Ελληνική δημοσιογραφία: το «πεθαμένο λικέρ»* – Μια υπόθεση που δεν αξίζει τον κόπο

Toυ Γ. Λακόπουλου

 «Ο  καλός δημοσιογράφος, δεν έχει φίλους  πολιτικούς και επιχειρηματίες, οι ισχυροί επιδιώκουν την επαφή μαζί του, αλλά τον φοβούνται»

 Γιάννης Μαρίνος, δημοσιογράφος

 Πρόλαβα την δημοσιογραφία τις εποχές που σου έλεγε ο αρχισυντάκτης  σου: «Είσαι  σίγουρος γι’ αυτό που γράφεις, έχεις στοιχεία; Μην μας κόψουν την ατέλεια…».

Η «ατέλεια χάρτου» ήταν όρος επιβίωσης των εφημερίδων. Εκδότες  διευθυντές και δημοσιογράφοι, εκτός από την υποχρέωση στην εγκυρότητα, έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη τους ότι ανακριβείς πληροφορίες και υβριστικοί χαρακτηρισμοί μπορεί να οδηγούσαν σε δικαστική καταδίκη.

Με ποινή «τόσες  μεταλλικές δραχμές» και για «τόσο διάστημα αναστολή της ατέλειας΄χάρτου».

Ήταν εποχές που η δημοσιογραφία ήταν δύσκολη. Γιατί ήταν απαιτητική.  Τα λεφτά ήταν λίγα και οι υποχρεώσεις πολλές.  Το έκαναν  όσοι το πίστευαν.

Οι πολίτες είχαν σεβασμό για τις εφημερίδες και τους δημοσιογράφους. Υπήρχε εμπιστοσύνη: «Το έγραψε η εφημερίδα».

 Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε διαξιφισμό υπάλληλου που έλεγε «το γράφει η εγκύκλιος» με πολίτη που του απαντούσε «το γράφει το Βήμα».

Στην πλειοψηφία τους, οι δημοσιογράφοι ήταν πρόσωπα με υπόληψη, μορφωμένοι και έντιμοι. Στις εφημερίδες, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού, διευθυντές αναλάμβαναν προσωπικότητες με κύρος και   πνευματική συγκρότηση.

Οι δημοσιογράφοι κρίνονταν ανά πάσα στιγμή στη δουλειά τους. Τα  κείμενα έπρεπε να είναι καλογραμμένα. Αλλιώς επιστρέφονταν με εντολή: «ξαναγράψτο». Οι πληροφορίες έπρεπε να είναι διασταυρωμένες.

 Οι υπόνοιες για σχέσεις με συμφέροντα και οικονομικούς παράγοντες  οδηγούσαν στην έξοδο. Δούλεψα σε εφημερίδα που απομακρύνθηκε συντάκτης γιατί ανέφερε διαρκώς συγκεκριμένα ονόματα.

 Κι ύστερα, κι ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα. Οι εφημερίδες έπαψαν να είναι εκδοτικές επιχειρήσεις που πάσχιζαν να επιβιώσουν από τις  πωλήσεις, τη διαφήμιση και τις «Μικρές Αγγελίες».

 Έγιναν υποκαταστήματα άλλων δραστηριοτήτων και μοχλοί πίεσης για κρατικές προμήθειες. Και αναζητούσαν   όχι δημοσιογράφους, αλλά διεκπεραιωτές.

Η τηλεόραση μετέτρεψε την ενημέρωση σε μηχανισμό ισχύος οικονομικών παραγόντων, με χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος. Και κοντά στους βασιλικούς, άρχισαν να ποτίζονται  και οι γλάστρες.

Πολλοί δημοσιογράφοι, καλοπληρωμένοι πλέον, ήθελαν περισσότερα και  σταδιακά έγιναν βαποράκια συμφερόντων, πλασιέ προϊόντων, ντίλερ στο  Χρηματιστήριο και όργανα κομμάτων. Χωρίς να το κρύβουν.

