Ελληνική κυβέρνηση: Ο Ραντανπλάν της ουκρανικής κρίσης

Του Διογένη Λόππα

Ο καθολικός εξευτελισμός του ελληνικού κοινοβουλίου από τους Ουκρανούς, ελάχιστα στάδια πιο πέρα από την Πνύκα, λίκνο της φιλελεύθερης δύσης,  ίσως δεν αποτελεί είδηση.  Ήταν άλλωστε αναμενόμενο ότι η ατυχής ιδέα του κ. Μητσοτάκη θα προκαλούσε κάποιου είδους αναταραχή, από τη στιγμή που όλοι υποψιαζόμασταν ότι το καθεστώς της δυτικής Ουκρανίας, που στη Δύση προσπαθούμε εναγωνίως να ψιμυθιώσουμε ως φιλελεύθερο δημοκρατικό, θεωρεί τα δεινά που υφίσταται μοναδικά και σαφώς σημαντικότερα από αντίστοιχα δεινά που υπέστησαν φυλετικά κατώτεροι (στην ιδεολογία τους) πληθυσμοί, όπως της Κύπρου, της Συρίας, του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Σομαλίας, της Παλαιστίνης, της Σερβίας και πάει λέγοντας.

Διότι ένα καθεστώς που (με δυτική παρότρυνση και χρηματοδότηση είναι η αλήθεια) ταυτίζεται ιδεολογικά με τους δωσίλογους ”που έδωσαν το αίμα τους για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας’‘ (σημ: πολεμώντας πλάι πλάι με τα SS) και εξοπλίζει ναζιστικά τάγματα που στη συνέχεια αφήνει ελεύθερα να εγκληματούν επί δικαίων και αδίκων στο Ντονμπάς, προφανώς κατέχεται από κάποιου είδους exceptionalism, σε αρκετές δόσεις ώστε να κλείνει τα μάτια τόσο στο τι συνέβαινε επί οκτώ χρόνια στα ανατολικά, όσο και στις πρακτικές της συμμάχου του Τουρκίας, που ταυτίζονται ολοκληρωτικά με τις αντίστοιχες ρωσικές.  

Συνεπώς, ήταν απολύτως αναμενόμενο ότι ο, συμπαθής κατά τα άλλα, Ουκρανός πρόεδρος δε θα ανέφερε στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, ούτε κάποια λέξη συμπάθειας για τα εγκλήματα της Κύπρου, ούτε βέβαια κάποια νύξη για τις ανήθικες συνεργασίες της κυβέρνησής του με το καθεστώς Ερντογάν, συνεργασίες που στον στρατιωτικό τομέα στρέφονται ευθέως εναντίον της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, εφόσον αυτή έχει επισήμως αμφισβητηθεί από τον Τούρκο πρόεδρο.

Αυτό που αποτελεί είδηση είναι ότι παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες εξαπατηθήκαμε εξαναγκαζόμενοι να δώσουμε βήμα στο κοινοβούλιό μας σε έναν εν ενεργεία εκπρόσωπο ενός ναζιστικού τάγματος και παρά την ευθεία προσβολή που εξαναγκαστήκαμε να υποστούμε μέσα στο σπίτι μας από ανθρώπους που μάλιστα ευεργετήσαμε εμπράκτως (ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος), παρακολουθήσαμε έκπληκτοι τον πρωθυπουργό της χώρας να σηκώνεται όρθιος και να χειροκροτεί, ακολουθούμενος από τους μοιραίους βουλευτές – ακολούθους του, αλλά και (δυστυχώς) από την αρχηγό του κράτους.

Αυτή η σουρεαλιστική στιγμή, που είναι βέβαιον ότι θα στιγματίσει την πολιτική πορεία του κ. Πρωθυπουργού και ίσως του στερήσει και την πρωθυπουργία, ήταν το φινάλε μιας ανερμάτιστης εξωτερικής πολιτικής, που έμοιαζε περισσότερο με τυχοδιωκτισμό και λιγότερο με στρατηγική συγκροτημένης πολιτείας.  Γιατί με όσα προηγήθηκαν του εξευτελισμού της χώρας, η Ελλάδα είχε ήδη ανακηρυχθεί στον Ραντανπλάν της Ουκρανικής κρίσης, αποδεχόμενη και μάλιστα ενθουσιωδώς να κατεδαφίσει τις σχέσεις της με έναν στρατηγικό οικονομικό και γεωπολιτικό εταίρο (Ρωσία), πριμοδοτώντας την ίδια ώρα τον υπαρξιακό της εχθρό (Τουρκία), σε βαθμό που αυτή, η Τουρκία, να ευεργετηθεί τόσο από τους Ρώσους, φιλοξενώντας όλες τις δραστηριότητες που εκδιώχνει πρόθυμα η δύση, όσο και από τους Αμερικανούς, ξεπερνώντας το άτυπο εμπάργκο όπλων που της είχε επιβληθεί.

Έτσι το καθεστώς Μητσοτάκη, με μια ανεπανάληπτη στα χρονικά προσωπική διπλωματία, κατάφερε το ακατόρθωτο, από τη μια να εκχωρεί σοβαρότατες ρωσικές οικονομικές δραστηριότητες στην Τουρκία (κυρίως τουρισμό, αγροτικά προϊόντα και ενέργεια) και την ίδια ώρα να βλέπει αδρανής τους Αμερικανούς να επανεξοπλίζουν την Τουρκία με υπερσύγχρονα όπλα που ανατρέπουν ξανά την ισορροπία στο Αιγαίο, που μόλις είχαμε αποκαταστήσει.  Η καθαρή μας στρατιωτική θέση γίνεται ακόμα χειρότερη, γιατί η αντιαεροπορική μας άμυνα στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό σε ρωσικά όπλα, για τα οποία σε λίγο δε θα βρίσκουμε για τη συντήρησή τους ούτε βίδες, όταν οι γείτονες έχουν επιχειρησιακούς τους S400 χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.  Η πολιτική μας θέση δυσχεραίνει επίσης, αφού πλέον η Ρωσία δεν έχει κανέναν λόγο να υποστηρίζει Ελλάδα και Κύπρο στην ΟΗΕ, όπως παραδοσιακά έκανε.   

Έτσι, την ώρα που ο πρωθυπουργός της χώρας, με αυθεντικά αντανακλαστικά Ραντανπλάν, σηκώνεται να χειροκροτήσει τους Ναζί του Αζόφ, παρά τα όσα έχει μόλις ο ίδιος ακούσει, δίνει και τυπικά το στίγμα που απέκτησε η χώρα και επικυρώνει την αίσθηση που όλοι είχαμε, ότι η Ελληνική Πολιτεία κατέρρευσε μπροστά στη μέγιστη γεωπολιτική κρίση που αντιμετωπίζει σε πολλαπλά επίπεδα (δικαίωση των τουρκικών αναθεωρητισμών, άμεσες επιπτώσεις του πολέμου, ακρίβεια, ενεργειακός εφιάλτης, επιδημία, πληθωρισμός, επισιτιστική ανεπάρκεια, βίαιη φτωχοποίηση) και ανέχεται απλώς να σέρνεται πίσω από αμφίβολης αποτελεσματικότητας ενέργειες των συμμάχων της, χωρίς κανένα απολύτως σχέδιο, κανένα απολύτως όραμα και με αργά, πολύ αργά αντανακλαστικά.

Τώρα, η καρικατούρα που παριστάνει τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, προσπάθησε να διορθώσει το λάθος με ένα νέο λάθος, κατά την προσφιλή γκάφα του καθεστώτος Μητσοτάκη. Στην εμμονή του να κατηγορήσει την αντιπολίτευση, λες και είναι υπεύθυνη η αντιπολίτευση για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής ή για τη λειτουργία της βουλής, υπέπεσε σε βαρύτατο ατόπημα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα άθελά του και την πραγματική αιτία της κυβερνητικής αφλογιστίας, κατηγορώντας για φιλορωσισμό όσους αρνούνται να συνταχθούν με το φιλοναζιστικό (και φιλοτουρκικό) καθεστώς της δυτικής Ουκρανίας.

