Εκκλησιαστικές περιπέτειες μιας «Αριστερής» κυβέρνησης

Toυ Κώστα Μποτόπουλου

Μια πραγματικά Αριστερή κυβέρνηση δεν θα είχε μεν κανένα λόγο να συγκρουστεί με την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και δεν θα μπορούσε να μην προσπαθήσει να επαναφέρει μια θεσμική ισορροπία: θεωρητικά, στο ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, μια Αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι με τη διατήρηση ενός οιονεί κρατικού, και ανοιχτά πολιτικού, ρόλου της Εκκλησίας.

Τη θέση αυτή την αναδείκνυαν χωρίς αμφιβολία τα προ κατάληψης της εξουσίας κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, στην πράξη όμως φαίνεται ότι δεν τα ενστερνίζονταν όλα τα στελέχη του και πάντως, στην εξουσία, τα υπερασπίστηκε με συνέπεια μόνον ένας: ο Υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης.

Όμως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν είναι μια αμιγώς Αριστερή κυβέρνηση –και ο ρόλος του ελάσσονος εταίρου της έμελλε (και) σε αυτό το ζήτημα να αποβεί καθοριστικός. Επίσης, η μη συνηθισμένη στην εξουσία κυβερνητική «Αριστερά» επρόκειτο γρήγορα να ανακαλύψει τη δυναμική της παλαιάς ρήσης «καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να τα βάλει με την Εκκλησία, αν θέλει να εξακολουθήσει να είναι κυβέρνηση» -κάτι που, στην προκείμενη περίπτωση, ισχύει απολύτως ως προς αμφότερα τα σκέλη, την επιρροή της Εκκλησίας επί της εξουσίας και τη βούληση παραμονής της παρούσας κυβέρνησης στην εξουσία.

Τέλος, κρίσιμη αποδείχθηκε και η προσωπική σχέση που αμφίπλευρα καλλιέργησαν ο αρχηγός της κυβέρνησης και ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών: τα πρακτικά οφέλη επικράτησαν των θεσμικών στόχων και οι προσωπικές σχέσεις και διευθετήσεις των γενικών αρχών.

Το τελικό χτύπημα δόθηκε και η αποκρυστάλλωση μιας πολιτικής αποτυχίας ολοκληρώθηκε με την αιφνιδιαστική δημοσιοποίηση της «συμφωνίας» Κυβέρνησης – Εκκλησίας για το περιουσιακό ζήτημα: γρήγορα αποδείχθηκε ότι ήταν στην πραγματικότητα ένα μεταχρονολογημένο προσύμφωνο μεταξύ Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, ερήμην της υπόλοιπης κυβέρνησης και της ιεραρχίας της εκκλησίας, το οποίο, λόγω προχειρότητας αλλά και μονομέρειας, ακόμα πιο γρήγορα αποσύρθηκε, χαλώντας και τις εντυπώσεις στις οποίες πόνταρε η κυβέρνηση και τα οφέλη που υπολόγιζε ο Αρχιεπίσκοπος. Από το υπολογιζόμενο “win-win” στο αυτόβουλο “lose-lose”.

Πέρα από το ίδιο το περιεχόμενο της «συμφωνίας», που δεν έλυνε κανένα θεσμικό ή πρακτικό ζήτημα, απλώς ενίσχυε το ρόλο και τις κινήσεις της Εκκλησίας και σε θεσμικό και σε οικονομικό επίπεδο, τρία είναι, κατά τη γνώμη μου, τα πολιτικά λάθη από πλευράς κυβέρνησης, που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα:

α) η ακύρωση των όποιων βημάτων «διαχωρισμού» Κράτους και Εκκλησίας. Με την συνταγματική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε δημοσιοποιηθεί λίγες μέρες πριν από την «συμφωνία» για την περιουσία, και παρά τον ιδιαίτερα άτολμο, ιδίως για ένα «αριστερό» κόμμα, χαρακτήρα της, είχε τεθεί τουλάχιστον σε διακηρυκτικό επίπεδο ένα ζήτημα «ξεκαθαρίσματος ρόλων».

Παρότι η λύση που επικράτησε για αυτό το ξεκαθάρισμα δεν ήταν ούτε νομικά ορθή ούτε πολιτικά ευκρινής –χρήση του όρου «θρησκευτική ουδετερότητα» με διατήρηση του προβληματικού όρου «επικρατούσα θρησκεία»- εν τούτοις η δήλωση προθέσεων και το πρώτο βήμα είχαν δημόσια κατατεθεί. Και είχαν μάλιστα, εν μέρει, πετύχει το στόχο τους, αφού η αξιωματική αντιπολίτευση, αντίθετα από το ΚΙΝ.ΑΛ, δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να αγγίξει το άρθρο 3 του Συντάγματος.

Με τη δημοσιοποίηση της «συμφωνίας» ο στόχος αυτός όχι μόνο έπαψε να υπηρετείται αλλά φάνηκε και υποκριτικός: μια συμφωνία που δίνει στην Εκκλησία τον πρώτο λόγο και για τη μισθοδοσία των κληρικών και για τη διαχείριση της περιουσίας της, ακόμα και των διεκδικουμένων τμημάτων της, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ότι της επιφυλάσσει «ουδέτερο» ή περιορισμένο στα δικά της «χωράφια» ρόλο,

β) η άμεση σύνδεση της συμφωνίας με προσλήψεις στο Δημόσιο. Η βιασύνη της κυβέρνησης και η κομπορρημοσύνη του κυβερνητικού εκπροσώπου, εμφάνισαν ως κύριο, αν όχι ως μοναδικό, λόγο σύναψης της συμφωνίας το κομματικό όφελος ενόψει εκλογών. Πάει το θεσμικό προκάλυμμα: με την «απαλλαγή» του Δημοσίου από το βάρος των κληρικών ως δημοσίων υπαλλήλων, όχι όμως από το βάρος της μισθοδοσίας τους, άνοιγε ο δρόμος για 10.000 προσλήψεις, με τα γνωστά κριτήρια της παρούσας –αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, όχι μόνο της παρούσας- κυβέρνησης.

Όλοι όσοι περίμεναν ή ήλπιζαν σε μια λύση ενός προβλήματος ουσίας –και η τεράστια και συχνά σκοτεινή εκκλησιαστική περιουσία είναι κατεξοχήν ζήτημα ουσίας- απογοητεύτηκαν, οι κληρικοί, και οι πιστοί, αισθάνθηκαν, όχι αδίκως, ότι τους εμπαίζουν, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι βρήκαν άλλο ένα απτό επιχείρημα για το πόσο «διαφορετική» και «εκσυγχρονιστική» και «αριστερή» είναι η παρούσα κυβέρνηση,

γ) η κυβερνητική «αντι-συστημικότητα» κατέρρευσε και μαζί της και η κυβερνητική «πολυσυλλεκτικότητα». Τι πιο συστημικό από –μυστικές μάλιστα- συνεννοήσεις και συμφωνίες με την εκκλησιαστική ιεραρχία; Τι λιγότερο «αριστερό» από πριμοδότηση της Εκκλησίας; Και τι πιο αφαιρετικό ψήφων σε όλη την επικράτεια, από την εμφάνιση, τελικά, της «συμφωνίας» ως ασυμφωνίας, την έκφραση της οργής του κατώτερου κλήρου, την απογοήτευση και των πιστών και των άθεων, και των «θεσμικών» και των κυνικών, από τους κυβερνητικούς χειρισμούς;

Θέλοντας να παίξει, ας μου συγχωρηθεί η ανίερη μεταφορά, και με το Θεό και με το διάβολο, η κυβέρνηση μπήκε στο στόχαστρο και των δύο –και, κυρίως, αποκαλύφθηκε στα μάτια του κοινωνικού σώματος. Αν είχε ενεργήσει σύμφωνα με αρχές, θα είχε τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι κάτι προσπάθησε να κάνει με μια υπαρκτή και σοβαρή εκκρεμότητα και θα είχε κερδίσει, για μια φορά, το σεβασμό του επιστημονικού κόσμου.