Ευρώπη ώρα μηδέν

Του Μελέτη Ρεντούμη

Η περίοδος αυτή που διανύουμε, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκόσμια, αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση από την αρχή της ιστορίας της, από την ιδρυτική συνθήκη της Ρώμης το 1957.

Τα μεγάλα διλήμματα που έχουν ανακύψει στους κόλπους της Ένωσης είναι κομβικά και αναμένεται να καθορίσουν την πορεία της, αλλά και την συνοχή των κρατών μελών, όχι μόνο το επόμενο διάστημα, αλλά πιθανώς και για τις επόμενες δεκαετίες.

Η ΕΕ μπορεί να βίωσε την μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και οδήγησε σε σημαντική ύφεση και πτώση της παραγωγής σε πολλά κράτη μέλη, ενώ κάποια από αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας, εντάχθηκαν σε προγράμματα διάσωσης με την μορφή Μνημονίων και συγκεκριμένων μέτρων και στόχων για την καταβολή των αντίστοιχων δόσεων από τον μηχανισμό του ESM, που συστάθηκε ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό της διάσωσης κρατών που χρήζουν άμεσης χρηματοδοτικής στήριξης.

Πλέον όμως, με το κύμα της πανδημίας να σαρώνει κυριολεκτικά όλη την υφήλιο και να νεκρώνει την οικονομία στον δυτικό κόσμο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και ο ESM σίγουρα δεν επαρκεί, καθώς πλέον το υποκείμενο της διάσωσης δεν είναι η Ελλάδα ή η Ιρλανδία, αλλά ολόκληρη η Ένωση καθώς και η ευρωζώνη με το κοινό νόμισμα.

Μέχρι στιγμής, η ΕΕ παρά τις διαφωνίες που υπήρχαν στους κόλπους της για θέματα κοινοτικών κονδυλίων, ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, καθώς και του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, έβρισκε τρόπο μέσα από αλλεπάλληλους συμβιβασμούς, να προχωρά και να συγκεράζει τις αντίρροπες ή τις φυγόκεντρες τάσεις, δίνοντας έμφαση όχι μόνο στον πυρήνα, αλλά και στην περιφέρεια της Ένωσης με διάφορα διαρθρωτικά ταμεία και προγράμματα.

Αυτό όμως που έλειπε πάντα από την Ευρώπη, ήταν η πραγματική πολιτική ένωση, σε όρους αλληλεγγύης που οδηγούν μαθηματικά και οικονομικά στην αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, ώστε να μπορούν όλοι μαζί και τα 27 πλέον μέλη μετά το Brexit, να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες γεωπολιτικές προκλήσεις και τον εντεινόμενο ανταγωνισμό.

Η πανδημία του κορωνοϊού που έχει ξεσπάσει τους τελευταίους μήνες και δεν δείχνει σημάδια ομαλοποίησης, έχει προκαλέσει παγκόσμια αναστάτωση και ήρθε σαν εφιάλτης στην Ευρώπη, θυμίζοντας ότι όταν επικρατούν ιαχές πολέμου σε επίπεδο θυμάτων και νεκρών, τότε οι συμβιβασμοί, τα μικροσυμφέροντα και τα λεγόμενα μπλοκ συγκεκριμένων βόρειων ή νότιων χωρών, δεν επαρκούν στο ελάχιστο για να βρεθούν οι κατάλληλες λύσεις, που θα οδηγήσουν την κοινωνία στο μέλλον μέσα από ένα ευοίωνο οικονομικό περιβάλλον.

Η διαβούλευση που γίνεται αυτό το διάστημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον τρόπο στήριξης των κρατών μελών που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, αναδεικνύει και τα σημαντικά πολιτικά κενά που έχει η Ευρώπη, τα οποία ίσως έχει μία μοναδική ευκαιρία να επιλύσει και να προχωρήσει στο μέλλον με μεγαλύτερη ασφάλεια.

Η άρνηση για παράδειγμα της Γερμανίας για την έκδοση των λεγόμενων coronabonds, δηλαδή ομόλογων με έκδοση και συμμετοχή του συνόλου των κρατών μελών ώστε να αντληθούν έσοδα και να στηριχθούν όλοι, ώστε να χρηματοδοτηθούν οι έκτακτες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, δημιουργεί ερωτηματικά για το μέλλον της Ευρωζώνης, καθώς ήδη η Ιταλία και η Ισπανία, αρνούνται κατηγορηματικά να υποχωρήσουν από την πρόθεση της αμοιβαιοποίησης του ρίσκου ως ένδειξη αλληλεγγύης, με στόχο να αντληθεί ρευστότητα από τις διεθνείς αγορές.

Αν λοιπόν, υπό την πίεση των τοπικών κοινωνιών και την έλλειψη ρευστότητας, κάποιο από τα κράτη μέλη του πυρήνα φθάσει την σύγκρουση στα άκρα, τότε είναι βέβαιο πως θα διακυβευθεί η ίδια η ύπαρξη της Ένωσης, με ολέθριες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, γεγονός ιδιαίτερα αρνητικό και για την χώρα μας, με την οικονομική αλλά και γεωπολιτική πίεση που δέχεται, όντας μία ευάλωτη οικονομία της ευρωζώνης.

Με βάση τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι έφθασε η ύστατη ώρα, η Ευρώπη να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις και αν χρειαστεί να προχωρήσει ακόμη σε μεγαλύτερη εμβάθυνση με αναθεώρηση συνθηκών, ώστε να επιτρέπεται άμεσα η αλληλεγγύη των κρατών μελών και να εξουσιοδοτηθεί ανάλογα και η ΕΚΤ ως θεματοφύλακας της νομισματικής πολιτικής, στο να προχωρήσει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσφορά χρήματος και ρευστότητας, με μόνο στόχο αυτή την φορά, όχι την τιθάσευση του πληθωρισμού, αλλά την επιβίωση της ίδιας της Ένωσης με βάση τους καταστατικούς της σκοπούς.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός