Η Δικαιοσύνη στο κρεβάτι του Προκρούστη της πολιτικής

Του Γ. Λακόπουλου

Από τους τρεις πυλώνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η Δικαιοσύνη έχει τον ζωτικότερο ρόλο, καθώς στο δικό της πεδίο κρίνεται η λειτουργία της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας. Χωρίς αυτόνομη Δικαστική Εξουσία η δημοκρατία είναι ελαττωματική. Απλά πράγματα.

Τόσο απλά που στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα πρώτου χειραγωγηθεί το ίδιο, από την εξουσία του χρήματος και των ΜΜΕ φρόντισε να χειραγωγεί παρασκηνιακά αλλά και… νομίμως τη Δικαιοσύνη. Έτσι ο εξανδραποδισμός των πολιτικών από τους «νταβατζήδες» μετατράπηκε και σε εξανδραποδισμό δικαστικών λειτουργών.

Εδώ και πολλά χρόνια  ένας ολιγάρχης που σέβεται τον εαυτό του εκτός από τον ιδιωτικό του στρατό στα κόμματα φροντίζει να έχει και τον ιδιωτικό του στρατό μέσα στους δικαστές. Σιγά το δύσκολο, αν ληφθεί υπόψη και η χαμηλή ποιότητα ενός τμήματος του δικαστικού πληθυσμού.

Ωστόσο στο τρίγωνο πολιτικοί – μιντιάρχες – δικαστικοί, υπάρχουν νησίδες αντίστασης και καθαρής συνείδησης. Πλήθος δικαστικών λειτουργών  προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους, – ήτοι να εφαρμόσουν τον νόμο κατά την κρίση τους, όπως τους αναθέτει το Σύνταγμα και η πεμπτουσία του Κοινοβουλευτισμού –  σε πολύ δύσκολες συνθήκες, χωρίς υποδομές, χωρίς τεχνικά εργαλεία και χωρίς σεβασμό ακόμη και από τη διοίκηση της Δικαιοσύνης.

Την κάνουν όμως. Παρά τη γενικευμένη σήψη της πολιτικής, της διοίκησης και της κοινωνίας, υπάρχουν εραστές της ενάρετης δικαστικής λειτουργίας που προσπαθούν να αποδώσουν δικαιοσύνη με ευσυνειδησία και πίστη στον όρκο τους.

Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα κυκλοφορεί φόρα παρτίδα ότι ο ένας δικαστικός είναι του ενός κόμματος, ο δεύτερος του αλλού και ο τρίτος επηρεάζεται από τον τάδε επιχειρηματία;

Αυτοί οι δικαστές βρίσκουν καθημερινά απέναντί τους τον πολιτικό κόσμο της χώρας που χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Όταν κρίνουν ότι τους βολεύει μια δικαστική απόφαση, την επικαλούνται ως προϊόν της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης. Όταν ό

Αυτό μας οδηγεί αναπόφευκτα στον Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργό, όπως θα μας οδηγούσε στον οποιοδήποτε πρωθυπουργό. Αν θέλει να μείνει στην ιστορία να ρισκάρει – περί αυτού πρόκειται – την απόλυτη αυτονομία της Δικαιοσύνης.

μως θεωρούν ότι δεν εξυπηρετεί τις επιδιώξεις τους τη χαρακτηρίζουν ως αποτέλεσμα κυβερνητικού ελέγχου και σκοπιμότητας.

Αυτή η συμπεριφορά των κομμάτων δημιουργεί ζοφερό κλίμα στη Δικαιοσύνη, αν μη τι άλλο γιατί της στερεί το οξυγόνο  που χρειάζεται η λειτουργία της: την εμπιστοσύνη των πολιτών. Για ποια εμπιστοσύνη όμως μπορούμε να μιλάμε όταν οι πολίτες βομβαρδίζονται με την ιδέα – ποτέ από τη μια πλευρά και ποτέ από τη άλλη – ότι οι δικαστικές αποφάσεις είναι στημένες και εκδίδονται, είτε μετά από την πίεση της εκάστοτε κυβέρνησης, είτε ως προϊόν συναλλαγής, παραδικαστικού χαρακτήρα;

Ποια εμπιστοσύνη όμως όταν η κυβέρνηση επεμβαίνει με στοχευμένη νομοθέτηση, διοικητικές αποφάσεις, αλλά και παρασκηνιακές πιέσεις; Ή όταν η αντιπολίτευση παρεμβαίνει με τους μηχανισμούς που είχε διαμορφώσει όταν ήταν η ίδια κυβέρνηση; Ακόμη και εξωθεσμικοί  παράγοντες επεμβαίνουν με τις πρακτικές της εξαγοράς και του εκμαυλισμού.

Δεν νοείται να θεωρείται «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής» η άσκηση δίωξης σε πολιτικούς για τους οποίους υπάρχουν σαφείς ενδείξεις παρανομίας

Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα κυκλοφορεί φόρα παρτίδα ότι ο ένας δικαστικός είναι του ενός κόμματος, ο δεύτερος είναι του άλλου και ο τρίτος επηρεάζεται από τον τάδε επιχειρηματία; Πού αλλού δεν θα σηκώνονταν ακόμη και οι πέτρες με αυτές τις αναφορές, που ανταποκρίνονται και στην πραγματικότητα ενίοτε.

Δεν μπορεί να σταθεί καμία δημοκρατία, αλλά και καμία κοινωνία, όταν  καθημερινά σχεδόν καλλιεργείται η πεποίθηση ότι ένας δικαστικός λειτουργός δουλεύει για την κυβέρνηση, για ένα κόμμα, για κάποιον οικονομικό παράγοντα. Ότι η απόφασή του είναι αποτέλεσμα αυτής της εξάρτησης. Ή ότι εφαρμόζει το νόμο καθ’ υπόδειξη των ισχυρών του χρήματος και της πολιτικής.

Ασφαλώς σε καμία δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία, σε καμία πολιτεία δεν μπορεί να υπάρχει «κράτος δικαστών». Αλλά δεν μπορεί να βαφτίζεται «κράτος δικαστών» η δικαστική ανεξαρτησία. Δεν νοείται να θεωρείται «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής» η άσκηση δίωξης σε πολιτικούς για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις παρανομίας.

Στους περίεργους καιρούς που ζούμε, το πρώτο αγαθό που πρέπει να διαφυλαχθεί – και να ανακτηθεί εκεί που λείπει – είναι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Μπορεί να γίνει οποιαδήποτε κριτική στους δικαστές και τις αποφάσεις τους. Και οι κρίνοντες κρίνονται. Αλλά δεν νοείται να κρίνονται ως εντολοδόχοι συλλήβδην.

Πώς θα υπάρχει δικαιοσύνη και κοινό αίσθημα περί δικαιοσύνης όταν σε ευαίσθητες και δύσκολες υποθέσεις, το  πρώτο συμπέρασμα που βγάζουν κόμματα και ΜΜΕ είναι ότι η δικαστική διαχείριση ισούται με κυβερνητική διαχείριση; Ότι μια δίωξη ή μια ανακριτική έρευνα δεν έχει ως «ιδιοκτησία» τον δικαστικό λειτουργό που την υπογράφει, αλλά έχει στην ούγια το όνομα της κυβέρνησης.

Δεν μπορεί μέλος της κυβέρνησης να βάλει κατά δικαστικών και να μένει στη θέση του. Δεν μπορεί υπουργός να συναλλάσσεται με τον υπόκοσμο για να αποδοθεί Δικαιοσύνη

Πώς θα λειτουργήσει ένα κράτος δικαίου όταν κάθε δικαστική ενέργεια θεωρείται υποκινουμένη, όπως άλλωστε θεωρείται και ο έλεγχος από άλλες αρχές του κράτους, όπως είναι η οικονομική επιθεώρηση. Ποσό πιο τριτοκοσμική μπορεί να είναι μια χωρά όταν ακούγεται συχνά «του ασκήθηκε δίωξη»… από την κυβέρνηση ή ότι η κυβέρνηση «του έστειλε το ΣΔΟΕ»;

