Η διαχείριση των κόκκινων δανείων

 

Του Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣΈνα από τα πιο κομβικά ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που έχει να επιλύσει η κυβέρνηση στα πλαίσια του 3ου Μνημονίου και της 1ης αξιολόγησης, είναι τα προαπαιτούμενα όσον αφορά την διαχείριση των κόκκινων δανείων, σε συνεργασία με τις 4 συστημικές τράπεζες, την Τράπεζα της Ελλάδος και φυσικά τους δανειστές.

Πρόκειται για ένα πρόβλημα σύνθετο που έχει σαφέστατα τις ρίζες του, στην οικονομική κρίση και την μακροοικονομική ύφεση στη χώρα τα τελευταία 7 χρόνια μέσα από την μείωση των εισοδημάτων και την υπερφορολόγηση και πολύ λιγότερο σε μια ενδογενή εγχώρια τραπεζική κρίση.

Τα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ τραπεζικού συστήματος και εθνικής οικονομίας είναι υπαρκτά και όσο δεν υπάρχει ορατή και διατηρήσιμη ανάπτυξη με αύξηση του ΑΕΠ, τόσο τα NPLs δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων θ’αυξάνονται δραματικά με απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες.

Ποια είναι όμως η σημερινή διάρθρωση των δανείων στην Ελλάδα;

Συνολικά, έχουν συναφθεί περίπου 204 δις ευρώ δανείων, που υπερβαίνουν το ΑΕΠ της χώρας. Από αυτά τα 96 δις αφορούν σε επιχειρηματικά, ενώ τα 67 δις ευρώ σε στεγαστικά δάνεια. Από τα επιχειρηματικά δάνεια τα 89 αφορούν μη χρηματοπιστωτικά.

Από τα υπόλοιπα που απομένουν, έχουμε 41 δις καταναλωτικών δανείων, συμπληρώνοντας έτσι την συνολική εικόνα.

Έχει ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να προσέξουμε την διάρθρωση στις κατηγορίες αυτές, των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Πιο συγκεκριμένα, η εικόνα έχει ως εξής:

  • Επιχειρηματικά δάνεια, 44 δις ευρώ NPLs δηλαδή 46% επί του συνόλου της κατηγορίας αυτής.
  • Στεγαστικά δάνεια, 26 δις ευρώ NPLs δηλαδή 39% επί του συνόλου των στεγαστικών δανείων.
  • Καταναλωτικά δάνεια 16 δις ευρώ NPLs δηλαδή 39% επί του συνόλου των καταναλωτικών.

Όπως είναι προφανές, από την παραπάνω ανάλυση καταλήγουμε ότι ανά μέσο όρο πάνω από το 40% των δανείων συνεχίζουν να μην εξυπηρετούνται, παρά τα προγράμματα ρυθμίσεων και διακανονισμών που έχουν εφαρμόσει οι τράπεζες, καθώς και τις όποιες δικαστικές αποφάσεις για ελάφρυνση δανειοληπτών έχουν εφαρμοστεί.

Με λίγα λόγια τείνουμε να πούμε ότι 1 στα 2 δάνεια δεν είναι εξυπηρετούμενα, γεγονός που σημαίνει ότι αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα τα οποία να έχουν χρονοδιάγραμμα και μετρήσιμους στόχους αποτελεσματικότητας, το ιδιωτικό χρέος θα γίνει επίσης μη βιώσιμο όπως και το δημόσιο χρέος, με μη αναστρέψιμες συνέπειες για την χώρα.

Να τονίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι όλες οι συστημικές τράπεζες εποπτεύονται απ’ευθείας από την ΕΚΤ και ιδίως για τα θέματα των κόκκινων δανείων, από τον SSM που είναι ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας των τραπεζών, θέτοντας κανόνες και στοχοθεσίες επί της παρακολούθησης και της αποτελεσματικότητας των μέτρων διαχείρισης.