Η ανεκτίμητη αξία που έχει η ουδετερότητα για τη χώρα μας, έχει ήδη αναλυθεί από το σύνολο σχεδόν του επιστημονικού δυναμικού της χώρας και δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ, αφού είναι φανερό ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων το αντιλαμβάνεται.  Θα ήθελα όμως να παραθέσω κάποιες λογικές αιτιάσεις που, παρά την πολεμοκάπηλη εμμονή της συστημικής Δύσης και ιδιαίτερα της πέραν του Ατλαντικού, μας βοηθούν να καταπιούμε ευκολότερα το πικρό χάπι που συνίσταται στο να κλείσουμε τα μάτια μπροστά σε μια αιμοβόρα εισβολή η οποία συμβαίνει να μας θυμίζει έντονα και το δικό μας δυσάρεστο παρελθόν.  Και ενώ το θυμικό, μας συντάσσει με την ουκρανική πλευρά, η realpolitik μας επιβάλλει την ψυχρή ουδετερότητα που επέλεξαν πολλές ακόμα σημαντικές χώρες.

Εισβολή, επέμβαση ή εμφύλιος;  

Το κύριο αφήγημα θέλει να ονομάζει την ουκρανική κρίση ως εισβολή ή, πιο γλαφυρά, ”πόλεμο του Πούτιν”.  Ωστόσο, η realpolitik βλέπει πολλά στοιχεία εμφυλίου στη σύγκρουση αυτή.  Σύμφωνα με την κορυφαία ανάλυση του καθηγητή διεθνών σχέσεων J. Mearsheimer και με τους σχετικούς πίνακες που επισυνάπτει, η Ουκρανία ήταν μια βαθιά διχασμένη χώρα, με το δυτικό κομμάτι να επιθυμεί την ένταξη στην ΕΕ και το ανατολικό την τελωνειακή ένωση με τη Ρωσία.  Αναλύοντας τις τελευταίες εκλογές πριν το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του 2014, ο διάσημος καθηγητής παρουσιάζει ένα διάγραμμα με τον τρόπο που ψήφισαν οι Ουκρανοί, όπου φαίνεται καθαρά η ανατολική Ουκρανία να ψηφίζει τον φιλορώσο πρόεδρο και η δυτική τον φιλοδυτικό. 

Δημοκρατία εναντίον απολυταρχίας

Πάλι η mainstream ερμηνεία, σαφώς επηρεασμένη από την αιώνια ανάγκη των Αμερικανών για την de facto ύπαρξη καλού – κακού σε κάθε έκφανση της πραγματικότητας, προσπαθεί να επιβάλει την άποψη ότι οι αμυνόμενοι Ουκρανοί φυλάσσουν τις φιλελεύθερες Θερμοπύλες και ότι αυτή είναι μια μάχη του ελεύθερου κόσμου εναντίον μιας αναδυόμενης απολυταρχίας που απειλεί να εξαφανίσει τη δύση.  Η realpolitik αντιτείνει ότι το καθεστώς Zelenski αφενός δεν αντιπροσωπεύει τον ελεύθερο κόσμο (λόγω των αντιδημοκρατικών πρακτικών του, της εκτεταμένης διαφθοράς και της εισχώρησης ναζί εγκληματιών στις τάξεις του στρατού) και αφετέρου δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση το ίδιο, καθώς μπορεί να εξελέγη αδιαμφισβήτητα με δημοκρατικό τρόπο, αλλά δεν εκπροσωπεί όλη τη χώρα, αλλά μόνο το δυτικό κομμάτι, αφού το ανατολικό έχει ήδη αποσχιστεί και δεν ψήφισε.  Συνεπώς, είτε πρόκειται για δημοψήφισμα, είτε για διαπραγματεύσεις, είτε για απαίτηση επιστροφής εδαφών, ο Ουκρανός πρόεδρος εκπροσωπεί μέρος μόνο της χώρας.  Ποιος θα εκπροσωπήσει, φιλελεύθερα και δημοκρατικά το υπόλοιπο;

Αζοφικές θηριωδίες στο Ντονμπάς

Η δυτική προπαγάνδα δίνει, σωστά, πολύ μεγάλη έμφαση στα δεινά που προκάλεσε η απαράδεκτη ρωσική εισβολή και ιδιαίτερα στις δολοφονίες αμάχων και στην καταστροφή πολιτικών υποδομών.  Αν προσέξετε όμως, ουδέποτε αναφέρει το παραμικρό για τις πρακτικές του καθεστώτος Ζελένσκι στο Ντονμπάς, για πράγματα δηλαδή που είναι ευρέως γνωστά και έχουν αποτυπωθεί σε πολλές αφηγήσεις και σχετικά ντοκιμαντέρ.  Δεν είναι ότι τα αμφισβητούν, κάθε άλλο, απλά χαλάει το αφήγημα περί Θερμοπυλών.  Ασφαλώς δεν υφίσταται συμψηφισμός, ούτε δικαιολογία για εισβολή και χρήση ασύμμετρης στρατιωτικής βίας (όπως στην περίπτωση της Σερβίας για παράδειγμα) και όλες αυτές οι πρακτικές ήταν, είναι και θα είναι καταδικαστέες από κάθε σοβαρό και σκεπτόμενο άνθρωπο, είτε πρόκειται για την Κύπρο, για τη Σερβία, για την Ουκρανία ή για την Αφρική και τη μέση Ανατολή.

Όμως για ένα κράτος που έχει συμφέρον να παραμείνει ουδέτερο, η realpolitik προσφέρει τα κατάλληλα εργαλεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η απάνθρωπη και εγκληματική πολιτική της δυτικής Ουκρανίας απέναντι στον εσωτερικό εχθρό της ανατολής.  Εκτός από τα γνωστά διατάγματα που αφορούν στη γλώσσα και εκτός από τις φασιστικής υφής απαγορεύσεις κομμάτων και βίαιης ”απορωσοποίησης” μαζικών εκτάσεων, η πιο μισάνθρωπη ήταν η αποστολή εκεί του τάγματος Αζοφ.  Ανατρέχοντας σε μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, οι θηριωδίες των Ναζί του Αζόφ μπορούν μόνο να συγκριθούν με τις αντίστοιχες των ιδεολογικών προτύπων τους, που τόσο αντιδημοφιλείς είναι στη χώρα μας.  

Προσήλωση στις πιθανές λύσεις

Οι εύκολες επικοινωνιακές φούσκες περί ”σωστής πλευράς της ιστορίας” μπορεί να είναι ευκολοπούλητες, όμως μια ηγεσία οφείλει να βλέπει μπροστά και να αναλύει δεδομένα με βάση τις πραγματικές συνθήκες και όχι με βάση εικασίες ή ιδεολογικές φαντασιώσεις.  Όσο και αν είμαστε αντίθετοι στο φασισμό του Πούτιν, οφείλουμε την ίδια ώρα να είμαστε και ρεαλιστές.  Και από τη στιγμή που η Δύση αποφάσισε να μην εμπλακεί στον πόλεμο αυτό, νομίζω ότι είναι αυτονόητο και ο καθένας καταλαβαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αργή ή γρήγορα, με απώλειες ή χωρίς, η δυτική Ουκρανία θα συνθηκολογήσει και μια συνθήκη θα καθορίσει το μελλοντικό καθεστώς της χώρας, αν θα είναι συνομοσπονδία ή δύο χωριστά κράτη και ποια εδάφη θα προσαρτηθούν στη Ρωσική Ομοσπονδία ή θα ανεξαρτητοποιηθούν (Κόσοβο, Λίβανος ή Παλαιστίνη;) 

Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει ότι με κάποιον μαγικό τρόπο (χωρίς επέμβαση του ΝΑΤΟ επαναλαμβάνω), οι Ρώσοι θα αποσυρθούν από τα κεκτημένα και θα αφήσουν το Ντονμπάς, τη Μαριούπολη και την Κριμαία τρόπαιο σε έναν θριαμβευτή Ζελένσκι και τους φιλορώσους Ουκρανούς στο έλεος της μουτσούνας που μας απηύθυνε χαιρετισιμό στη βουλή και τους συντρόφους του.  

Άρα, συμφωνούμε όλοι, ότι την επόμενη μέρα του πολέμου θα πρέπει να συνυπάρξουμε με τη Ρωσία του Πούτιν και με ένα ή δύο ακόμα κράτη που θα προκύψουν, με τα οποία θα θέλουμε να κάνουμε δουλειές (ανοικοδόμηση, εμπόριο, τουρισμό) και διπλωματία (να μην εξαρτώνται από την Τουρκία εναντίον μας).  Και καθώς τα κράτη αυτά θα σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τις γεωπολιτικές ανησυχίες των Ρώσων (ουδετερότητα, βέτο, εκ περιτροπής προεδρία), θα ήταν απλά αυτοκτονικό να κόψουμε σήμερα τις γέφυρες με όλους και να παρακολουθούμε την Τουρκία να καρπώνεται τα κέρδη.