Η ενημέρωση περιήλθε στο έλεος της πολιτικής και της  οικονομικής εξουσίας. Οι «λειτουργοί» της εξελίχθηκαν σε θεραπαινίδες κομμάτων, επιχειρηματιών, κυκλωμάτων. Κυνηγοί εύκολου χρήματος, χωρίς  δισταγμούς και περιορισμούς.

Αυτή η δημοσιογραφία έγινε εγκαίρως αντιληπτή από την κοινωνία.  Όταν είπα σε καταστηματάρχη στο Πήλιο να του αφήσω το σώμα των κυριακάτικων εφημερίδων, που μόλις είχα ξεφυλλίσει, μου απάντησε: «Άφησέ τες να διαβάσουμε κανένα ψέμα». 

Η κρίση αντιπροσώπευσης της πολιτικής ζευγάρωσε με την κρίση εμπιστοσύνης της δημοσιογραφίας.

Σήμερα το πρόβλημα των ΜΜΕ στην Ελλάδα είναι κυρίως πρόβλημα ιδιοκτησίας. Έχουν περιέλθει στον έλεγχο συμφερόντων. Αλλά ας μην κλείνουμε τα μάτια: είναι και πρόβλημα δημοσιογραφίας.

 Όλο και περισσότερο εδραιώνεται ο διατεταγμένος, ο υποταγμένος, ο αμοραλιστής, ο υπάλληλος που εμφανίζεται ως δημοσιογράφος.

Μπήκαν στον κλάδο πρόσωπα με περιορισμένη συνείδηση, που θεωρούν «επαγγελματισμό» να τίθενται αδίστακτα στην υπηρεσία όποιου πληρώνει.  Φανερά ή  κάτω από το τραπέζι. Καμιά σχέση με την αποστολή της δημοσιογραφίας.

 Σ’ αυτόν τον βάλτο προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να  επιβιώνουν νέα παιδιά με υψηλά προσόντα, ενθουσιασμό, καθαρές προθέσεις και ικανότητες και ήθος.

Αλλά σύντομα διαπιστώνουν ότι και να γίνουν «καλοί δημοσιογράφοι» δεν  θα έχουν πού να γράψουν τις πληροφορίες τους.  Δεν θα τους επιτραπεί ποτέ να σχολιάσουν ελεύθερα.

 Θα πρέπει απλώς να μεταφέρουν απλώς το «non paper» του κόμματος που υποστηρίζει το μέσο που εργάζονται. Να κρύβουν πληροφορίες που έχουν,  γιατί δεν συμφέρουν το αφεντικό. Να κατασκευάζουν ειδήσεις για  προσφέρουν εξυπηρέτηση. Να καταπίνουν αμάσητο ό,τι τους  σερβίρουν.

Θα ζουν με τον φόβο μην τηλεφωνήσει ο Πρωθυπουργός, ο αρχηγός του κόμματος, ο ολιγάρχης στον εργοδότη τους και ζητήσει την απόλυσή τους   γιατί κάτι που έγραψαν ή είπαν δεν του άρεσε – και ας είναι αλήθεια.

Ή θα σκέφτονται πώς θα στρατολογηθούν από την πολιτική και το χρήμα για να σταδιοδρομήσουν. Αργά ή γρήγορα ή θα τα παρατήσουν, ή θα γίνουν σαν τους άλλους.

Έτσι η δημοσιογραφία θα βυθίζεται ακόμη περισσότερο  στην αναξιοπιστία -ενίοτε και στις πρακτικές του υποκόσμου. Στις εφημερίδες, στη ραδιοτηλεόραση και -ακόμη χειρότερα- στο Διαδίκτυο.

Πόσοι επαγγελματίες δημοσιογράφοι κινούνται σήμερα στο πεδίο της ελευθερίας τους και όχι στο κάτεργο του καταναγκασμού τους; 

Πόσοι παραμένουν ακέραιοι με υποδειγματική συμπεριφορά και δεν έχουν διολισθήσει στον τυχοδιωκτισμό;

Πόσοι μπορούν να γράψουν την αλήθεια στο μέσο που εργάζονται, να ερευνήσουν μια υπόθεση και να δημοσιευόσουν ό,τι βρήκαν, να σχολιάσουν κατά συνείδηση;

Πόσοι θέλουν πραγματικά να ενημερώσουν και δεν βολεύονται στην εύκολη δημοσιογραφία των υποδείξεων και των διατεταγμένων ρόλων και των παράπλευρων εσόδων;

Το καταγράφουν πλέον και έγκυρες έρευνες: στη Ελλάδα δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση και τεκμηριωμένη κριτική του δημοσίου βίου. 

