Του Κας Μούντε (*)
Οι ημέρες που ακολουθούν τις εκλογικές αναμετρήσεις μοιάζουν συχνά με την ημέρα της μαρμότας: κάθε φορά που ένα ακροδεξιό κόμμα προκαλεί «σοκ» με τις επιδόσεις του, διάφοροι αριστεροί και δεξιοί υποστηρίζουν ότι τα συστημικά κόμματα πρέπει να είναι πιο «ρεαλιστικά» στο θέμα της μετανάστευσης και στα «προβλήματα» της πολυ-πολιτιστικότητας, αφού ο «κόσμος» (δηλαδή οι λευκοί) ανησυχεί για τις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω του.
Μετά το σύντομο κύμα ευφορίας που ακολούθησε τις νίκες του Εμανουέλ Μακρόν στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, οι γερμανικές και αυστριακές εκλογές επανέφεραν στο προσκήνιο το ηττοπαθές αφήγημα «αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε μαζί τους». Αυτό είναι το μάθημα από τις εκλογές στην Αυστρία και την Ολλανδία, όπου- σύμφωνα με τους ίδιους τους νικητές- ο «καλός λαϊκισμός» της συστημικής Δεξιάς νίκησε τον «κακό λαϊκισμό» της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Στις γερμανικές εκλογές, αντίθετα, ο μη-λαϊκισμός της Αγγελα Μέρκελ έχασε έδαφος απέναντι στον κακό λαϊκισμό της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.
Αυτή η ερμηνεία είναι τόσο λανθασμένη, ώστε απορεί κανείς πραγματικά για τους λόγους που κυριάρχησε. Πρώτα απ’ όλα, στην Ολλανδία, ο «καλός λαϊκισμός» του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, που παρεμπιπτόντως έφερνε περισσότερο σε νατιβισμό (δηλαδή ξενοφοβικό εθνικισμό) παρά σε λαϊκισμό, δεν «νίκησε» τη ριζοσπαστική Δεξιά. Το Λαϊκό του Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) έχασε πάνω από 5% σε σχέση με τις εκλογές του 2012, όπου το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Γκερτ Βίλντερς κέρδισε 3%. Αν συνυπολογιστεί και το νέο κόμμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς «Φόρουμ για τη Δημοκρατία», ο «κακός λαϊκισμός» σχεδόν έφτασε το ποσοστό-ρεκόρ που σημείωσε τοPVV στις εκλογές του 2010.
Δεύτερον, στην Αυστρία, ο οπορτουνιστής Σεμπάστιαν Κουρτς μπορεί να έβγαλε από το τέλμα το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (ΟVP) αποσπώντας ψήφους από το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (FPO), αλλά αυτό έγινε σε μια στιγμή που όλα τα κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς στην Ευρώπη χάνουν έδαφος. Ο λόγος είναι απλός: τα κόμματα αυτά ενισχύθηκαν ως αποτέλεσμα της προσφυγικής κρίσης και επιστρέφουν στα «κανονικά» τους ποσοστά όταν η κρίση αυτή μοιάζει να επιλύεται χάρις στη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Επιπλέον, ο Κουρτς απλώς άλλαξε τον επικεφαλής του κυβερνητικού συνασπισμού, όχι τη σύνθεσή του.
Τρίτον, στη Γερμανία, η εικόνα είναι λιγότερο καθαρή απ’ όσο συνήθως παρουσιάζεται. Ναι, οι χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ έχασαν ψήφους, ενώ το AfD κέρδισε, το κέρδος αυτό όμως προήλθε κυρίως από πολίτες που δεν προσέρχονται συνήθως στις κάλπες και από το κόμμα της Αριστεράς, που έχει δύναμη κυρίως στην ανατολική Γερμανία. Γι’ αυτό και τα ποσοστά του AfD στα νέα κρατίδια της πρώην Ανατολής ήταν διπλάσια από εκείνα στα παλιά κρατίδια της Δύσης. Επιπλέον, η Χριστιανοσοσιαλιστική Ένωση (CSU)- αδελφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών στη Βαυαρία- υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές της φιλικής προς τους πρόσφυγες γραμμής της Μέρκελ και υποστήριξε τον Βίκτορ Ορμπαν, τον κυριότερο αντίπαλο της πολιτικής της καγκελαρίου στην ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, η CSU πήγε ακόμη χειρότερα από την CDU στις τελευταίες εκλογές και το ποσοστό του AfD στη Βαυαρία ήταν υψηλότερο από το μέσο ποσοστό του στα άλλα κρατίδια της πρώην Δύσης.
Η μετανάστευση και η ενσωμάτωση είναι πράγματι ζητήματα που απασχολούν έναν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων, που εκτείνεται πέραν των δεξιών κομμάτων. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με άλλα ζητήματα, όπως η παιδεία, η απασχόληση, η περίθαλψη και οι συντάξεις. Και πολλοί από τους ψηφοφόρους των λαϊκιστικών κομμάτων της ριζοσπαστικής Δεξιάς δεν υποκινούνται μόνο από τον αυταρχισμό και τον νατιβισμό, αλλά και από ισχυρά αισθήματα κατά του κατεστημένου, που τους κάνουν καχύποπτους απέναντι σε όλες τις υποσχέσεις των συστημικών κομμάτων, ακόμη κι αν χαρακτηρίζονται από αυταρχισμό και νατιβισμό.
Αν έχουμε μάθει κάτι τα 25 τελευταία χρόνια, είναι ότι η δεξιά στροφή των συστημικών κομμάτων, είτε ανήκουν στην κεντροδεξιά είτε στην κεντροαριστερά, έχει μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη. Ηγέτες όπως ο Βόλφγκανγκ Σίσελ ή ο Νικολά Σαρκοζί μόνο πρόσκαιρα εκτόπισαν τους ριζοσπάστες αντιπάλους τους. Μακροπρόθεσμα, όχι μόνο η ριζοσπαστική λαϊκιστική Δεξιά επέστρεψε, αλλά το πολιτικό φάσμα μετακινήθηκε ακόμη πιο δεξιά, με αποτέλεσμα οι διαφορές ανάμεσα στη συστημική και τη ριζοσπαστική Δεξιά να γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτες.
Υπάρχει ένας διδακτικός παραλληλισμός με την υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού από την κεντροαριστερά. Ενώ ο βρετανικός «τρίτος δρόμος» και το γαλλικό «νέο κέντρο» οδήγησαν σε μια πρόσκαιρη ενίσχυση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε διάφορες χώρες της δυτικής Ευρώπης, μακροπρόθεσμα τα κατέστησαν άχρηστα. Αν τα κεντροδεξιά κόμματα κάνουν το ίδιο λάθος σε κοινωνικο-πολιτισμικά ζητήματα, κινδυνεύουν να έχουν την ίδια τύχη. Ωθώντας την πολιτική όλο και πιο δεξιά, θα βρεθούν μπροστά στο εξής δίλημμα: είτε να παραμείνουν πιστά στον ιδεολογικό τους πυρήνα, και να αντιμετωπίσουν την οργή των ριζοσπαστικοποιημένων ψηφοφόρων, είτε να τους δώσουν αυτό που θέλουν και να γίνουν ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς.
Βλέπουμε πώς εξελίσσονται τα πράγματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι επιτακτική ανάγκη να μην επαναλάβουν τα συστημικά δεξιά κόμματα της Ευρώπης το ίδιο λάθος.
(Πηγή: The Guardian- ΑΠΕ- ΜΠΕ)
(*) Ο Κας Μούντε είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια και ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών για τον Εξτρεμισμό του Πανεπιστημίου του Οσλο.