Η δημοσιογραφία των αρεστών

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Αλλά μην ζητάμε πολλά σε μια χώρα στην οποία για το περιεχόμενο ενός προεκλογικού debate, αποφασίζουν τα …κόμματα. Κι ένας πολιτικός δίνει συνεντεύξεις σε προσωπικούς φίλους, οπαδούς και …συγγενείς του…

Όταν δεν σε ενοχλεί το κακό, έχεις αρχίσει να του μοιάζεις. Ισχύει για την ελληνική δημοσιογραφία: συνήθισε με τις πρακτικές του «συστήματος Μητσοτάκη» και τελικά εξομοιώθηκε μαζί του.

Η τελευταία απόδειξη έκοβε βόλτες στη «διακαναλική» συνέντευξη Τύπου του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λαύριο.

Ως πολιτικό γεγονός ηταν ανούσια επανάληψη της συνέντευξης που είχε δώσει την προηγουμένη στον Γ. Σιαδήμα της κυριακάτικης REAL.

Ως ευκαιρία για τους δημοσιογράφους να αναζητήσουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, ήταν μια μικρογραφία των συνεντεύξεων του ιδίου πολιτικού στη ΔΕΘ.

Όχι γιατί δεν υποβλήθηκαν δύσκολες ερωτήσεις, που να τον βρίσκουν αδιάβαστο. Αλλά γιατί … υπήρχαν στην αίθουσα δημοσιογράφοι που δέχθηκαν να υποβάλουν ερωτήσεις, παρ ότι η καρέκλα δίπλα τους ήταν κενή.

Για όσους δεν κατάλαβαν: ο αρχηγός της ΝΔ έδωσε προεκλογικά συνέντευξη στην οποία θεωρηθήκαν περιττοί οι συντάκτες των αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ.

Ηταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία του πιο προωθημένου υποτίθεται τμήματος της δημοσιογραφίας – του πολιτικού ρεπορτάζ – να σώσει την τιμή του. Να αποχωρήσουν από τη συνέντευξη.

Αν όχι σαν ένδειξη διαμαρτυρίας για την εξαίρεση συναδέλφων τους, τουλάχιστον για την αυτοπροστασία τους ,από τον οιονεί στιγματισμό: όταν δεν δέχεται να του υποβάλουν ερωτήσεις εκπρόσωποι από όλα τα μέσα, υποδηλώνει ότι αυτοί που του υποβάλουν είναι οι αρεστοί.

Τους εκλαμβάνει ως ακίνδυνους ή η συνεργάσιμους και πάντως τους εντάσσει στο κέλυφος προστασίας του, οσάκις πρέπει να μιλήσει σε μιντιακό ακροατήριο.

Οσοι θεωρούν τυχαίο ότι δεν δέχθηκε δύσκολες ερωτήσεις για φλέγοντα θέματα, πρέπει να τον θεωρούν τον πιο τυχερό πολιτικό όλων των εποχών.

Άτυχος είναι όποιος θέλει να κάνει τη δουλειά του ως φορέας της ενημέρωσης,αλλά δεν του επιτρέπει.. Ρωτήστε τους συντάκτες του Βαξεβάνη και του Φιλιππάκη, ή την «Ολλανδέζα με το κόκκινο καπέλο».

Στο Τεχνολογικό Πάρκο του ΕΜΠ στο Λαύριο η ελληνική δημοσιογραφία έδειξε ότι δεν ήταν στραβός ο παρακείμενος γιαλός. Η ίδια αρμενίζει στραβά.

Σε κανένα διαπιστευμένο «σώμα» της δυτικής μιντιακής αγοράς, δεν θα καταδέχονταν οι μισοί να θέτουν ερωτήσεις, ενώ έχουν αποκλειστεί οι άλλοι μισοί.

Οι δημοσιογράφοι δεν είναι ντεκόρ για κανέναν πολιτικό. Δεν παρίστανται στις συνεντεύξεις του ως…καλεσμένοι του, ώστε να τηρούν κάποιους τύπους απέναντί του.

Για την παρουσία τους αποφασίζουν οι διευθυντές τους και για τις ερωτήσεις τους η συνείδησή τους και η φύση του επαγγέλματός τους.

Αν δεν αρέσουν στον ερωτώμενο, τόσο το χειρότερο γι αυτόν. Ας αλλάξει δουλειά.

Όταν οι συνεργάτες που προέδρου της Ν.Δ. προφασίζονται έλλειψη χρόνου για τον αποκλεισμό ανεπιθύμητων εκπροσώπων των ΜΜΕ, οι υπόλοιποι οφείλουν να ρωτήσουν: γιατί αυτή η έλλειψη πλήττει πάντα τους ίδιους;

Οι συνεντεύξεις Τύπου των πρωταγωνιστών της πολιτικής δεν είναι σκηνοθετημένες παραστάσεις με ρόλους. Ποιος ρωτάει και ποιος απαντάει έχει λυθεί από αιώνες.

Για τη δημοσιογραφία, αποτελεί θεμελίωδη υποχρέωση να εντάσσεται στα θεσμικά αντίβαρα, για κάθε εξουσία. Δεν νοείται να καταπίνει ότι λένε οι πολιτικοί και πολύ περισσότερο να τους διευκολύνει να το λένε.

Οι δημοσιογράφοι δεν είναι συμπληρωματικό στοιχείο της παρουσίας των πολιτικών. Ή μήπως είναι; Γιατί το πολιτικό ρεπορτάζ δεν οργάνωσε Debate με τους πολιτικούς αρχηγούς και όποιος δεν έχει χρόνο, δεν βολεύεται ή βρίσκεται σε εθνικό πένθος ας μην πάρει μέρος;

Αλλά μην ζητάμε πολλά σε μια χώρα στην οποία για το περιεχόμενο ενός προεκλογικού debate, αποφασίζουν τα …κόμματα. Κι ένας πολιτικός δίνει συνεντεύξεις σε προσωπικούς φίλους, οπαδούς και …συγγενείς του…

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR