκτρονική», προφορική και άναρχη δημοσιογραφία επικράτησε χύδην και με αναίδεια στο Ίντερνετ- όπου όλα μπορείς να τα δεις όπως θέλεις. Η ελληνική δημοσιογραφία είχε προσεγγίσει ένα είδος ελευθεροτυπίας με αυτολογοκρισία, αναζητούσε μια νέα αισθητική, αλλά το βασικό θέμα δεν ήταν τι είδους μέσα θέλουμε, όσο σε ποιον ανήκουν, ποιον υποστηρίζουν, τη γραμμή έχουν.

Είχε αρχίσει μια γραικυλίστικη προσέγγιση μιας νέας δημοσιογραφίας -το lifestyle μιας επαρχιακής όσο και αγράμματης-νεόπλουτης χώρας χωρίς εθνική συνείδηση. Μπορεί νάχε πολλά να πει, αλλά πέθανε μέσα σε λίγα χρόνια. Η επόμενη γενιά είναι βραδύγλωσση -δεν χρειάζεται να ξέρει καν τη γλώσσα ή να γράφει. Στο μεταξύ υπέκυψε και η γλώσσα. Χάσαμε το η και το ω -που έπεσαν σε ενέδρα. Το τραίνο έγινε τρένο. Η ελληνική μάλλον έπαψε να είναι μουσική γλώσσα με νόημα κι έγινε μια εργαλειακή μεταπρατική ενδιάμεση γλώσσα με νοήματα αντί για νόημα.

Οι μεγάλοι μας ποιητές είναι πλέον ανορθόγραφοι και ο γλωσσοπλάστης είναι ο παρουσιαστής ή ο ρεπόρτερ με το ματσούκι- που χαράζει πλέον την Ιστορία. Από τη σεμνοτυφία περάσαμε σε μια «χειραφέτηση» όπου ένα σήριαλ του Αντένα δεν βγαίνει αν δεν έχει μέσα τη φράση «γαμημένη» σε μια κοινωνία πλέον ελεύθερη, αλλά αγάμητη, ανέραστη και άγλωσση. Τελικά τα κόμματα φτιάχνουν εφημερίδες και δεν υπάρχει εκείνη η εφημερίδα που φτιάχνοντας ένα κόμμα μπορεί να φτιάξει -με νέες ιδέες- ένα κίνημα, μια νέα χώρα.

Η οικονομική κρίση φάνηκε στη σελιδοποίηση των εφημερίδων όσο και στις φτηνές διαφημίσεις της τηλεόρασης. Αν δει κανένας την κρατική τηλεόραση- που επέστρεψε αναλοίωτη- θα νομίζει πως η Ελλάδα ζει στη δεκαετία 60, ως την ΄80, όταν οι ηθοποιοί των σήριαλ όλων των καναλιών που ξαναπαίζονται ήταν ακόμα νέοι. Δεν υπάρχουν εκπομπές ούτε για νέους, ούτε για το μέλλον σε μια χιλιοστή επανάληψη ταινιών του παλιού “καλού” κινηματογράφου.

Τα εντιτόριαλ των εφημερίδων είναι γεμάτα κλισέ -μιας εποχής “συναίνεσης” που μπορεί να ξανάρθει, οπότε δεν χρειάζεται να γραφούν καινούργια. Ήδη από την δεκαετία ΄90 αν είχατε ένα παλιό περιοδικό δεν χρειαζόταν να αγοράσετε καινούργιο. Θα ήταν το ίδιο. Πάλι εδώ οι δημοσιογράφοι είναι πρώην νέοι, όπως οι πρωταγωνιστές των σήριαλ ή οι “νέοι” πολιτικοί- που πλησιάζουν τα εξήντα- με εξαίρεση τον ….Αλέξη Τσίπρα.

Προφανώς αν υπάρξει νέα δημοσιογραφία δεν θα έχει κοινό αφού οι εφημερίδες απέτυχαν να εκπαιδεύσουν- να δημιουργήσουν νέο κοινό. Η ιντερνετική δημοσιογραφία αναρωτιέται «πως δουλεύει αυτό», η τηλεόραση έχει ως πρώτη είδηση πως αναστήθηκε και φέρος ο Χριστός ή την υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους.

Κατά βάθος δεν έχει περάσει πολύς καιρός, λόγω της πολιτικής ακινησίας- από όταν κάποτε κάποιος – ο Δημήτριος Υψηλάντης- έφερε στο μικρό χωριό μας ένα τυπογραφείο. Χρειάστηκαν αιώνες για να φτάσουμε στο σύχγρονο ταμπλόιντ, ώσπου ήρθε το Ίντερνετ. Η πρώτη αντίδραση ήταν να δαιμονοποιηθεί, όπως η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, η εικόνα. Οι πιτσιρικάδες με τη νέα γλώσσα, τα νέα κόλπα, τα άγνωστα θέματα στους “παλιούς” δημοσιογράφους δεν μπόρεσαν να μπουν ποτέ στον ελληνικί τύπο. Άντε καμιά στήλη για τεχνολογία ή μουσική στις μέσα σελίδες.

Οι “νέες εφημερίδες” έγιναν καθ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν των παλιών, ο καιρός στην ίδια σελίδα, τα βενζινάδικα, τα αθλητικά- μερικές οικονομικές σελίδες. Καμιά φορά έπιανες την εφημερίδα κι έλεγες “Ωραίο το ένθετο, αλλά που είναι η εφημερίδα;”

Η σκέψη πως μπορούμε να έχουμε τύπο μαζί με ήχο και εικόνα απορρίφθηκε ως βλάσφημη: το έντυπο, όπως και το βιβλίο είναι ένα φετίχ- που το αγγίζουμε, το φιλάμε και το φυλάμε στη βιβλιοθήκη μας- ιδιαίτερα όταν δεν το διαβάζουμε- προκειμένου να μην χάσει την ιερή παρθενία του!

Ύστερα οι εφημερίδες χρησιμοποιήθηκαν από το να τυλίγουμε ψάρια ως να τις στρώνουμε στο πάτωμα για να βάψουμε το σπίτι. Τα βιβλία είναι μια καλή διακόσμηση -ιδιαίτερα αν έχουν χοντρά δερμάτινα εξώφυλλα και πωλούνται πανάκριβα αν και η επιπλέον αξία δεν βρίσκεται στο κείμενο, αλλά στο δέρμα.

Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες ώσπου να εξελιχθεί η τέχνη της τυπογραφίας, αλλά στην πραγματικότητα η τέχνη της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα δεν εξελίχτηκε ποτέ. Ίσως και να μην ήρθε ποτέ, αφού ως μεσογειακός λαός, με ιδιαίτερο ταπεραμέντο, την μπερδέψαμε με την προπαγάνδα, προτάξαμε το σχόλιο- και δη το κουτσομπολιό, από την είδηση, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ακόμα και σε ιστορικά γεγονότα.

Αναπόφευκτα ο ελληνικός τύπος ενεπλάκη στον Εμφύλιο που άρχισε το 1822-24 και συνεχίζεται ακόμα. Η εφημερίδα πρέπει να έχει γραμμή, να βρίζει τους αντιπάλους και να εξυπηρετεί το  βασικό σύνθημα της κυβέρνησης ή της αντπολίτευσης που είναι το ίδιο- με διαφορά χρόνου: «Κάτω οι Κλέφτες, οι Ανίκανοι, οι Ψεύτες».

Οι πιο μεγάλοι δημοσιογράφοι αναδείχτηκαν όχι τόσο για την τέχνη της δημοσιογραφίας, αλλά για την τέχνη της προπαγάνδας, η δημοσιογραφία μπερδεύτηκε με την λογοτεχνία και το ψέμα, τη φαντασία και την δολοπλοκία: τα στημένα ρεπορτάζ, τους αποκαλυπτικούς φακέλους και αργότερα με την τηλεόραση τις βιντεο-κασέτες.

Κάπως έτσι φτάσαμε στην δημοσιογραφία της απομυθοποίησης σε μια χώρα με μύθους αποφεύγοντας και πάλι την αλήθεια. Υπήρξε ή όχι Κρυφό Σχολειό; Κατά βάθος δεν έχει σημασία η έρευνα- που θα αποκαλύψει αν υπήρξε, πόσα σχολεία, πού, πώς λειτουργούσαν- αλλά το τι εμείς πιστεύουμε – ή πρέπει να πιστεύουμε. Τι πιστεύει το Κόμμα;

Φυσικά μεγάλα γεγονότα όπως οι Εμφύλιοι, η δολοφονία του Καραϊσκάκη ή του Ανδρούτσου, τα Δεκεμβριανά, οι Χούντες δεν ερευνήθηκαν ποτέ κι αν έγινε ή γίνει δεν θα έχουμε ενιαία «πόρισμα». Στην Ελλάδα υπάρχουν για όλα δυο απόψεις- μόνο που είναι και οι δυο λάθος.

Η αντικειμενικότητα δεν υφίσταται σε μια πολιτική ζωή γεμάτη πάθη και ο ιστορικός είναι καλός ή κακός- δικός μας ή όχι- ποτέ ιστορικός που θα γράψει την αλήθεια με κίνδυνο να εξοβελισθεί λοιδωρούμενος κι από τις δυο παρατάξεις. Ίσως γι΄αυτό δεν υπήρξε Τρίτη Παράταξη, μια άλλη γνώμη -που θα έσβηνε στα μίση των Εμφυλίων, την μισαλλοδοξία- την τυφλή ανάγνωση της Ιστορίας.

Έτσι δεν έχουμε ακριβή εικόνα ούτε για την ιδρυτική του κράτους Ελληνική Επανάσταση, την Φιλική Εταιρεία, την Μικρασιατική Καταστροφή, τον Εμφύλιο- που δεν συζητήθηκε ποτέ- ή την Χούντα στην οποία μας οδήγησαν οι Αμερικάνοι. Οι ηγέτες μας ήταν όλοι πράκτορες και η ιστορία μια διαρκής συνωμοσία σε βάρος ενός λαού- που κατά βάθος δεν γνωρίζει ούτε από που προέρχεται, ούτε από πού πάει.

Προφανώς δεν υπάρχει βιβλιογραφία για την δημοσιογραφία, ούτε Ιστορία, αλλά μια μυθολογία ηρωισμού, όπου οι Έλληνες- κατευθείαν απόγονοι λαμπρών προγόνων, αφού μιλάνε ελληνικά- νικάνε πάντα ή χάνουν ηρωϊκά. Ούτε συζήτηση για το αν οι πρόγονοι ήταν όλοι λαμπροί, είμεθα όντως απόγονοι Εκείνων- υπήρξε πράγματι ελληνικό έθνος ή ήταν εξ αρχής μια πολυεθνική κοινωνία- υπήρξε ποτέ «ελληνική γλώσσα» ή μήπως είναι μία ενιαία και παγκόσμια γλώσσα;

Πώς θα εξηγήσουμε τα greeklish και τη σχέση τους με την αρχαία ελληνική, όσο και με την αγγλική κι ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική- ή την αργκό- ποια είναι η «εθνική» μας- αν υπάρχει- γλώσσα; Aν ο νέος ιστορικός στηριχθεί στην δημοσιογραφία αφότου αυτή άρχισε να λειτουργεί για να πλαστογραφήσει την αλήθεια θα βρεθεί μπροστά σε μεγάλες εθνικές πλάνες. Δεν θα μπορέσει να εξηγήσει τόσες χρεοκοπίες, δεν θα βρει επαρκείς πληροφορίες για τις ήττες, ούτε θα μπορέσει να εξηγήσει τους Εμφυλίους ή πώς συνδέεται ή Αρχαία Ελλάδα με το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία και την σημερινή πολιτική συγκυρία. Πώς με τόσο ηρωισμό είμαστε μια περήφανη ή μήπως ψωροπερήφανη- αλλά ταπεινωμένη, διαρκώς ηττημένη χώρα;

Είμαστε πάλι ένα μικρό και φτωχό χωριό- μέσα σε ένα μεγάλο παγκόσμιο- όπου περιμένουμε κάποιος να φέρει ένα μικρό τυπογραφείο- ή να μάθουμε πως λειτουργεί το νέο μέσο- το διαβολικό- ή τα νέα μέσα που έρχονται. Πώς μπορεί να υπάρξει μια εφημερίδα με άλλη μορφή- χωρίς χαρτί και υπογεγραμμένες. Προφανώς με νέα σύμβολα και νέα γλώσσα όπου αφού η λέξη πατήρ ή «φάδερ»- αρχαία λέξη, αλλά όχι ελληνική, όσο …σουμεριακή- είναι κοινή είμαστε συνέχεια εκείνων ή κάποιων άλλων προγόνων- μπορεί πλέον και …εξωγήινων.

Το μόνο πρόβλημα είναι πώς μαζί με τη γλώσσα αλλάζει το σώμα, οι επιθυμίες, οι ανάγκες, η ζωή και τα συναισθήματά μας. Ο τρόπος που σκεφτόμαστε, αν σκεφτόμαστε, που γράφουμε, αν γράφουμε, που μιλάμε, αν μιλάμε. Αλλά τι μας νοιάζει πια, όταν όλα θα έχουν αλλάξει εμείς δεν θα υπάρχουμε -ή όσοι υπάρχουν -μέσω της εικόνας τους- θα είναι ωραία ολογραφήματα- που δεν θα ξέρουν, ούτε θάχουν ανάγκη να διαβάσουν μια εφημερίδα. Ή θάχουν ανάγκη μια νέα, άλλης μορφής με άλλα υλικά ή άυλη- μια νέα εφημερίδα με ήχο και εικόνα- πιθανόν και με μικροκύμματα, ενεργειακά σήματα, αντι-ύλη. Αλλά πάντα με αίμα. Με νέο αίμα. Γιατί στο μεταξύ, μαζί με τις εφημερίδες, γεράσαμε και μεις, κι είχαμε τόσα πράγματα να πούμε.