Πολιτικά παιχνίδια στη Δικαιοσύνη και δικαστικά παιχνίδια στην πολιτική

ΑΠΕ ΜΠΕ/ΑΠΕ ΜΠΕ/ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΪΤΑΣ

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣΤο είχε πει πρώτος ο Βαγγέλης Βενιζέλος: έχουμε δύο υπουργούς Δικαιοσύνης. Επιβεβαιώθηκε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Άλλο Παρασκευόπουλος, άλλο Παπαγγελόπουλος. Ποιον από τους δυο θα διαλέξει ο Πρωθυπουργός, όταν έλθει η ώρα, είναι προφανές. Προέκυπτε ανάγλυφα από την τελευταία ομιλία του στη Βουλή.

Σ’ αυτή την ομιλία υπήρχε ένα σημείο που διέλαθε  της προσοχής της αντιπολίτευσης. Ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε με έμφαση ότι η κυβέρνησή του πιστεύει τόσο πολύ στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ώστε με κάθε ευκαιρία στηρίζει τους δικαστές που τιμούν τον όρκο τους και καταδικάζει  τους υπόλοιπους.

Είπε για την ακρίβεια ο Πρωθυπουργός.‘Οι πρωτοβουλίες μας στηρίζουν όλους εκείνους τους δικαστικούς λειτουργούς που σέβονται τον όρκο τους και, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, επιτελούν με αυταπάρνηση τον ρόλο και το καθήκον τους, αυτούς τους δικαστικούς λειτουργούς που δεν χαρίζονται, που δεν εξαγοράζονται, που δεν υποκύπτουν σε πιέσεις. Κι αυτοί θα είναι οι βασικοί σύμμαχοι στην προσπάθειά μας’.  Και συνέχισε  ‘Όμως, ταυτόχρονα, θα πρέπει να γνωρίζουν και όσοι θέλουν να αναπαράγουν τις πρακτικές του παρελθόντος, ότι θα μας βρουν απέναντί τους’

Από  πότε οι δικαστές μπορούν να είναι σύμμαχοι ή όχι στις προσπάθειες μιας κυβέρνησης; Η δουλειά τους είναι να κρίνουν δίκαια, έντιμα και αμερόληπτα και να αποδίδουν δικαιοσύνη. Τίποτε άλλο. Και δουλειά της κυβέρνησης είναι να εισηγείται στη Βουλή τους καλύτερους δυνατούς νόμους και να εξασφαλίζει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης. Τίποτε άλλο. Ούτε απέναντι σε κανέναν, ούτε υπέρ κανενός. Για κακούς δικαστές υπάρχουν αρμόδια δικαστικά όργανα.

Με άλλα λόγια ο Πρωθυπουργός δεν είχε καμιά δυσκολία να παραδεχτεί ότι η κυβέρνηση όχι απλώς επεμβαίνει στη Δικαιοσύνη, αλλά και διαχωρίζει τους δικαστές σε καλούς και κακούς. Ποιος  είναι αυτός που αποφαίνεται; Προφανώς η ίδια.  Και όταν δεν έχει χρόνο μπορεί  να το κάνει η πρόεδρος του Άρειου  Πάγου  προς την οποία εκχωρήθηκαν προσωπικές πειθαρχικές αρμοδιότητες.

Σε άλλη χώρα αυτή η δήλωση θα ξεσήκωνε θύελλα. Γιατί φυσικά δεν είναι δουλειά του Πρωθυπουργού να βαθμολογεί τους δικαστικούς λειτουργούς και να τους κατατάσσει σε κατηγορίες. Όπως φυσικά δεν είναι και δουλειά του υπουργού Δικαιοσύνης να συζητάει δικογραφίες με ανακριτές. Όπως ο υπουργός Οικονομικών δεν είναι φορολογική αρχή έτσι και ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν είναι  δικαστική αρχή.

Ωστόσο, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας, αυτό που κάνει η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι πρωτότυπο και  πρωτοφανές. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Και υπάρχουν αμέτρητες καταγεγραμμένες περιπτώσεις.

Η υποκρισία με την οποία το ένα κόμμα προσπαθεί να κρύψει τις δικές του παρεμβάσεις και να αναδείξει τις παρεμβάσεις του άλλου είναι εξοργιστική και ευτελίζει το δικαστικό σώμα το οποίο φέρεται να διχάζεται από τις προτιμήσεις του στη μια ή στην άλλη πολιτική παράταξη.

Κι αυτά τα λένε από το βήμα της Βουλής άνθρωποι που έκαναν τους αδέκαστους ως δικαστές και μόλις συνταξιοδοτήθηκαν έσπευσαν να πολιτευτούν- ουσιαστικά να ανταμειφτούν για υπηρεσίες που πρόσφεραν στα κόμματα. Ποιος  θα πιστέψει ότι ένας πρώην δικαστής που βρέθηκε στο ψηφοδέλτιο ενός κόμματος ήταν αμερόληπτος;

Το κωμικοτραγικό είναι ότι αυτή την κυβέρνηση  παρεμβαίνει στη Δικαιοσύνη για να εξουδετερώνει τις παρεμβάσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων που έχουν ακόμη τον τρόπο τους. Τα δικαστήρια δηλαδή είναι πεδίο συγκρούσεων δυο αντιμαχόμενων ομάδων δικαστικών λειτουργών, η  κάθε μία από τις οποίες επηρεάζεται αναλόγως , από  τη σημερινή κυβέρνηση ή από τις προηγούμενες. 

Στην πραγματικότητα υπάρχει και τρίτη ομάδα υπό επιρροή: όσοι δέχονται πιέσεις  από οικονομικά συμφέροντα, μιντιακούς παράγοντες και άλλους ισχυρούς της εξουσίας και του χρήματος. Για να μην αναφερθούμε στα προδικαστικά  κυκλώματα που ενεργούν για λογαριασμό τους.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις ομάδες οι ακέραιοι δικαστικοί λειτουργοί, που  είναι συνήθως και οι πιο ικανοί, συνθλίβονται. Παραγκωνίζονται, χάνουν προαγωγές,   εξουδετερώνονται  από τα συστήματα  όταν προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους με αμεροληψία και ευσυνειδησία. Χρειάζεται  μεγάλη δύναμη ψυχής για να είναι κάποιος δικαστής σήμερα.

Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, που ουσιαστικά καταλύεται από τη νομοθεσία για τη διοίκηση και τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος,  γίνεται αυτή την περίοδο μπαλάκι  ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες ομάδες  η κάθε μια από τις οποίες προσπαθεί να πάει τα πράγματα εκεί που επιθυμούν οι πολιτικές παρατάξεις και τα οικονομικά συμφέροντα που τις επηρεάζουν. Είναι ένα παιχνίδι μέτρων και αντίμετρων.

Συμπέρασμα. Δεν υπάρχουν μόνο δυο υπουργοί Δικαιοσύνης που λέει ο Βενιζέλος. Υπάρχουν και δυο Δικαιοσύνες: αυτή που πρόσκειται στη συμπολίτευση και αυτή που πρόσκειται στην αντιπολίτευση. Υπάρχουν πολιτικοί που δικάζουν και δικαστές που πολιτεύονται.

Αλλά όσες φορές  η Δικαιοσύνη προσπάθησε να τροφοδοτήσει την πολιτική και η πολιτική να  καθοδηγήσει τη Δικαιοσύνη το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για τη Δημοκρατία. Και από αυτή την καταστροφή κανείς δεν βγαίνει αλώβητος.