«Αυτά σε άλλους, όχι σε μας»: Η καταχρηστική άσκηση της δημοσιογραφίας

Του Γ. Λακόπουλου    

 Δικαιούμαι να σχολιάσω ένα θέμα δημοσιογραφικής πρακτικής που ήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα, επειδή πρόλαβα τη δημοσιογραφία, όταν ο αρχισυντάκτης σου σε προειδοποιούσε: «Έχεις στοιχεία γι’ αυτό που γράφεις; Μην μας κόψουν την ατέλεια».

 Ήταν η εποχή που οι εφημερίδες ήταν αυτοδύναμες επιχειρήσεις και όχι παραρτήματα άλλων δραστηριοτήτων και η «ατέλεια χάρτου» ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους.

 Δυο μέσα ενημέρωσης ηγήθηκαν των «αποκαλύψεων» για τη «βίλα του Τσίπρα στα Λεγραινά». Και τα δυο από το ίδιο εκδοτικό συγκρότημα.

 Ηγήθηκαν, αλλά δεν προηγήθηκαν. Το «θέμα» είχε ήδη διακινηθεί από τον γνωστό «δημοσιογραφικό» βόθρο.

 Δυο δημοσιογράφοι υπέγραψαν κείμενα  ακάλυπτης κακοπιστίας- πέρα των στοιχείων του ρεπορτάζ- για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.   

 Ο ένας μου είναι άγνωστος. Με τον άλλο συνυπήρξα σε εφημερίδες και ήταν φίλος  μου πριν από χρόνια: είναι πολύπειρος, με μακρά θητεία σε μεγάλα ΜΜΕ.

 Δικαίωμά τους βεβαίως. Κανείς δεν μπορεί να θέσει  όριο  στην ελεύθερη έκφραση απόψεων.  Άλλωστε οι καθένας είναι οι απόψεις του.

 Ισχυρίζομαι ότι και οι δυο δημοσιογράφοι ατύχησαν-τουλάχιστον.  Όχι γι’ αυτά που έγραψαν, αν αυτές τις πληροφορίες είχαν. Αλλά γιατί στη συνέχεια δεν έλαβαν υπόψη την απάντηση: ο πρώην Πρωθυπουργός διευκρίνισε με πληρότητα σε όσα του απέδιδαν.

 Όχι με τις ανακοινώσεις του, αλλά και ενώπιον του βετεράνου των συνεντεύξεων Γιώργου Παπαδάκη στον ΑΝΤ-1. Ουδείς τον αντέκρουσε με στοιχεία.

 Αντίθετα δόθηκαν πρωτοσέλιδες συνέχειες και έγιναν σχόλια σα να μην υπήρξε  απάντηση.  Αντί στοιχείων χρησιμοποιήθηκαν ισχυρισμοί και αυθαίρετα συμπεράσματα. Για να λοιδορηθεί ο Τσίπρας, όχι για να φωτιστεί η αλήθεια.

 Στην υγιή δημοσιογραφία όταν πρόκειται για την υπόληψη προσώπων το  διάζευγμα είναι απλό: ή  αποδείξεις ή αποκατάσταση.

Άλλως η  προσφυγή στη Δικαιοσύνη είναι εύλογη. Διάολε μέσα: για τον αρχηγό  της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρόκειται. Πρώην και εν δυνάμει πρωθυπουργό, πολιτικό με διαυγή διαδρομή στα θέματα ηθικής τάξης. 

Αν μιλάμε για δημοσιογραφία και όχι για προσωπική επίθεση  για την επίθεση, δεν χάλασε ο κόσμος, αν ένα δημοσιογραφικό κείμενο αποδειχθεί ανακριβές. Η ιστορία της δημοσιογραφίας είναι διάσπαρτη από γκάφες, λανθασμένες πληροφορίες, ατυχείς «αποκαλύψεις».

Ακριβώς πάνω σ’ αυτό γίνεται ο διαχωρισμός της σε καλή και κακή δημοσιογραφία.

Η καλή αναγνωρίζει ότι έκανε λάθος. Αν έπεσε θύμα κακής πληροφόρησης, απολογείται σε όποιον έθιξε αδίκως. Αυτό είναι που την καταξιώνει στο κοινό της. Η κακή ζητάει και το βόδι από αυτούς στους οποίους χρωστάει.

Το χειρότερο για ένα ΜΜΕ  -αντί να προσπεράσει  δημοσίευμα του που δεν μπορεί να  υπερασπιστεί με τεκμήρια – είναι να συνεχίζει με διατύπωση υπαινικτικών ερωτημάτων και αυθαίρετων συλλογισμών.  

Σαν το παιχνίδι της κολοκυθιάς και τη χειρομαντεία. Γιατί αυτό; Γιατί έτσι; Ενημέρωση με «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει» δεν νοείται.

Ένα δημοσιογραφικό κείμενο, περιέχει δυο στοιχεία. Τα πραγματικά περιστατικά και τις κρίσεις. Οι κρίσεις είναι δικαίωμα του συντάκτη. Ουδείς μπορεί να τον περιορίσει -μόνο ο ποινικός  νόμος, αν τον παραβαίνει.

Αλλά τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι ακριβή-και να αποδεικνύεται. Δεν ισχύει «κάποιον είδα κάτι που είπε, κάτι υποψιάζομαι, απλώς ρωτάω». Όταν ο συντάκτης δεν μπορεί να τα τεκμηριώσει, οφείλει να διορθώνει, να αποκαθιστά και να απολογείται. Δεν υπάρχει δημοσιογραφικό ακαταδίωκτο. 

Από πού προκύπτει ότι ο πολιτικός ως πρόσωπο που  προσφεύγει στη Δικαιοσύνη για να υπερασπιστεί την τιμή του τάχα φοβάται την κριτική ή παραβιάζει «κανόνες»; Όποιος καταπίνει τη λάσπη δηλαδή είναι ατρόμητος;

Θεωρώ ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι το μεγαλύτερο θύμα μπούλινγκ από όλους τους πολιτικούς στη  Μεταπολίτευση, μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Καραμανλή. Από συγκεκριμένα μιντιακά κέντρα.

 Άλλο η υπέρβαση της δημοσιογραφικής κριτικής και άλλο η εμπαθής στρέβλωση – για πολιτικούς και όχι δημοσιογραφικούς λόγους.

Ο καθένας δικαιούται να αξιολογεί τον πολιτικό όπως θέλει. Να επιτίθεται στην  πολιτική του, να τον θεωρεί, ανίκανο κυβερνήτη, ακατάλληλο για δημόσιο αξίωμα.

 Αλλά στην ενημέρωση πρέπει να είναι σαφές πού τελειώνει η δημοσιογραφική κριτική και που αρχίζει  η πολιτική επίθεση. Αλλιώς καταλήγουμε στο ανέκδοτο «θα αφήσουμε την αλήθεια να χαλάσει τόσο ωραίες ιστορίες;», όπως σημείωσε στην «Αυγή» ο θυμόσοφος Θ. Καρτερός.  

Το χειρότερο για έναν δημοσιογράφο είναι να κάνει κατάχρηση της ιδιότητας του και να μετατρέπει το λάθος σε απειλή, και… τσαμπουκά εναντίον αυτού που ζητάει το  δίκιο του. Αν έχει άδικο ο πρώην Πρωθυπουργός, πού είναι τα στοιχεία που θα τον αποστομώσουν;

Όταν κάποιος διαψεύδει και δεν υπάρχουν αποδείξεις ακύρωσης της διάψευσης, δεν νοείται επίδειξη δημοσιογραφικής ασυδοσίας εναντίον του επειδή…διαψεύδει!

Οι δημοσιογράφοι δεν είναι κριτές χωρίς να κρίνονται. Είναι στοιχείο αδυναμίας τους να κάνουν τους ισχυρούς, χωρίς την ισχύ των τεκμηρίων. Στη δημοσιογραφία δεν υπάρχει «Αυτά, σε άλλους. Όχι, σε εμάς».