Με βάση λοιπόν αυτή την εποπτεία, κάθε τρίμηνο θα παρακολουθούνται οι στόχοι επί των ελληνικών τραπεζών από την ΤτΕ η οποία σε συνεργασία με τον SSM θ’αποφασίζει, κατά πόσο είναι επαρκή τα μέτρα και η εκάστοτε διαχείριση των τραπεζών.

Πιο συγκεκριμένα, το μεγάλο σημείο τριβής αυτή την στιγμή μεταξύ θεσμών και κυβέρνησης, είναι η πώληση των προβληματικών δανείων σε ξένα funds. Ήδη έχει αποφασιστεί για επιχειρηματικά δάνεια και επεκτείνεται σταδιακά και για στεγαστικά δάνεια, αγγίζοντας ακόμα και την πρώτη κατοικία υπό προϋποθέσεις.

Με βάση τη νέα ρύθμιση και το νόμο που αναμένεται εντός του Φεβρουαρίου, οι δανειολήπτες, θα κατηγοριοποιούνται σε 3 κατηγορίες:

  • Στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
  • Συνεργάσιμους δανειολήπτες.
  • Μη συνεργάσιμους δανειολήπτες

Η πλειοψηφία των πολιτών και ιδίως η μεσαία τάξη, θα πρέπει να συμπεριληφθεί αν δεν συντρέχουν άλλοι σοβαροί λόγοι, στους συνεργάσιμους δανειολήπτες με στόχο την αποτύπωση των εύλογων δαπανών διαβίωσης, που θα καθορίσει την ελάχιστη μηνιαία δόση του δανειολήπτη τόσο για επιχειρηματικά όσο και για στεγαστικά δάνεια.

Δεν είναι βέβαιο, ότι η συγκεκριμένη πρακτική θα λύσει το πρόβλημα, αλλά είναι σίγουρα πολύ πιο αποτελεσματικό να υπάρχει συναντίληψη για το τί δύναται να πληρώσει ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση, παρά ν’ακολουθούν την δικαστική οδό χωρίς καμία συνεργασία και διαμεσολάβηση.

Πέραν όμως των παραπάνω κριτηρίων που οφείλουν σαφώς να σέβονται τους αδύναμους και τις ευπαθείς ομάδες ακόμα και με σημαντικές ελαφρύνσεις χρέους, οι λύσεις που προτείνονται με την συμμετοχή ξένων funds, τα οποία θα λειτουργούν παρεμπιπτόντως με βάση το ελληνικό δίκαιο, απλά θα ενισχύσουν πρόσκαιρα μόνο την όλη διαχείριση, αν δεν ανέλθει συνολικά η ελληνική οικονομία στο να ενισχυθεί τόσο η ρευστότητα του συστήματος όσο και η επιστροφή των καταθέσεων.

Ένα NPL δάνειο για να καταστεί βιώσιμο και εξυπηρετούμενο, απαιτεί ένα χρόνο ωρίμανσης τουλάχιστον 3 χρόνια, που σημαίνει ότι χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση την 3ετία 2016-2018 ώστε αφενός να γίνεται μια ομαλή μετάβαση των δανείων σε καθεστώς αποπληρωμής και αφετέρου να μην κοκκινίζουν τα ήδη ενήμερα δάνεια.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει οι νέοι κανόνες μέσω της νομοθετικής ρύθμισης να ξεκινήσουν χωρίς καθυστερήσεις, γιατί επιβαρύνουν άμεσα την εγχώρια οικονομία και δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας, όσο δεν γνωρίζουν οι δανειολήπτες τις επιλογές και τις προϋποθέσεις που ισχύουν.

Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση οφείλει άμεσα να φέρει το νόμο στη Βουλή, έχοντας προηγηθεί η απαραίτητη διαβούλευση, έτσι ώστε αφενός να δοθεί ανάσα στους χιλιάδες δανειολήπτες και επιχειρηματίες για να συγκρατήσουν την ρευστότητά τους σε ανεκτά επίπεδα και αφετέρου να σταματήσει το καθεστώς ατιμωρησίας των κακοπληρωτών που κρύβονται από το σύστημα δια μέσου της φοροδιαφυγής.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.