
Του Σωκράτη Αργύρη
Car le fascisme, ce n’est pas d’ empêcher de dire, c’ est d’ obliger à dire[Γιατί ο φασισμός δεν σε εμποδίζει να μιλήσεις, αλλά σε υποχρεώνει πώς να μιλήσεις]- Roland Barthes, εναρκτήριο μάθημα στο College de France, 1977
Η δημοκρατία, όπως την κληρονομήσαμε από τον Διαφωτισμό, δεν είναι ποτέ ένα δεδομένο· είναι μια πράξη διαρκούς αναστοχασμού, μια ανοιχτή διαδικασία νοήματος. Στην εποχή μας όμως, αυτή η διαδικασία φαίνεται να έχει εξαντληθεί. Οι πολίτες των δυτικών δημοκρατιών, κουρασμένοι από τη γλώσσα των θεσμών, βυθισμένοι στη μοναξιά των οθονών και στην αβεβαιότητα της οικονομίας, στρέφονται όλο και περισσότερο προς λόγους που υπόσχονται καθαρότητα, ασφάλεια και απλότητα.
Σ’ αυτό το κενό ανάμεσα στη γλώσσα και την εμπειρία, ανάμεσα στο νόημα και τη βία, αναδύεται ξανά εκείνο που ο Ουμπέρτο Έκο ονόμασε Ur-fascismo: ο αιώνιος φασισμός, όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως διαρκής πειρασμός του ανθρώπινου λόγου.
Ο Έκο είχε δει, ήδη από τη δεκαετία του ενενήντα του προηγούμενου αιώνα, πως ο φασισμός δεν επιστρέφει ποτέ με τη στολή του παρελθόντος. Επανέρχεται μεταμφιεσμένος, μέσα από νέους μύθους και τεχνολογίες, μέσα από τα ίδια τα μέσα της δημοκρατίας. Ο φασισμός, έλεγε, δεν είναι ένα σύστημα, αλλά ένα σύνολο σημείων — μια σημειολογία του φόβου, της υπεραπλούστευσης, της λατρείας του ενός νοήματος. Και σήμερα, σε μια εποχή που ο δημόσιος λόγος συμπυκνώνεται σε συνθήματα, σε ψηφιακά μοτίβα και σε οργισμένες επαναλήψεις, αυτή η σημειολογία βρίσκει το κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει.
Η διάβρωση της εμπιστοσύνης απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς δεν είναι μονοσήμαντο αποτέλεσμα εποχής ή τεχνολογίας· προέκυψε από αλληλουχία πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων. Η παγκοσμιοποίηση, η μεταβολή της αγοράς εργασίας, η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και οι πολιτικές λιτότητας δημιούργησαν ρωγμές στην κοινωνική συνοχή. Ο εργάτης, ο μικροεπαγγελματίας, η σταθερή μεσαία τάξη είδαν την ασφάλεια και την προβλεψιμότητα να μειώνονται, και μαζί μ’ αυτά μειωνόταν και η πίστη στο κοινό συμφέρον. Η δημοκρατία, που απαιτεί συμμετοχή και προσδοκία, έχασε κομμάτι από τη δυνατότητά της να προσφέρει νόημα. Η απώλεια αυτή έγινε πεδίο για την ακροδεξιά: όχι μόνο πολιτική επιλογή, αλλά συναισθηματική ανακούφιση.
Σε κοινωνιολογικό επίπεδο, η αίσθηση εγκατάλειψης και ο φόβος της κοινωνικής κάμψης έχουν μετασχηματιστεί σε ιδεολογική πρώτη ύλη. Η έννοια της λουμπενοποίησης —η υποβάθμιση θέσεων, η προσωρινότητα της εργασίας, οι ασταθείς εισοδηματικές συνθήκες— δημιουργεί ψυχικές και συλλογικές ανάγκες. Οι απλοϊκές απαντήσεις της ακροδεξιάς, η υπόσχεση επιστροφής σε έναν υποτιθέμενο «άνετο» παρελθόντα χρόνο, λειτουργούν σαν επιδέξια θεραπεία για την αβεβαιότητα: προσφέρουν μία ταυτότητα, έστω φαντασιακή, έστω επανορθωτική. Σε αυτό το επίπεδο, η πολιτική γίνεται θέαμα της ταυτότητας και όχι μέριμνα για το κοινό καλό.
Η τεχνολογική αλλαγή επέτεινε και μετασχημάτισε αυτές τις διαδικασίες. Τα μέσα επικοινωνίας δεν περιορίζουν πλέον την κυκλοφορία ιδεών· την πολλαπλασιάζουν. Όμως η πολλαπλασιαστική δύναμη των ψηφιακών δικτύων συνοδεύεται από φαινόμενα που αποδιαρθρώνουν τη συλλογική σφαίρα: η θυματοποίηση της πληροφορίας, η άνοδος των ψευδών αφηγήσεων, η δημιουργία κλειστών κοινοτήτων με ομοιογενή άποψη. Οι αλγόριθμοι, που φιλτράρουν και επαναφέρουν περιεχόμενο προς επιβεβαίωση, δεν είναι ουδέτεροι· παράγουν συνθήκες αναπαραγωγής της επιβεβαίωσης και ενίσχυσης του θυμού. Στο πλαίσιο αυτό η γλώσσα της πολιτικής έχει μεταβληθεί: η επανάληψη και η συναισθηματική φόρτιση υπερισχύουν της επιχειρηματολογίας και της συλλογιστικής.
Ας σταθούμε λίγο στη σημειολογία αυτού του μετασχηματισμού. Ο Ρολάν Μπαρτ είχε δείξει πως οι μύθοι λειτουργούν ως δεύτερες φύσεις — δεν περιγράφουν απλώς έναν κόσμο, αλλά καθιστούν κάποιες όψεις του κόσμου «φυσικές». Η ακροδεξιά σύγχρονου τύπου δεν επιχειρεί πλέον μόνο να περιγράψει την κοινωνία· επιχειρεί να κάνει τα σύμβολα να φαίνονται φυσικά: η εθνική καθαρότητα, η απειλή του ξένου, η αφοσίωση στην ηγεσία. Όταν οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους και γίνονται εντολές, όταν το «λαός», η «πατρίδα», ο «κίνδυνος» μετατρέπονται σε επιταγές, τότε ο δημόσιος λόγος υπακούει σε μια νέα λογική εξουσίας. Ο Μπαρτ είχε συνοψίσει με τη φράση που προτάξαμε: ο φασισμός δεν επιβάλλει μόνο σιωπή· επιβάλλει λόγο.
Η σημερινή ακροδεξιά εκμεταλλεύεται επίσης τις αδυναμίες της εκπαιδευτικής και πολιτισμικής σφαίρας. Όταν η δημόσια παιδεία αποκτά τεχνικό χαρακτήρα και η κριτική σκέψη αποδυναμώνεται, η δυνατότητα των πολιτών να αναστοχαστούν πάνω στις αφηγήσεις μειώνεται. Η επανάκτηση του νοήματος, λοιπόν, περνά αναγκαία μέσα από την ανανέωση της παιδείας: όχι μόνο τεχνογνωσία, αλλά διδασκαλία της σημασίας, της ανάγνωσης των συμβόλων, της ιστορικής μνήμης. Η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς απαιτεί ταυτόχρονα εκπαίδευση και τη συγκρότηση μιας κοινότητας ικανής να σκέφτεται κριτικά.
Είναι επομένως αναγκαίο να διακρίνουμε δύο επίπεδα δράσης. Το πρώτο αφορά τα θεμελιώδη ζητήματα της καθημερινής ζωής: τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, τον περιορισμό της οικονομικής ανισότητας, την πρόσβαση σε αξιοπρεπή εργασία και κατοικία. Όταν οι πολίτες νιώσουν ότι το κράτος τους παρέχει ασφάλεια, η ακροδεξιά χάνει πολλούς από τους λόγους ύπαρξής της. Το δεύτερο επίπεδο είναι σημειολογικό: αποδόμηση των μύθων, ανάδειξη πολυσημίας των λέξεων, ανάκτηση της δημόσιας γλώσσας για τον διάλογο και την αμφιβολία. Αυτές οι δύο παρεμβάσεις πρέπει να συμβούν παράλληλα: χωρίς κοινωνική ασφάλεια ο διάλογος είναι πολυτέλεια· χωρίς αλλαγή στο νόημα, η ασφάλεια μπορεί να μετατραπεί σε εθνικιστική νοσταλγία.
Η μελέτη της πολιτικής πρακτικής των σύγχρονων ακροδεξιών δυνάμεων δείχνει μια επιδέξια διασύνδεση των επιπέδων. Τα κόμματα και τα κινήματα αυτά συχνά συνδυάζουν ρητορική κοινωνικής προστασίας με έντονη σημειολογία αποκλεισμού· υπόσχονται οικονομική βελτίωση για τα μέλη της «δικής τους» κοινότητας και πολιτισμική καθαρότητα απέναντι στους «άλλους». Στο επίπεδο αυτό η τέχνη της επικοινωνίας παίζει κεντρικό ρόλο: επιμελημένα οπτικά πρότυπα, επαναλαμβανόμενα συνθήματα, στοχευμένες αφηγήσεις που απευθύνονται σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα. Η στρατηγική αυτή επιτυγχάνει ένα διπλό αποτέλεσμα: ικανοποιεί το συναίσθημα του ανήκειν και συγχρόνως θεσπίζει νέο γλωσσικό πλαίσιο — έτσι το «εμείς» γίνεται μονοσήμαντο και η κριτική εξοστρακίζεται.
Ωστόσο, η δημοκρατία διαθέτει εγγενείς μηχανισμούς αυτοθεραπείας. Η εμπειρία του εικοστού αιώνα διδάσκει πως η ανοχή, η κριτική και ο διαλογικός χαρακτήρας αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάσχεση αυταρχικών ρευμάτων: η ανοχή επιτρέπει στις διαφορετικές φωνές να εκφραστούν χωρίς καταστολή, η κριτική ενισχύει τη λογοδοσία και ο διαλογικός χαρακτήρας προάγει την κατανόηση μέσα από τη συζήτηση. Η επανεφεύρεση της δημόσιας σφαίρας σημαίνει την επανένταξη του πολιτικού λόγου στον καθημερινό βίο. Σημαίνει δημιουργία χώρων όπου η πολυφωνία δεν είναι ρητορικό στολίδι, αλλά πρακτική της καθημερινότητας. Σημαίνει επίσης την αξιοποίηση των μέσων επικοινωνίας για ενίσχυση της κριτικής, αντί της επιβεβαίωσης.
Από θεωρητική άποψη, ο Έκο και ο Μπαρτ προσέφεραν εργαλεία ώστε να αντιληφθούμε την ποιότητα της απειλής. Ο Έκο μας δωρίζει τη λίστα των συμπτωμάτων, τη διάγνωση των ιδιοτήτων που κάνουν έναν λόγο «σχεδόν φασιστικό». Ο Μπαρτ αφαιρεί την αυταπόδεικτη ουδετερότητα της γλώσσας και αποκαλύπτει πώς οι λέξεις κατασκευάζουν τον κόσμο. Η συγχώνευση των δύο προσεγγίσεων οδηγεί σε ένα λειτουργικό πλαίσιο: αναγνώριση των σημείων και αποδόμηση των συμβόλων.
Η πρακτική συνέπεια είναι προφανής: η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς δεν μπορεί να είναι μόνο καταστολή· πρέπει να είναι και παραγωγή άλλου νοήματος. Η πολιτική που απαντά στη φτώχεια και την ανασφάλεια με αποτελεσματικές κοινωνικές πολιτικές, που ανανεώνει τη δημόσια παιδεία και που ανοίγει την επικοινωνία σε πραγματικό διάλογο, είναι η μόνη που έχει πιθανότητες μακράς διάρκειας. Επιπλέον, χρειάζεται σημειολογική εργασία: στρατηγικές αντισυμβολισμού, παραγωγή αφηγημάτων που δεν φοβίζουν τη διαφωνία, αλλά την ενσωματώνουν ως πηγή δημιουργίας.
Στο τέλος, η μάχη ενάντια στην άνοδο της ακροδεξιάς είναι η μάχη για τη γλώσσα και την κοινότητα. Αν η κοινωνία ξαναμάθει να μιλά ανοιχτά, να αναρωτιέται και να διαφωνεί χωρίς να εξοστρακίζει, τότε ο πληθυσμός θα επανεφεύρει το κοινό νόημα. Όταν οι λέξεις ξαναγίνουν πεδίο ερμηνείας και όχι καταναγκασμού, τότε η δημοκρατία θα ανακτήσει την ικανότητά της να παράγει ιστορία χωρίς να παγιδεύεται σε μύθους. Και αν ο λόγος είναι η πρώτη ύλη της δημοκρατίας, τότε η προστασία της γλώσσας, της παιδείας και της κοινωνικής ισότητας είναι τα πραγματικά όπλα απέναντι στον αιώνιο πειρασμό του φασισμού.
Η κρίση της δημοκρατίας είναι λοιπόν πρώτα μια κρίση γλώσσας, ύστερα μια κρίση εμπιστοσύνης και τέλος μια κρίση της ίδιας της ύπαρξής της ως συλλογικό εγχείρημα. Ο Έκο μας υπενθυμίζει ότι η δύναμη του φασισμού δεν έγκειται στην καταστολή· έγκειται στην εσωτερικοποίηση της επιθυμίας για απλότητα, τάξη και ασφάλεια. Ο Μπαρτ, από την πλευρά του, διδάσκει ότι η σημασία δεν είναι στα αντικείμενα ή τις λέξεις καθαυτές, αλλά στις σχέσεις και τις αναγνώσεις που οικοδομούμε μέσα σε κοινωνικές πρακτικές. Η δημοκρατία, συνεπώς, οφείλει να καλλιεργεί συνεχώς το πεδίο της αμφισημίας, της ανοιχτότητας και της πολυφωνίας.
Μόνο όταν η κοινωνία συνειδητοποιήσει ότι η ασφάλεια δεν είναι συνώνυμο της μονοφωνίας και ότι η γνώση δεν είναι απλώς πληροφορία αλλά διάλογος, τότε η δημοκρατία θα μπορέσει να ανακτήσει την ικανότητά της να λειτουργεί ως συλλογική πράξη νόησης. Η παιδεία, η κριτική σκέψη, η επανεκμάθηση της ανάγνωσης των σημείων γύρω μας δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την αποτροπή της εσωτερικής μετάλλαξης της ελευθερίας σε φόβο.
Η ψηφιακή εποχή, με τα κοινωνικά δίκτυα και την αέναη ροή πληροφοριών, καθιστά πιο επείγουσα την ανάγκη αυτή. Ο πολίτης εκτίθεται σε συνεχή πίεση για ταχύτητα και βεβαιότητα, σε ένα περιβάλλον όπου η αμφιβολία θεωρείται αδυναμία. Η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται αυτή την πίεση, προσφέροντας συνθήματα έτοιμα για κατανάλωση και συναισθηματική ταυτότητα χωρίς διαπραγμάτευση. Ο Έκο θα υπογράμμιζε ότι αυτή η συνθήκη καθιστά τον Ur-fascismo πιο επικίνδυνο από ποτέ, διότι ενσωματώνεται μέσα στη δημοκρατία, αξιοποιεί τις ελευθερίες της για να εξαπλωθεί, και μεταμφιέζεται με όρους φυσικότητας και καθημερινότητας, καθιστώντας δύσκολο να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί.
Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει μόνο από εξωτερικές απειλές· κινδυνεύει από τη δική της αδυναμία να αυτοαναστοχαστεί. Η αποτυχία της να προσφέρει χώρο για συλλογικό νόημα, η αδυναμία της να συνδέσει πολιτικές διαδικασίες με βιώματα των πολιτών, η τάση της να αντικαθιστά τον διάλογο με τεχνοκρατικές αποφάσεις, όλα αυτά δημιουργούν κενά τα οποία η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται. Η πολιτική δεν είναι απλώς μηχανισμός κατανομής πόρων· είναι διαδικασία κατασκευής ταυτότητας, κοινωνικής μνήμης και συλλογικού νοήματος. Όταν η δημοκρατία παραβλέπει αυτή την πλευρά της, η αφοσίωση σε ένα «εμείς» μονοσήμαντο και εχθρικό προς το «άλλο» βρίσκει γόνιμο έδαφος.
