Δημοσιογραφία, η κοινοτοπία της εξουσίας

Του Κώστα Βαξεβάνη

Αν ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, όπως υποστήριζε ο Καρλ Φον Κλάουζεβιτς, τότε η δημοσιογραφία είναι η συνέχιση του πολέμου με τα πιο ιδιαίτερα μέσα.

 

Σε μια εποχή που η πληροφορία μεταδίδεται αστραπιαία από τη μία άκρη της γης στην άλλη σε μερικά εκατοστά του δευτερολέπτου διαμορφώνοντας με τρομακτικό τρόπο όσα πιστεύουν και γνωρίζουν οι άνθρωποι, το να υποστηρίζει ο δημοσιογράφος πως είναι η ρομαντική φιγούρα που κυνηγάει την αλήθεια, είναι ή αφέλεια ή εξαπάτηση.

Η κατοχή της πληροφορίας είναι εξουσία και η μετάδοσή της, η οποία δεν είναι όσο ουδέτερη θέλει να εμφανίζεται, αποτελεί  ισχυρό όπλο. Το θέμα με τα όπλα πάντα είναι πού τα στρέφεις και πώς τα χρησιμοποιείς.

Συνεπώς τα ερωτήματα περί του τι είναι η δημοσιογραφία και πώς πρέπει να ασκείται, δεν μπορούν να απαντηθούν με ιδεατές περιγραφές κανόνων και μεθόδων, ούτε με θρησκευτικές επικλήσεις της δεοντολογίας. Θεωρητικά θα συμφωνήσουν όλοι πως είδηση είναι αυτό που αξίζει να μεταδοθεί γιατί περιέχει σύνολο χρήσιμων πληροφοριών. Μετά την αυτονόητη συμφωνία για το τί είναι είδηση, ανοίγεται το χάος στο οποίο καλούνται να συνυπάρξουν οι προσωπικές απόψεις, ο προσανατολισμός του Μέσου Ενημέρωσης, οι ιδιαιτερότητες της εποχής αλλά και οι απαιτήσεις ή η ανοχή του ίδιου του αποδέκτη. Τον Μεσαίωνα για παράδειγμα, το περιστατικό κατά το οποίο μια γυναίκα καίγεται στην πυρά μπροστά στον όχλο θα είχε καταγραφεί ως η είδηση καψίματος μιας μάγισσας. Σήμερα οι ίδιες εικόνες συνθέτουν το ρεπορτάζ για τη φριχτή δολοφονία ενός ανθρώπου. Θέλω να πω, πως και οι δημοσιογράφοι και η δημοσιογραφία είναι παιδιά της εποχής τους, χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί άλλοθι για όσα κάνουν ή δεν κάνουν.

Διάφορες στερεοτυπίες επιχειρούν να συνθέσουν κατά καιρούς την εικόνα του δημοσιογράφου. Η πιο χαρακτηριστική είναι αυτή που θέλει τον δημοσιογράφο να περνάει τη μισή του ζωή μιλώντας για πράγματα που δεν ξέρει και την άλλη μισή να σιωπά για πράγματα που ξέρει. Είναι πραγματικά μια καθ υπερβολή, αλλά όχι απαραίτητα αναληθής περιγραφή. Η ημιμάθεια , η οποία μοιραία δημιουργεί αυτάρκεια, είναι ένας διάβολος της δημοσιογραφίας. Ο δημοσιογράφος, συχνά μπλεγμένος στη σύνθετη πραγματικότητα την οποία πρέπει να μεταδώσει απλά και κατανοητά, συνήθως κάνει καταστροφικές απλουστεύσεις για να μείνει στο παιχνίδι αντί να δηλώσει την άγνοιά του. Όσο πιο γρήγορα και απαιτητικά γίνονται τα Μέσα, τόσο πιο γρήγορα ο δημοσιογράφος αναζητά την προσωπική δόξα μέσα από εκτρωματικές συνθέσεις που θα τον καταστήσουν πανεπιστήμονα και παντογνώστη.