Γιατί -αν εξαιρεθούν, με τους περιορισμούς τους, η «Καθημερινή» του Παπαχελά  και η «Εφημερίδα των Συντακτών» του Βουλέλη δεν υπάρχουν κανονικά Μέσα Ενημέρωσης. Δεν θα μπορούσαν καν να επιβιώσουν, αν υπήρχαν.  

Παρόλα αυτά υπάρχουν δημοσιογράφοι εργαζόμενοι σκληρά σε δύσκολες συνθήκες, με προσήλωση στην ανεπηρέαστη ενημέρωση. Φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Αλλά όλο και λιγοστεύουν.

Το πολιτικό σύστημα τους εχθρεύεται. Αν  πουν αυτό που ξέρουν, αυτό που θα ανακαλύψουν, αυτό που πιστεύουν, τίθενται υπό διωγμό. Από  πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες που, αντί να απαντούν σε όσα τους καταλογίζονται, ενίσταται ότι τους «χτυπούν».  Ή μεθ’ ημών ή καθ’ ημών.

Από τη φύση της η Δημοσιογραφία είναι επάγγελμα ανθυγιεινό και επικίνδυνο. Ιδίως όταν κάνεις τη δουλειά  σου.

Το  σύστημα Μητσοτάκη σε καταδιώκει επειδή κάνεις κριτική και δεν στρατολογείσαι δίπλα του- ποιος ξέρει αύριο  μπορεί να γίνεις και βουλευτής. Το κόμμα του Τσίπρα σε αποδοκιμάζει γιατί δίνεις ονοματεπώνυμο στα λάθη του.

Ο αδέσμευτος δημοσιογράφος διώκεται από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς κράτους και παρακράτους. Στοχοποιείται  από γλοιώδεις «συνάδελφους» που υπηρετούν πολιτικούς και επιχειρηματίες ανερυθρίαστα.

Αν προσπαθήσει να κρατηθεί στο Διαδίκτυο, «κόβεται» από τη διαφήμιση   ιδιωτικού και δημοσίου τομέα -που μοιράζεται εναλλάξ στους ημέτερους και τους διατεταγμένους. Καταδικάζεται στη μοναξιά του και σηκώνει αβοήθητος το σταυρό του μαρτυρίου του. 

Κακά τα ψέματα. Ο δημοσιογράφος που δεν λιγώνεται μπροστά στον   ισχυρό της εποχής, που κάνει κριτική και όχι σέρβις, είναι εχθρός. Αν δεν εντάσσεται και αν απολογείται μόνο στη συνείδηση του εξοβελίζεται και δεν θα σταδιοδρομήσει ποτέ με τη δουλειά του.

Δεν έχει μαζί του ούτε την κοινή γνώμη, που λοβοτομείται διαρκώς  από τους ισχυρούς του χρήματος και της πολιτικής -που ελέγχουν τα ΜΜΕ.

Όποιος έχει μάτια βλέπει. Αν δεν αλλάξει κάτι η ενημέρωση είναι τελειωμένη υπόθεση. Στην ελληνική δημοσιογραφία ισχύει πλέον αυτό που έλεγε ο Κίσινγκερ για τους πολιτικούς: το 90% βγάζει κακό όνομα στο υπόλοιπο 10%.

Λυπάμαι που το λέω, αλλά πέντε χρόνια τώρα που ακολουθώ την πορεία μου και πασχίζω να κρατήσω το «Ανοιχτό Παράθυρο», χωρίς να επιδιώκω τίποτε πέρα από το δικαίωμα να λέω τη γνώμη μου, κατέληξα ότι δεν αξίζει τον κόπο.

*Τίτλος βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη.