Της Σοφίας Αραβοπούλου
Πού βρισκόμαστε στο “Μακεδονικό”; Το ερώτημα είναι εύκολο και ως τέτοιο αρκετοί προχωρούν σε εκτιμήσεις τόσο για τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές προσεγγίσεις. Πρόωρες, θα έλεγε κανείς, με δεδομένο ότι η διαπραγμάτευση είναι ανοιχτή και οι προσπάθειες σύγκλισης των δύο πλευρών συνεχίζονται με τις αποστάσεις να κινούνται σε μορφή “ακορvτεόν”.
«Φεύγω περισσότερο αισιόδοξος από ό,τι ήρθα» ήταν η χαρακτηριστική φράση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, στην πτήση της επιστροφής από τα Σκόπια στην Αθήνα, πριν από 5 μέρες, σε μία συνομιλία με τους -πολλούς- δημοσιογράφους που τον συνόδευσαν στην πρώτη ιστορική προσγείωση ελληνικού αεροσκάφους στο μετονομασμένο πλέον αεροδρόμιο της πρωτεύουσας. Από αερολιμένα του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε Διεθνή Αερολιμένα των Σκοπίων. Βήμα διόλου ευκαταφρόνητο, καθώς ήταν ένας από τους πρώτους όρους που έθετε η ελληνική πλευρά για την εξάλειψη του αλυτρωτισμού ως βασική προϋπόθεση για την εξεύρεση λύσης στο θέμα της ονομασίας της γειτονικής χώρας.
Αλλά αν αυτό το βήμα, όπως και κάποια άλλα μικρότερα εύκολα, έγιναν, ο δρόμος προδιαγράφεται ακόμα μακρύς και δύσβατος, σε βασικά σημεία που αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους στον συμβιβασμό, για να διαφανεί βάσιμη δυνατότητα λύσης. Το όνομα, με σύνθετο και γεωγραφικό προσδιορισμό, με την εκφορά του σε μία λέξη και κατά προτίμηση στη σλαβική γλώσσα, για όλες τις χρήσεις, όπως ζητά η ελληνική πλευρά και συμφωνούν αρκετά κόμματα της αντιπολίτευσης, είναι το πιο βατό στην όλη διαδικασία. Το δύσκολο, κατά πολλούς -όπως και ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος- ανυπέρβλητο εμπόδιο, είναι η αλλαγή του συντάγματος της ΠΓΔΜ που θα θωρακίσει τη συμφωνία και θα την καταστήσει αδιάβλητη στο χρόνο, πέρα από τη νομική διεθνή της διάσταση.
Επ΄ αυτού η σκοπιανή πλευρά, δια στόματος τού πρωθυπουργού της Ζόραν Ζάεφ, προ δεκαπενθημέρου, με καταιγισμό συνεντεύξεών του σε διεθνή μέσα, έσπευδε να δηλώνει ότι δεν θεωρείται αναγκαία, κάνοντας το “ακορτεόν” τής απόστασης να ανοίγει. Ένα ζήτημα, όμως, που προκύπτει είναι αν η κυβέρνηση Ζάεφ έχει την αναγκαία πλειοψηφία για την εκπλήρωση αυτού του όρου που θέτει η Αθήνα. Σε ποιο βαθμό και αν θα μπορούσε να σχηματιστεί μία ευρύτερη συναίνεση από τα κόμματα στο Κοινοβούλιο, ώστε να προχωρήσουν και οι αλλαγές στο Σύνταγμα και να δεσμευθούν τα κόμματα του κοινοβουλευτικού τόξου της ΠΓΔΜ στην συμφωνηθείσα λύση.