Θεωρητικά θα έπρεπε  μέσα από την ταχύτητα μετάδοσης της γνώσης να γίνεται πιο ενημερωμένος, αλλά όπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή,  δεν επιλέγονται πάντα οι καλές λύσεις. Φιλοδοξία, ναρκισσισμός, προχειρότητα, δίψα για εξουσία και αναγνωρισιμότητα είναι οι κακοί σύμβουλοι που διαμορφώνουν αρκετές φορές το δημοσιογράφο, πριν καταλήξουν να συνθέσουν την ίδια τη δημοσιογραφία. Η ουσία ανταλλάσσεται με την εικόνα και το μέσο γίνεται σκοπός. Δυστυχώς ελάχιστοι «σπουδαίοι» της τηλεόρασης, μπορούν να καταγράψουν σε μερικές σελίδες, με πληρότητα, όσα σκέφτονται για να γίνουν κατανοητά από τον κόσμο. Είναι ίσως μια απόδειξη, πως η δημοσιογραφία και ο σκοπός της συχνά ανταλλάσσεται με ανθρώπινες αδυναμίες όπως είναι η ανάγκη για την εικόνα. Και φυσικά δεν το καταγράφω ως μομφή προς αυτούς που έκαναν καριέρα στην τηλεόραση, αλλά ως μια πραγματικότητα που εξηγεί πράγματα.

Η σιωπή από την άλλη πλευρά, είναι η κοινοτοπία του κακού της δημοσιογραφίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την κοινοτοπία της εξουσίας η οποία επιβάλλεται σχεδόν αυτόματα. Ο δημοσιογράφος χωρίς να το καταλάβει , αρκετές φορές φτάνει στο σημείο να αυτολογοκρίνεται και να σιωπά, όχι πάντα λόγω της επιταγής των «αφεντικών» αλλά γιατί ο ίδιος αναπτύσσει σύστημα ιδιόμορφης αυτοπροστασίας κατανοώντας την ανομολόγητη απαίτηση στο χώρο που εργάζεται. Με την ίδια ευκολία που οι δημοσιογράφοι γίνονται αλκοολικοί από την πίεση και την ανάγκη γρήγορης εκφόρτισης μέσω του ποτού, αναπτύσσουν και συμπεριφορές στις οποίες μηχανικά επενδύουν στην  ακοή (πολλοί και την υπακοή) αλλά όχι στην ομιλία. Η απαίτηση ο δημοσιογράφος να είναι καθημερινός ήρωας είναι εξωπραγματική και επικίνδυνη. Ο δημοσιογράφος δεν πρέπει ούτε να είναι να είναι ήρωας ούτε να το παίζει ήρωας. Πρέπει να έχει την αίσθηση της ευθύνης, η οποία θα τον οδηγεί κάθε φορά να αξιολογεί, να ιεραρχεί και να πράττει αφού συγκεντρώσει τα στοιχεία για τα πραγματικά γεγονότα.

Ο τρόπος διαχείρισης της είδησης είναι μια μεγάλη υπόθεση. Δεν αρκεί να την έχεις, δεν αρκεί να είσαι ερωτευμένος μαζί της, πρέπει και να τη διαχειριστείς γνωρίζοντας πρώτα απ όλα όσα μπορεί να προκαλέσει η μετάδοσή της σε σένα και τον άλλο. Πολλές «ειδήσεις» καταλήγουν αυτοεπιβεβαιούμενες προφητείες. Αν αυτή τη στιγμή κάποιο κανάλι μεταδώσει πως μαζεύονται χιλιάδες άνθρωποι στο Σύνταγμα είναι πολύ πιθανό να μαζευτούν χιλιάδες από την περιέργεια που προκάλεσε η μετάδοση της «είδησης».

Επιστρέφουμε λοιπόν σε αυτό για το οποίο μιλάγαμε στην αρχή, τη δύναμη της δημοσιογραφίας. Δεν είναι ένα ιδεατό, ρομαντικό μετερίζι του πολίτη, αλλά και ένα όπλο που άθελά του ο πολίτης μπορεί να στρέψει στον εαυτό του.

Η δημοσιογραφία δεν είναι θέμα κανόνων οι οποίοι αν εφαρμοστούν θα οδηγήσουν στη Δευτέρα Παρουσία χαρίζοντας στην κοινωνία τον Παράδεισο που πολύ επιθυμεί. Είναι περισσότερο μια ενεργή κατάσταση, κάτι σαν ραδιενεργό υλικό, που η χρήση του συνπροσδιορίζεται από το κοινωνικό σύνολο. Όπως τα κακά που συμβαίνουν δεν οδηγούν τον πολίτη αυτόματα στην επιλογή του καλού, έτσι και η διαφθορά και η παθογένεια δεν οικοδομούν την ισχυρή, αντίπαλη σε αυτά δημοσιογραφία. Ίσως τελικά η κάθε χώρα έχει τη δημοσιογραφία που της αξίζει.

ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