Αριστεία, σημαιοφόροι και ιδεοληπτικός εξισωτισμός

Του Σταύρου Λυγερού

Τόσο στην Κουμουνδούρου όσο και στην κυβέρνηση έχουν κάνει μία μεγάλη παρανόηση. Οι ψηφοφόροι δεν τους ανέδειξαν δεύτερο κόμμα στις εκλογές του 2012 και πρώτο κόμμα στις δύο εκλογές του 2015, επειδή ξαφνικά υιοθέτησαν τα παραδοσιακά ιδεολογήματα του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ». Όταν ζητούσε την ψήφο με αυτά τα ιδεολογήματα μόλις που κατάφερνε να υπερβεί το 3% και να εισέρχεται στη Βουλή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύθηκε εκλογικά όταν οι μνημονιακές πολιτικές αρχικά του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια και της ΝΔ ανέτρεψαν τις σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων. Πολλοί από όσους έπεσαν στον γκρεμό ή βρέθηκαν στο χείλος του, μη έχοντας εναλλακτική λύση, στράφηκαν στον Τσίπρα και στο κόμμα του.

Προσδοκούσαν ότι θα έκανε πράξη την προεκλογική επαγγελία του για απεγκλωβισμό από το Μνημόνιο. Από το 2010, άλλωστε, η Ελλάδα έχει περιέλθει σε μία κατάσταση, η οποία εκ των πραγμάτων έχει θέσει σε πρώτη και σχεδόν αποκλειστική μοίρα το οικονομικό-κοινωνικό πρόβλημα. Ήταν ακριβώς αυτό που καθόρισε σε αποφασιστικό βαθμό την εκλογική συμπεριφορά, οδηγώντας στις γνωστές ανατροπές του πολιτικού σκηνικού.

Όσοι, όμως, το 2012 και ακόμα περισσότερο το 2015 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, δεν εστερνίσθηκαν, τις παραδοσιακές ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, συνεχίζουν να τις αποστρέφονται, ειδικά εκείνες που αφορούν τον εθνομηδενισμό, τον δικαιωματισμό και την αποδόμηση παραδοσιακών αξιών.

Εξισορρόπηση με «αριστερή» ατζέντα!

Οι επιδόσεις της κυβέρνησης Τσίπρα στο μέτωπο εναντίον του Μνημονίου είναι γνωστές. Από το καλοκαίρι του 2015 εφαρμόζει το 3ο Μνημόνιο, επιδεινώνοντας την ήδη πολύ δύσκολη θέση της «μικρομεσαίας θάλασσας» που αποτελεί τον κορμό της ελληνικής κοινωνίας. Η αριστερή συνείδηση των βουλευτών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δοκιμάζεται όταν ψηφίζουν ή εγκρίνουν επώδυνα μνημονιακά μέτρα, αλλά το κάνουν με αποφασιστικότητα και χωρίς διαρροές.

Για να εξισορροπήσουν τις μνημονιακές «αμαρτίες» τους, οι Συριζαίοι επιχειρούν να προωθήσουν την «αριστερή» ατζέντα τους σε άλλα κοινωνικά μέτωπα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι πρωτοβουλίες που ανέλαβαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης ο Παρασκευόπουλος και στο υπουργείο Παιδείας αρχικά ο Μπαλτάς, στη συνέχεια ο Φίλης και τον τελευταίο καιρό ο Γαβρόγλου.

Αναμφίβολα, κάποια πράγματα έπρεπε να αλλάξουν. Στην πραγματικότητα, όμως, οι σταυροφόροι της μεταμοντέρνας «αριστερής» αποδόμησης επιχείρησαν να επιβάλλουν την ατζέντα τους βολονταριστικά, ουσιαστικά περιφρονώντας τα «θέλω» της κοινωνίας. Πρόκειται για μία ακόμα εκδοχή του δόγματος της πρωτοπορίας.

Ως επαγγελματίες της Αριστεράς θεωρούν πως γνωρίζουν την «αλήθεια» της Ιστορίας και το συμφέρον του λαού καλύτερα από τον ίδιο. Γι’ αυτό και δεν έχουν κανένα ηθικοπολιτικό δισταγμό να τον υποκαθιστούν. Το δικό τους «αποφασίζουμε και επιβάλλουμε», άλλωστε, έχει αριστερό πρόσημο και κατ’ επέκτασιν είναι ιδεολογικά καθαγιασμένο!