Δεν ήταν τυχαίο ότι στην πρόσφατη επίσκεψή του στα Σκόπια, ο Νίκος Κοτζιάς είχε προγραμματίσει να επισκεφθεί τους αρχηγούς των κομμάτων και κυρίως τον Χρίστιαν Μίτσκοσκι, αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του VMRO του εθνικιστικού κόμματος του πρώην πρωθυπουργού Γκρούεφσκι. Ίσως από τη συνάντηση αυτή να άντλησε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ένα κομμάτι από την “περισσότερη αισιοδοξία” με την οποία έφευγε από τα Σκόπια, καθώς, όπως είπε ο ίδιος, ο κ. Μίτσκοσκι του δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένος να συμβάλει και αυτός στην επίτευξη της λύσης. Σχετικά ενθαρρυντική ήταν και η στάση του κ. Ντιμιτρόφ ο οποίος, στο πλαίσιο της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον κ. Κοτζιά, μολονότι αναγνώρισε τις δυσκολίες στη χώρα του δεν απέκλεισε ούτε την αλλαγή του Συντάγματος, ούτε τη σύνθετη ονομασία σε μία λέξη.
Είναι σαφές ότι η πλευρά της ΠΓΔΜ δεν έχει το μεγάλο ζήτημα της κοινωνικής αντίδρασης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Και αυτό, πέρα από τις δημοσκοπήσεις που καταγράφουν ένα 65% των πολιτών της γείτονος να είναι υπέρ της λύσης, διαφάνηκε ξεκάθαρα όταν έξω από το χιονισμένο υπουργείο Εξωτερικών των Σκοπίων, την ώρα που ο κ. Κοτζιάς είχε τη συνάντηση με τον ομόλογό του Νικόλα Ντιμιτρόφ στο εσωτερικό διαδήλωναν σε ένδειξη διαφωνίας 27 -μετρημένα- άτομα, στην συντριπτική πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι.
Πέραν, όμως, της κοινωνικής αντίδρασης στην Ελλάδα, που κάποιοι εντέχνως σφετερίζονται το θυμικό ενός καταπονημένου ελληνικού λαού, πατώντας σε μία στρεβλή έννοια πατριωτισμού, το πολιτικό σκηνικό δεν συνηγορεί ως προς την ουσία του ζητήματος: ότι επιτέλους πρέπει, με κάποιον αξιοπρεπή και για τις δύο πλευρές συμβιβασμό, να λυθεί το θέμα αυτό που μας ταλανίζει 25 χρόνια και να πάμε παραπέρα. Σε κάτι καλύτερο για όλους -που θα δώσει και σταθερότητα στην άκρως ασταθή περιοχή μας- έξω από το τέλμα, την αδράνεια, τον στρουθοκαμηλισμό και τις ανιστόρητες παγιωμένες παρεξηγήσεις ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική, ενώ το προφανές και αυτονόητο είναι ότι η ελληνική Μακεδονία είναι ελληνική.
Κομματικές και μικροκομματικές αντιπολιτευτικές διαμάχες δίνουν την εικόνα μιας Ελλάδας που δεν τιμά κανέναν και μάταια οι υποστηριχτές της λύσης και των προσπαθειών, πρωτοστατούντος του υπουργού Εξωτερικών της χώρας, κάνουν εκκλήσεις για πραγματικό πατριωτισμό. Διότι είναι άλλο η πατριωτική ρητορική και άλλο ο πραγματικός σύγχρονος και έμπρακτος πατριωτισμός, όπως τόνισε γι΄ αυτό το θέμα και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος.
Και γεννάται το ερώτημα: Αλήθεια, πώς θα ήταν τα πράγματα αν τουλάχιστον σε αυτό το ζήτημα είχαμε μία πατριωτική ομοψυχία αντί της “πατριωτικής” φαγωμάρας με την οποία πάντα βάζαμε “γκολ” στην έδρα μας; Αλλά και ερωτήματα, όπως: Πόση περηφάνια ως πολίτης μπορεί να αντλήσει ο Έλληνας- Έλληνας Μακεδόνας ή μη- από την εσωτερική μάχη των …δαχτύλων του ενός εναντίον του άλλου των πολιτικών μας εκπροσώπων; Πόσο μετράει στην πραγματικότητα το μέλλον της χώρας μας μπροστά στη διεκπεραίωση του πολιτικού παρόντος και των πελατειακών εντυπώσεων των κομμάτων;