Αλλη μια μέρα δίχως σκοπό;

Του Ευ.  Αυδίκου

Ανοιξη 1979 στον Λαιμό της Πρέσπας. Το νιόπαντρο ζευγάρι έβγαινε από την εκκλησία του Λαιμού – ένας ντόπιος παντρευόταν μια Βλάχα από το χωριό Βροντερό στα σύνορα με την Αλβανία. Ανήκε στην ομάδα των Βλάχων της Ηπείρου, τους οποίους ο παλιός Καραμανλής ενθάρρυνε να μετακινηθούν, στη δεκαετία του 1950, στην περιοχή, με σκοπό να ενισχύσει το ελληνικό στοιχείο. Το… τυρί ήταν η υπόσχεση κτημάτων – οι ίδιοι ισχυρίζονται πως ουδέποτε έγινε πράξη.

Την ώρα λοιπόν που το ζευγάρι έβγαινε από την εκκλησία, η μουσική κομπανία με τα ρακοκάζανα (αλλέως χάλκινα) τραγουδούσε, άνευ στίχων, τη μελωδία ενός πρόσφατου, τότε (1976), τραγουδιού. Το ζευγάρι καμαρωτό και με ελπίδα για τη ζωή που ξεκινούσε, κόντρα στη μουσική που σου μαύριζε την ψυχή, προχωρούσε στο εστιατόριο της κυρα-Ελευθερίας, μιας μυθικής φυσιογνωμίας του χωριού. Ηταν η πρώτη που φιλοξενούσε τους νεοδιόριστους καθηγητές στο Γυμνάσιο Λαιμού.

Εκείνη την εποχή, τέλη της δεκαετίας του 1970, η γενιά του Πολυτεχνείου από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων σκόρπισε στα σχολεία της Δυτικής Μακεδονίας. Ετοιμη να αλλάξει τον τόπο. Επεσε όμως σε μια άγνωστη γεωγραφία. Σε περιφέρεια που ακόμη βρισκόταν στην αχλύ της εθνικής εμπιστοσύνης.

Λίγα χρόνια πριν, ο πατέρας του συναδέλφου Θανάση προειδοποιούσε τον γιο του: «Στον βρόντο θα πάνε οι σπουδές σου. Δεν θα σε διορίσουν». Μια πολιτεία που υιοθέτησε την τυφλή εκδίκηση. Που έβαλε στο περιθώριο τη μισή Ελλάδα.

Τότε μάθαμε ιστορία. Με συνωμοτικό τρόπο. Διπλώνοντας την εφημερίδα, για ν’ αποφύγουμε τα αδιάκριτα βλέμματα και την από άμβωνος καταγγελία. Ακούγοντας τις ιστορίες του Πάρι για τις δυο οικογένειες που είχε. Μία μέσα και μία άλλη έξω. Του Πάρι, που φορούσε το κράνος του στις εθνικές γιορτές και τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο.

Δεν μπόρεσα να μπω στην ψυχή του. Ακούγοντας μια γλώσσα άγνωστη και αντιμετωπίζοντας στόματα κλειστά. Ψαύοντας τις ανοιχτές πληγές και τα υψώματα στο αιματοβαμμένο ύψωμα που στεφανώνει τη Φλώρινα. Στη Μικρολίμνη της μικρής Πρέσπας, στο ύψωμα όπου ακόμη υπήρχε η υπογραφή του Ζαχαριάδη. Το Ζ, φτιαγμένο από μονοπάτια με κομμένα δέντρα. Στο νοσοκομείο του Δημοκρατικού Στρατού στο Βροντερό.

Στον Αγιο Γερμανό, την ώρα που έβγαινε το καινούργιο τσίπουρο. Στον Αγιο Αχίλλειο, με τα ίχνη της ιστορίας που προκαλούσε συζητήσεις. Με την πλαζ στη Μεγάλη Πρέσπα, που ατένιζε το μέλλον. Εκεί που η λίμνη θα μπορούσε να γίνει λίμνη συνεννόησης και καταλλαγής των παθών.

Εκεί, στην Πρέσπα, η ιστορία περιμένει το τολμηρό βήμα. Περιμένει τον Ελληνα πρωθυπουργό και τον ομόλογό του της ΠΓΔΜ. Να δικαιώσουν τις προσδοκίες. Να λύσουν τις γλώσσες των ανθρώπων. Να κλείσουν τις στρόφιγγες του μίσους. Χτίζοντας την εμπιστοσύνη.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ  ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