Πυροβολούν τα πόδια τους

Το πρόβλημα για το Μαξίμου και την Κουμουνδούρου είναι ότι προωθώντας σε κυβερνητικό επίπεδο την ατζέντα του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ» πυροβολούν τα πόδια τους πολιτικά-εκλογικά. Για την ακρίβεια, απωθούν και ψηφοφόρους, οι οποίοι, έστω και με μισή καρδιά, συνεχίζουν να δηλώνουν πως θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, επειδή θεωρούν πως ό,τι κάνει ο Τσίπρας το κάνει επειδή του έχουν βάλει το μαχαίρι στο λαιμό.

Ακόμα και αυτοί οι ψηφοφόροι, όμως, (κατά κανόνα προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και κάποιοι από τη ΝΔ) δεν είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν την ιδεοληπτική-αποδομητική ατζέντα της Κουμουνδούρου. Για την ακρίβεια, η ατζέντα του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ» προσκρούει στα ιδεολογικά πιστεύω και στις αξίες της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων, ακόμα και όσων παραμένουν εκλογικά πιστοί στον Τσίπρα.

Το ζήτημα με την κλήρωση των σημαιοφόρων είναι ένας ακόμα κρίκος σε μία ήδη μακρά αλυσίδα αντίστοιχων αποφάσεων του υπουργείου Παιδείας. Στην πραγματικότητα είναι απόρροια της ιδεολογικής εχθρότητας προς την έννοια της αριστείας, η οποία έχει εκδηλωθεί και παλαιότερα. Και η εχθρότητα προς την αριστεία πηγάζει από την ιδεοληψία του εξισωτισμού.

Αριστεία και σημαιοφόροι

Προφανώς, επιβάλλεται το εκπαιδευτικό σύστημα να στηρίζει τους πιο αδύναμους μαθητές. Θα ήταν πραγματικά ηθικά, αλλά και κοινωνικά καταστροφικό το εκπαιδευτικό σύστημα να είναι προσανατολισμένο αποκλειστικά στους καλούς μαθητές. Αυτό, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετικό από το να μην επιβραβεύει τους άριστους. Το σχολείο, ακόμα και το Δημοτικό, δεν μπορεί να διαμορφώνει αντιλήψεις και νοοτροπίες, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα των συνθηκών που επικρατούν στην πραγματική ζωή.

Χαρακτηριστική του ιδεοληπτικού εξισωτισμού της Κουμουνδούρου είναι η σχετική δήλωση του Νίκου Φίλη. Θεωρεί ότι η επιβράβευση των αρίστων δημιουργεί «καθεστώς ποικίλων διακρίσεων και ανισοτήτων«. Υποστηρίζει ότι πρόκειται για θέσεις που θέλουν «να εμφυτεύσουν στην Παιδεία μια βαθιά ταξική αντίληψη». Γι’ αυτόν, όσοι δεν επιλεγούν για σημαιοφόροι «βιώνουν ένα είδος αρνητικής διάκρισης που μπορεί να αποβεί καθοριστικό για την υπόλοιπη ζωή τους«.

Για να κόψει, μάλιστα, τον Γόρδιο Δεσμό, ο Φίλης ζητάει την κατάργηση των σχολικών παρελάσεων, όπως το είχε προσπαθήσει και όταν ήταν υπουργός Παιδείας. Ο διάδοχός του Γαβρόγλου, όμως, επέλεξε να κλιμακώσει τον αποδομητικό εκσυγχρονισμό του, καταργώντας ουσιαστικά το τελετουργικό της μηνιαίας ανάρτησης της σημαίας.

Μωραίνει Κύριος…

Όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, όσο πιο πολύ βυθίζονται στον μνημονιακό βάλτο, τόσο πιο επιθετικά αποδομητικοί γίνονται. Αυτό μπορεί να αμβλύνει το δικό τους συνειδησιακό πρόβλημα, αλλά από πολιτικής-εκλογικής απόψεως τους αποξενώνει και από την εναπομείνασα εκλογική βάση του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ».

Όλα αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ» να επιβάλει την ιδεοληπτική ατζέντα του στον «μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ» και μέσω αυτού στην ελληνική κοινωνία. Το μόνο που καταφέρνει, όμως, είναι να επιταχύνει την πορεία πολιτικής-εκλογικής συρρίκνωσης.

Για μία ακόμα φορά επιβεβαιώνεται η ρήση «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι«.