Του Γ. Λακόπουλου
Με ευφυή τρόπο -επί της ουσίας και επικοινωνιακά-αντέδρασε η Γιάννα Αγγελοπούλου στην αρνητική δημοσιότητα που απείλησε την Επιτροπή «Ελλάδα 2021»: η «Βόλτα στην Ελλάδα» που οργάνωσε, την έφερε στο προσκήνιο και κάλυψε εν μέρει την απώλεια εδάφους.
Η αύρα της κέρδισε το κοινό στις πόλεις της Εθνεγερσίας – Πάτρα, Τρίπολη, Καλαμάτα, Λαμία, Καλαμπάκα. Οι τοπικοί πληθυσμοί είδαν από κοντά το «φαινόμενο Γιάννα» και οι τοπικές αρχές δεν τσιγκουνεύτηκαν σε προθέσεις εμπλοκής τους στον εορτασμό της επετείου. Έτσι άρχισε να ζεσταίνεται η προετοιμασία.
Η κυρία είναι ενημερωμένη για τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και τη συμβολή της στο 21, αναφέρεται με ιστορική άνεση σε γεγονότα, οικογένειες και θρύλους, προσθέτοντας ενθουσιασμό και συναίσθημα– όπως την περίπτωση της αρκαδικής καταγωγής των Αγγελόπουλων.
Αλλά είμαστε ακόμη μακριά από την ανάδειξη του εορτασμού της 200ετηρίδας σε ορόσημο. Υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές, έχουν κατατεθεί πάνω από 600 προτάσεις φορέων που αξιολογούνται, αρχίζει κάποια υπεροριακή δραστηριότητα.
Αλλά το «κόνσεπτ» του εορτασμού, το κεντρικό μήνυμα της Επετείου, το ενιαίο στίγμα των εκδηλώσεων δεν έχουν φτάσει στον μέσο πολίτη, που δέχθηκε πρόσφατα αρνητικά μηνύματα από το ευρύτερο κυβερνητικό στρατόπεδο και από τους συνήθεις εθνοκάπηλους.
Η Γιάννα κατεβάζει αυτοπροσώπως το δικό της μήνυμα στην κοινωνία- αρχίζοντας από τους τόπους που έχουν ιστορικά φορτία για το 1821. Είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία να πάρει τα πάνω της η προετοιμασία. Αλλά μπροστά υπάρχουν κίνδυνοι, εμπόδια και ρίσκα.
Ο πρώτος κίνδυνος είναι πολιτικός και προέρχεται από το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, στους τελευταίους μήνες του 2020 ή στους πρώτους του 2021. Η όξυνση που θα ακολουθήσει δεν θα αφήνει περιθώρια για να εδραιωθεί η πρώτη προϋπόθεση επιτυχούς εορτασμού: η ομοψυχία.
Δεύτερος κίνδυνος, συναφής με τον πρώτο, είναι να επιχειρήσει η κυβέρνηση την ένταξη του εορτασμού στον πολιτικό σχεδιασμό της. Θα είναι πράξη τέλους. Αν εκληφθεί ως κομματική υπόθεση, θα βγάλει απέναντι όσους δεν έχουν λόγους να εμπιστεύονται την κυβέρνηση.
Ο τρίτος κίνδυνος είναι η πολυδιάσπαση των εκδηλώσεων. Πέρα του περίεργου φαινομένου της δεύτερης επιτροπής -στο μαλακό υπογάστριο του επίσημου φορέα «Ελλάδα 2021» που διευθύνει η Αγγελοπούλου- υπάρχουν προγραμματισμένες εκδηλώσεις- ή προθέσεις- από ποικίλους φορείς. Το ζητούμενο είναι να ενταχθούν στο πνεύμα του κεντρικού εορτασμού.
Η σύγκριση με το 2004 -λόγω Γιάννας- βάζει πολύ ψηλά τον πήχη, ενώ τα δυο»πακέτα» δεν σχετίζονται. Το 2004 υπήρχε «μάνιουαλ», επενδύσεις, οικονομική άνεση και όρεξη. Τώρα υπάρχει αυτοσχεδιασμός, περιορισμένοι λίγοι πόροι και μέχρι στιγμής και περιορισμένος ενθουσιασμός, αν όχι και επιφυλάξεις.
Η επερχόμενη ύφεση στην οικονομία και πολύ περισσότερο η επιστροφή της επιδημίας θα είναι πλήγματα στον προγραμματισμό της Επιτροπής, καθώς δεν έχουν αναδειχθεί ακόμη ισχυρά ερεθίσματα που θα διαπεράσουν αυτές τις δυσκολίες -ή θα τις αξιοποιήσουν κιόλας.
Δεν υπάρχει ευκρινές κεντρικό μήνυμα, σλόγκαν που θα το αναδείκνυε, πρόσωπα επί σκηνής. Η εγκατάσταση της αξίας του εορτασμού στο συλλογικό υποσυνείδητο, υπόκειται στον κίνδυνο των πολιτικών διαφορών για το παρόν και το μέλλον της χώρας και των αντικρουόμενων ιστορικών εκδοχών για το παρελθόν.
Ο ρόλος της Ιστορίας
Αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Η Αγγελοπούλου είδε τον κίνδυνο και διακηρύσσει παντού ότι «δεν θα ξαναγράψουμε την Ιστορία».
Αυτό απομακρύνει τους μπελάδες, αλλά είναι μειονέκτημα για τον εορτασμό: διευκολύνει να αναπαραχθούν ξεπερασμένες αντιλήψεις εθνοκεντρισμού.
Είδαμε ήδη ότι η ιστοριογραφία της «εθνοπλαστικής» σκοπιμότητας και οι ανιστόρητες αφηγήσεις συγκρούονται με την επιστήμη της Ιστορίας για πρόσωπα και γεγονότα- που ήδη έχουν φωτίσει ευκρινώς σύγχρονοι Έλληνες και ξένοι ιστορικοί- και δημιουργούν διλήμματα.
Π.χ. μπορεί να ενταχθεί στο εορτασμό ο θρύλος του Κρυφού Σχολείου, που έχει καταρριφθεί; Μπορεί να πεισθεί η επιστημονική κοινότητα να αποσιωπήσει τι έκαναν οι επαναστατημένοι Έλληνες όταν εισήλθαν στην Τριπολιτσά; Ή όποιος μιλήσει για το 1821 εκτός «εθνικής» γραμμής θα αποδοκιμάζεται; Ο διεθνής διασυρμός της χώρας από τη… δίκη του Γερμανού καθηγητή Ιστορίας Χάιντς Ρίχτερ είναι πρόσφατος.
Τα 200 χρόνια από την Επανάσταση είναι ταυτόχρονα και χρόνος ικανός να μπουν τα -κρίσιμα τουλάχιστον- γεγονότα στο πραγματικό βάθρο τους. Ως μέθοδος εθνικής αυτοσυνειδησίας, μέσω επαν-ανάγνωσης της Ιστορίας.
Έστω και αν αγανακτήσουν οι «απόγονοι των ηρώων» που έχουν εγκαταλείψει σε σκουπιδότοπους τα αγάλματά τους.
Αν δεν θεμελιωθεί στη γνώση και την επίγνωση το μέλλον της Ελλάδας μένει ανοιχτός ο δρόμος της επιστροφής στο σκοτάδι του παρελθόντος, που έβλαψε τον Ελληνισμό -με παραισθήσεις και υπερβολές.
Ο εορτασμός της 200ετηρίδας θα είναι χρήσιμος στο έθνος, αν κυλήσει μπροστά τον τροχό της ιστορίας του. Αντέχει όμως; Μπορεί π.χ. την επαναφορά μιας πρότασης που είχε κάνει από το 1988 ο Γ. Παπανδρέου: να ξαναγράψουν οι Βαλκανικές χώρες από κοινού την Ιστορία της περιοχής;
Χλωμό. Αλλά όπως και να το κάνουμε μια τέτοια επέτειος χρειάζεται τόλμη και η θαρραλέα αντιμετώπιση της ιστορίας για να αποδώσει.
Αν ο εορτασμός περιορισθεί σε… έργα τοπικής κλίμακας και σε επανάληψη του εθνικού στόμφου -μακριά από το δίδαγμα του εθνικού ποιητή «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές» -η επέτειος θα αποτύχει να ωθήσει τη χώρα προς το μέλλον της.
Κάποιος πρέπει να υπερβεί τη συγκυρία. Να σηκώσει τη σημαία της ευθυκρισίας στην αξιολόγηση της ιδρυτικής πράξης του νέου ελληνικού κράτους. Έτσι θα δώσει στην Επέτειο δυναμική διάσταση και θα ανοίξει φωτεινούς δρόμους για την περίοδο μετά τα 200 χρόνια.
Βλέπει κανείς άλλον καταλληλότερο από την Αγγελοπούλου και τους έγκριτους ιστορικούς της επιτροπής της;