Η σημερινή πολιτική σκηνή, ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες, χαρακτηρίζεται από έντονη προσωπικοποίηση, κατακερματισμό της πληροφορίας και αποσύνδεση ανάμεσα σε λόγο και δράση. Οι πολίτες παρακολουθούν αλλά δεν συμμετέχουν· αντιλαμβάνονται αλλά δεν αναστοχάζονται. Η επανάληψη και η συναισθηματική φόρτιση υπερισχύουν της συλλογιστικής, και οι μύθοι γίνονται εργαλεία χειραγώγησης. Ο Μπαρτ θα σημείωνε πως ο μύθος είναι δεύτερη φύση, και έτσι η ακροδεξιά δεν επιβάλλει απλώς πεποιθήσεις· νομιμοποιεί το συμβολικό, καθιστώντας «φυσικές» τις κοινωνικές ανισότητες, τους αποκλεισμούς και τον φόβο.Στο επίπεδο της εκπαίδευσης και της παιδείας, η κρίση είναι επίσης εμφανής. Όταν η δημόσια παιδεία περιορίζεται σε τεχνικές δεξιότητες και η κριτική σκέψη υποβαθμίζεται, οι πολίτες χάνουν την ικανότητα να αμφισβητήσουν τις αφηγήσεις που τους προσφέρονται. Η αναγκαία επανεκμάθηση της ανάγνωσης των σημείων, της συμβολικής γραφής και της ιστορικής μνήμης γίνεται άμεση προτεραιότητα. Η δημοκρατία δεν αναγεννιέται μόνο με κοινωνικές πολιτικές, αλλά και με την καλλιέργεια κριτικής και συμβολικής συνείδησης. Ο πολίτης πρέπει να ξαναμάθει να διακρίνει ανάμεσα σε λόγο που απλώς υποστηρίζει την κυρίαρχη αφήγηση και σε λόγο που οικοδομεί συλλογικό νόημα.
Η επαφή με την ιστορική μνήμη και η κατανόηση των σημείων της παγκόσμιας εμπειρίας είναι αναγκαίες για την αντίσταση στον Ur-fascismo. Ο Έκο και ο Μπαρτ μας διδάσκουν ότι η αναγνώριση των συμπτωμάτων και η αποδόμηση των μύθων δεν είναι θεωρητική άσκηση, αλλά πολιτική πράξη. Η εκπαίδευση, η παιδεία, η δημόσια συζήτηση και η επανεκτίμηση των αξιών του κοινού βίου πρέπει να συνδεθούν άμεσα με τις πρακτικές της πολιτικής.
Η ψηφιακή εποχή εντείνει την πρόκληση. Η αλγοριθμική κατηγοριοποίηση της πληροφορίας και η δημιουργία «φίλτρων» μέσα στα κοινωνικά δίκτυα ενισχύουν την επανάληψη και την αυτοεπιβεβαίωση. Τα συνθήματα γίνονται επαναλαμβανόμενα μοτίβα, οι εικόνες καθοδηγούν συναισθήματα, η ταχύτητα αποκλείει την κριτική επεξεργασία. Σε αυτό το περιβάλλον, η δημοκρατία πρέπει να ξαναμάθει να λειτουργεί ως συλλογική πράξη νόησης: όχι μόνο με νόμους και διαδικασίες, αλλά με διαρκή καλλιέργεια κριτικής κοινότητας, δημόσιου διαλόγου και πολιτισμικής ευαισθησίας.Η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς απαιτεί διπλή στρατηγική: κοινωνική και σημειολογική. Από κοινωνική άποψη, η προστασία των πολιτών, η μείωση των ανισοτήτων, η παροχή ασφαλούς εργασίας και στέγης, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, δημιουργούν συνθήκες όπου η ακροδεξιά χάνει την ελκυστικότητά της. Από σημειολογική άποψη, η αποδόμηση των μύθων, η επανεκτίμηση της σημασίας των λέξεων, η καλλιέργεια πολυφωνίας και η αναγνώριση της συμβολικής πολυσημίας αποδυναμώνουν τα εργαλεία της ρητορικής της βίας και του φόβου.
Στη σημερινή εποχή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ψηφιακές πλατφόρμες δημιουργούν πρακτικά πεδία για την εφαρμογή αυτής της σημειολογίας. Συνθήματα, hashtags και επαναλαμβανόμενα βίντεο δεν περιορίζουν την έκφραση· αντίθετα, διαμορφώνουν τρόπους σκέψης και λόγου. Οι πολίτες συχνά ενσωματώνονται σε αυτό το πλαίσιο, επαναλαμβάνοντας λέξεις, εικόνες και συναισθηματικά μοτίβα που καθιστούν φυσικό ένα «εμείς» απέναντι στο «άλλο», χωρίς να το συνειδητοποιούν. Ο φασισμός, με άλλα λόγια, δεν απαιτεί απλώς υπακοή· αξιοποιεί την ελευθερία του λόγου για να διαμορφώσει το περιεχόμενό του.
Η πολιτική πρέπει να συνδεθεί με την κοινωνιολογία και τη σημειολογία. Ο πολίτης δεν είναι απλώς δέκτης αποφάσεων· είναι φορέας νοήματος, αναγνώστης σημείων και συνδιαμορφωτής πολιτικής πραγματικότητας. Όταν οι πολιτικές αποφάσεις αγνοούν αυτή την πλευρά, η κεντρική απειλή του Ur-fascismo αναδύεται εκ νέου. Ο Έκο μας υπενθυμίζει ότι η δύναμη του φασισμού είναι η ικανότητά του να δημιουργεί φαντασιακά σύνολα ασφάλειας και ταυτότητας· ο Μπαρτ μας διδάσκει ότι η γλώσσα, οι λέξεις και τα σύμβολα δεν είναι ουδέτερα, αλλά διαμορφώνουν τον κόσμο που ζούμε.Συνεπώς, η μάχη ενάντια στην ακροδεξιά δεν μπορεί να περιορίζεται στην καταστολή· πρέπει να είναι δημιουργία άλλου νοήματος. Χρειάζεται πολιτική που συνδέει κοινωνική ασφάλεια, παιδεία και δημόσιο διάλογο, και ταυτόχρονα στρατηγικές αντισυμβολισμού, παραγωγή αφηγημάτων που ενσωματώνουν τη διαφωνία ως πηγή δημιουργίας και όχι ως απειλή. Η κοινωνία πρέπει να ξαναμάθει να μιλά ανοιχτά, να αναρωτιέται και να διαφωνεί χωρίς φόβο, ώστε να επανεφεύρει το κοινό νόημα και να ανακτήσει τη δημοκρατία ως συλλογικό εγχείρημα.
Η κριτική της σημερινής δημοκρατίας, των κοινωνικών ανισοτήτων και της ψηφιακής πίεσης δεν είναι άσκηση θεωρητική· είναι πρακτική αναγκαιότητα. Η κοινωνία που θα μάθει να διαχειρίζεται την αβεβαιότητα, να καλλιεργεί την πολυσημία και να ενισχύει την κριτική σκέψη, θα είναι η μόνη που θα μπορέσει να αντισταθεί στον αιώνιο πειρασμό του φασισμού. Η γλώσσα, η παιδεία και η κοινωνική ισότητα είναι τα όπλα της δημοκρατίας, όχι οι νόμοι μόνο, όχι οι διαδικασίες μόνο, αλλά η ίδια η ζωή που διατηρεί ανοιχτή την κοινότητα, το συλλογικό νόημα και την ικανότητα για ιστορική παραγωγή.
Μόνο μέσα από την κατανόηση των σημείων, των μύθων και των συμβόλων, και την αναγνώριση της επίδρασής τους στην καθημερινή πολιτική εμπειρία, μπορεί η δημοκρατία να επανακτήσει την ικανότητα να λειτουργεί ως ζωντανός, συμμετοχικός θεσμός. Η προστασία της δημόσιας γλώσσας, η ενίσχυση της παιδείας και η κοινωνική πολιτική είναι ταυτόχρονα στρατηγικές αποτροπής της ακροδεξιάς και στρατηγικές ανάπτυξης ελεύθερης, πολυφωνικής, δημιουργικής κοινωνίας.
Η συνειδητοποίηση ότι η δημοκρατία είναι έργο συνεχούς αναστοχασμού, αμφιβολίας και συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι το τελευταίο συμπέρασμα: η δημοκρατία που αδρανεί απέναντι στον Ur-fascismo δεν απλώς εκφυλίζεται· υποκύπτει. Η ακροδεξιά δεν είναι έξω από εμάς· αναδύεται από τη δική μας αδυναμία να συνδεθούμε με το κοινό νόημα, με την κοινή μνήμη, με την ανοιχτή γλώσσα. Η υπεράσπιση της δημοκρατίας, επομένως, είναι ταυτόχρονα υπεράσπιση του λόγου, της παιδείας και της κοινωνικής ισότητας· είναι η προϋπόθεση για να συνεχίσει η κοινωνία να παράγει ιστορία με νόημα και όχι με φόβο.
- Reply
- ,
- Reply All
- or
- Forward

