Επί ΝΔ ξεχάστηκε το Χρηματιστήριο, επί ΣΥΡΙΖΑ θα ξεχαστεί η Διαπλοκή ;

 

Του Ανδρέα Δεληγιάννη

ΔεληγιάννηςΑπό αξιόλογους ανθρώπους χαρακτηρίζονται συχνά λαϊκισμός οι αναφορές στη διαπλοκή και την εγχώρια ολιγαρχία. Κάνουν λάθος, αλλά είναι καλοπροαίρετοι. Αντίθετα κάποιοι διαχρονικοί υπηρέτες της διαπλοκής στα ΜΜΕ σκίζονται ότι αυτά είναι φαντασιώσεις, εναντίον επιχειρηματιών. Άξιος ο μισθός τους. Όπως πολλοί από αυτούς επί ΝΔ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχαστεί το θέμα του Χρηματιστηρίου επί ΠΑΣΟΚ, επί ΣΥΡΙΖΑ κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεχαστεί η διαπλοκή επί των ημερών και των δυο. Φροντίζει.

Η διαπλοκή δεν είναι καταπέτασμα. Είναι υπαρκτό φαινόμενο. Είναι ένα καθεστώς που λειτουργεί για δεκαετίες και λυμαίνεται το δημόσιο χρήμα. Εργολάβοι, προμηθευτές  του δημοσίου και κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες έχουν στήσει φάμπρικα ιδιοποίησης των πόρων που προορίζονται για τους πολίτες. Δίπλα τους ποικίλα καρτέλ -σε συμμαχία μαζί τους καθώς αλληλοεξυπηρετούνται- αδειάζουν το πορτοφόλι των καταναλωτών.

Αυτό το σύστημα επιβίωσε επειδή διέθεσε χρήματα για να μπουκώνει πολιτικούς και για να αποκτήσει επιρροή στην ενημέρωση, μέσω της οποίας τους εκμαυλίζει, εξασφαλίζοντας τους προβολή, ώστε αυτοί με τη σειρά τους να νομοθετούν υπέρ των συμφερόντων του.

Έτσι κρατικές προμήθειες, δημόσια έργα, κοινοτικά κονδύλια, καταλήγουν σε τσέπες. Ουσιαστικά υποκλέπτονται με τη συνδρομή πολιτικών που εξασφάλισαν όχι απλώς ευημερία αλλά και μακροημέρευση στο δημόσιο βίο.

Ο μηχανισμός της διαπλοκής, ως μηχανισμός διαφθοράς έχει αποκτήσει στοιχεία καθεστώτος και συχνά λειτουργεί έτσι. Με τη δύναμη του έλεγχου της ενημέρωσης και του χρήματος χειραγωγεί το πολιτικό σύστημα .

Εκτός από τα κόμματα που βλέπουμε στη βουλή, υπάρχουν και τα κόμματα που δεν βλέπουμε: του ενός ή του άλλου επιχειρηματία. Συχνά ακούγεται και γράφεται ότι ο τάδε πολιτικός είναι του τάδε ολιγάρχη. Γνωστά πράγματα.

Από δίπλα τους και ένας στρατός διατεταγμένων της δημοσιογραφίας, της επικοινωνίας και του πολιτικού μάρκετινγκ υποστηρίζει και καλύπτει αυτές τις δραστηριότητες. Ορισμένοι μάλιστα, όταν δεν παίζουν ρόλο γελωτοποιού του βασιλέως, κάνουν υποδείξεις πολιτικής, μαθήματα ηθικής και υποδεικνύουν συμπεριφορές.

Οι ίδιοι όμως είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά, ακόμη και όταν αυτή είναι νομιμοφανής, όπως π.χ. οι ιλιγγιώδεις μισθοί από μέσα ενημέρωσης που είναι πνιγμένα στα χρέη ή επιβιώνουν με δημόσιο χρήμα επί δεκαετίες. Χώρια οι περιπτώσεις των διαμεσολαβήσεων και της προσφοράς υπηρεσιών που εμφανίζονται σαν ενημερωτική ύλη σε ΜΜΕ.

Τι θα γίνει λοιπόν αυτό το σύστημα; Δεν πρέπει κατ’ αρχήν να σταματήσουν αυτές οι καταστάσεις και να ζητηθούν ευθύνες; Ό,τι έγινε, έγινε; Θα συνεχίσουν να θεωρούνται “επιχειρηματίες” πέραν πάσης υποψίας όσοι έστηναν κόλπα με πολιτικούς και για να απομυζήσουν το δημόσιο ταμείο από οποίο έπαιρναν πολλαπλάσια των υπηρεσιών και των υλικών που προσέφεραν -μέσω των υπερκοστολογήσεων και των στημένων διαδικασιών;

Οι κομπιναδόροι, οι ιμάντες μεταφοράς, οι επωφελημένοι, οι πολιτικοί που τους συνέδραμαν, θα συνεχίσουν να παριστάνουν τους κανονικούς πολίτες, ή ακόμη και να διαμαρτύρονται για την κατάσταση, να κριτικάρουν και ενίστανται; Πρώτα τσέπωσαν τα λεφτά και τώρα κάνουν του κήνσορες και αναζητούν τρόπους να επαναλάβουν τη δράση τους και με τη σημερινή κυβέρνηση της Αριστεράς. Και το καταφέρνουν, όπως ήδη διαφαίνεται, σε κάποιες περιπτώσεις.

Είναι άραγε λαϊκισμός η αξίωση προστασίας του δημοσίου πλούτου με την εκρίζωση των σχέσεων διαπλοκής και την αποκάλυψη των διαπλεκομένων; Είναι λαϊκισμός η θέσπιση μηχανισμών προστασίας του δημόσιου πλούτου που από μόνο του θα οδηγούσε τη χώρα σε ανάπτυξη και ευημερία; Αν δεν το κάνει αυτό μια κυβέρνηση της Αριστεράς ποιος θα το κάνει;

Γιατί καθυστερεί ο Πρωθυπουργός σ’ αυτό το μέτωπο; Αν δεν κινηθεί τώρα σε λίγο θα είναι αργά. Ας δει τι έπαθαν κάποιοι από τους προκατόχους του. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το αποφύγει. Τον είχε εξομολογηθεί σε κάποιους ο Ανδρέας Παπανδρέου στα στερνά του: “Αν το 1981 είχαμε βάλει δυο δεξιούς στη φυλακή, δεν θα τολμούσε κανένας δικός μας να απλώσει χέρι στο δημόσιο χρήμα”.