Φοβάμαι λιγότερο τον ίδιο τον Σαλβίνι από τον Σαλβίνι μέσα μου

Του Paolo Di Paolo (*)

Απούσα από το Μουντιάλ, η Ιταλία παρακολούθησε με κακή διάθεση τον θρίαμβο της Γαλλίας, και παραμένει σε αυτή τη διάθεση ακόμη κι όταν δεν πρόκειται για πικρίες που γεννά το ποδόσφαιρο. Στα 35 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που ήρθα στον κόσμο δεν θυμάμαι ποτέ τόσο μεγάλη και τυφλή νευρικότητα. Στον 19ο αιώνα, ο μεγαλύτερος ιστορικός της ιταλικής λογοτεχνίας λεγόταν Φραντσέκο ντε Σάνκτις. Γεννημένος στην Καμπανία, συμπύκνωσε σε μερικές γραμμές γεμάτες ειρωνεία μια δυσάρεστη αλήθεια: «Όπως και τα άτομα, όταν οι λαοί ακολουθούν τον δρόμο της παρακμής γίνονται νευρικοί και συναισθηματικοί».

Θα πρέπει λοιπόν να πειστώ ότι: 1) Αυτή η παρακμή διαρκεί εδώ και καιρό ή 2) ότι τα πήγαινε-έλα της ιστορίας μάς έφεραν ξανά στην εποχή του εκνευρισμού.

Στην πραγματικότητα, ένα ρεύμα κακής διάθεσης διαπερνά όλες τις εποχές, κι είναι απολύτως φυσιολογικό (ο Φλωμπέρ το εξήγησε πολύ καλά στη Συναισθηματική Αγωγή). Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, αυτό το ρεύμα διοχετευόταν προς έναν στόχο και οι λόγοι ήταν προφανείς. Την άνοιξη του 1993, στην αρχή της επιχείρησης Καθαρά Χέρια που έμελλε να σαρώσει μια ολόκληρη πολιτική τάξη, τα νομίσματα που είχαν πετάξει στο πρόσωπο του σοσιαλιστή ηγέτη Μπετίνο Κράξι είχαν έναν συγκεκριμένο στόχο (έναν αποδιοπομπαίο τράγο). Στην αρχή της δεκαετίας του 2000, πάλι, ο αντιμπερλουσκονισμός είχε κινητοποιήσει μια μεγάλη ενέργεια εναντίον του ανοξείδωτου «Καβαλιέρε».

Η κακή διάθεση που χαρακτηρίζει αυτό το θλιβερό τέλος της δεκαετίας του 2010, αντίθετα, είναι ένας διαρκής θυμός, όχι αντιπολιτικός όπως υποστηριζόταν πριν από λίγα χρόνια, αλλά προ-πολιτικός. Τι συμβαίνει αλήθεια; Γιατί οι συμπατριώτες μου έχασαν το χαμόγελό τους; Γιατί ξυπνάω κάθε πρωί με μια αίσθηση πίκρας;

Είναι αλήθεια ότι πριν από μερικά χρόνια δεν θα μπορούσα να φανταστώ έναν Ματέο Σαλβίνι στο υπουργείο Εσωτερικών. Για να παραφράσω όμως τον τραγουδιστή Τζόρτζιο Γκάπερ, ίσως να πρέπει να φοβάμαι λιγότερο τον ίδιο τον Σαλβίνι από τον Σαλβίνι μέσα μου. Είμαι από την άλλη πλευρά του οδοφράγματος: όταν μιλά για εθνοκάθαρση ή για υποχρεωτικούς επαναπατρισμούς, όταν χλευάζει τους διανοούμενους που του αντιτίθενται (έφτασε να κάνει μήνυση στον Ρομπέρτο Σαβιάνο), αναρωτιέμαι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να παραμείνω πιστός σε ορισμένες θεμελιώδεις αρχές της ανθρωπιάς. Και όταν διαβάζω τα tweets των οπαδών του για το πόσο αστείο είναι το θέαμα μιας γυναίκας που διασώζεται στη θάλασσα, ανατριχιάζω. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο απάνθρωπος. Χωρίς να λογαριάζω τον κίνδυνο να παίξω τον ρόλο του αδιάλλακτου απέναντι στους αδιάλλακτους.

Ποια είναι η διέξοδος; Δεν ξέρω. Εχω την αίσθηση όμως ότι ζούμε σε μια εποχή διαφορετική από εκείνη που ζητούσαν γκιλοτίνες για τους διεφθαρμένους της Πρώτης Ιταλικής Δημοκρατίας ή από εκείνη όπου επικρατούσε αναταραχή για τον μπερλουσκονισμό. Εχω την εντύπωση ότι παρίσταμαι – αδύναμος και συνένοχος – στην εποχή του πολλαπλασιασμού του Εχθρού.

Ένα παράδειγμα: είμαι εχθρός του Σαλβίνι, και ταυτόχρονα είμαι και εχθρός δικός σου, που του πλέκεις το εγκώμιο και, κατά συνέπεια, με θεωρείς εχθρό σου. Σου ανταποδίδω τα ίσα, πολύ περισσότερο που θεωρείς τους μετανάστες εχθρούς, ενώ εγώ δεν θα σταματήσω ποτέ να καταγγέλλω σ’εκείνους τους εχθρούς τους. Πού μας οδηγεί όλο αυτό; Σε μια αμοιβαία δυσπιστία που είναι αδύνατον να υποχωρήσει, σε μια διαδοχή ίδιων φράσεων που διατυπώνονται με τον ίδιο τρόπο, σε μια επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων που έχουν τα αυτιά τους κλειστά.

«Στο πρώτο του μάθημα κολύμβησης, ο τρίχρονος γιος μου κινδύνευε περισσότερο από αυτούς τους τύπους», τους μετανάστες: όταν ανακτώ την ψυχραιμία μου έχοντας διαβάσει αυτή τη φράση που έγραψε στο Διαδίκτυο ένας ηλίθιος – να’το, βλέπετε! – , αισθάνομαι να αναδύονται πολλά δυσάρεστα ερωτήματα από το βάθος του ψυχισμού μου. Δυσάρεστα και αναγκαία: έχει πραγματικά νόημα να κάνεις διαγωνισμό ανθρωπιάς με τον γείτονά σου ή τον συνεπιβάτη σου στο μετρό; Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό, να είσαι «πιο ανθρώπινος» από κάποιον άλλο; Φοβάμαι ότι δεν θα βγούμε ποτέ από αυτόν τον μύλο έτοιμων φράσεων και επιθετικών προτάσεων αν δεν βρούμε, ή κατασκευάσουμε όλοι μαζί, μια απάντηση.

Γιατί όλο αυτό το διάστημα η νευρικότητα και η κακή διάθεση έχουν εισβάλει στην καθημερινότητα: μας κάνουν να στριγγλίζουμε μπροστά σε ένα ασήμαντο γεγονός, να βγαίνουμε στο δρόμο φορώντας τον μανδύα του υπερήρωα των προκαταλήψεων. Ολοι έχουμε γίνει κατά βάθος κακοί, όλοι νιώθουμε απελπισία και όλοι έχουμε την ψευδαίσθηση ότι έχουμε δίκιο.

Στις συνθήκες αυτές, η δημόσια συζήτηση δεν προχωράει ρούπι. Και ενώ ο Ματέο Ρέντσι ασχολείται με την τηλεόραση, το Δημοκρατικό Κόμμα έχει γίνει φάντασμα, τα μέλη της Λέγκας κυβερνούν παρακάμπτοντας τον πρωθυπουργό και εκείνα του Κινήματος Πέντε Αστέρων δεν είναι παρά η χλωμή καρικατούρα του εαυτού τους, οι Ιταλοί διατρέχουν τον κίνδυνο να ενταχθούν σε ένα νέο κόμμα. Το κόμμα «ο εαυτός μου».

Πολλαπλασιάστε αυτό το φαινόμενο επί 60 εκατομμύρια πολίτες και θα νιώσετε να ασφυκτιάτε. Θα συνειδητοποιήσετε όμως και την πραγματική πρόκληση για τους κατοίκους αυτής της χώρας: να πάψουν να είναι επαγγελματίες του καγχασμού, να σταματήσουν να είναι αποκλειστικά εναντίον και να επιλέξουν να είναι εκ νέου υπέρ κάποιου πράγματος. Που να είναι πέρα από την αυλή τους και τη δεξαμενή των βεβαιοτήτων τους.

(*) Ο Πάολο ντι Πάολο είναι ιταλός συγγραφέας

(Πηγή: Liberation- ΑΠΕ ΜΠΕ)