Είναι μακρά, άχαρη και οδυνηρή συζήτηση ποιος ελέγχει ποιον στη Δικαιοσύνη. Αλλά εκεί που έφτασαν τα πράγματα πρέπει να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Δεν μπορεί μέλος της κυβέρνησης να βάλει κατά δικαστικών λειτουργών και των αποφάσεων τους, με χυδαιότητα ενίοτε και να μένει στη θέση του. Δεν μπορεί υπουργός να συναλλάσσεται με τον υπόκοσμο για να… αποδοθεί Δικαιοσύνη. Και δεν νοούνται ηγεσίες και στελέχη κομμάτων να υπόσχονται καριέρες σε δικαστικούς αρκεί να κινηθούν διατεταγμένα.

Δεν μπορούν δημόσια πρόσωπα να προαναγγέλλουν αποφάσεις Δικαστηρίων. Όποιος θέλει να τις επηρεάσει, ως έχει κάθε δικαίωμα, μπορεί να προσέλθει στις αίθουσες των συνεδριάσεων και των διασκέψεων με τη νόμιμη επιχειρηματολογία του. Τα υπόλοιπα συνθέτουν θεσμική υπονόμευση.

Είναι κωμικό να θεωρείται από το ένα κόμμα σωστή μια δικαστική απόφαση που αφορά τις τηλεοπτικές άδειες, και από το άλλο υπαγορευμένη και να αλλάζουν οι ρόλοι όταν πρόκειται π.χ. για τον φορολογικό έλεγχο.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατηγορείται από την κυβέρνηση ότι δρα εναντίον της κυβέρνησης, όταν αποφαίνεται απορριπτικά για τη συνταγματικότητα ενός νόμου της, αλλά επαινείται από την αντιπολίτευση γιατί τον απέρριψε.

Το ίδιο ισχύει για τις αποφάσεις του Άρειου Πάγου και πολύ περισσότερο για τις αποφάσεις χαμηλότερης κλίμακας, ή τις αξιολογήσεις δικαστικών λειτουργών για την πορεία μιας υπόθεσης.

Ο Αλέξης Τσίπρας αν θέλει να μείνει στην ιστορία πρέπει να ρισκάρει την απόλυτη αυτονομία της Δικαιοσύνης

Τι θα πάει στο ακροατήριο και τι όχι, τι είναι νόμιμο τι όχι, ποιος είναι ένοχος και ποιος αθώος κρίνεται αποκλειστικά από τους δικαστικούς λειτουργούς και υπάρχουν εργαλεία για ενδεχόμενη κακοδικία τους. Η επέμβαση της πολιτικής είναι σε κάθε περίπτωση τοξική.

Δεν πάει άλλο. Οι παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη πρακτικά οδηγούν σε ατιμωρησία και αυτό με τη σειρά του αναπαράγει τις πήγες της κακοδαιμονίας. Επιτέλους τέλος.

Η νομοθεσία είναι επαρκής και για τον θεσμικό έλεγχο καλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης εφόσον εφαρμοστεί πιστά. Το Δικαστικό Σώμα διαθέτει μηχανισμούς αυτοκάθαρσης. Αυτό που λείπει – εκτός αυτό την αυτονόητη περαιτέρω συνταγματική θωράκιση με τη νέα αναθεώρηση – είναι η πολιτική βούληση.

Αυτό μας οδηγεί αναπόφευκτα στον Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργό, όπως θα μας οδηγούσε στον οποιοδήποτε πρωθυπουργό. Αν θέλει να μείνει στην ιστορία να ρισκάρει – περί αυτού πρόκειται – την απόλυτη αυτονομία της Δικαιοσύνης. Ακόμη και αν αυτό αποβεί σε βάρος των υποθέσεων της κυβέρνησής του σε πρώτη φάση. Στην επόμενη θα δικαιωθεί.

Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η ιστορική κρίση γι’ αυτόν, αν υλοποιήσει το Μνημόνιο ή αν θα βγει στις αγορές. Μπορεί να πούμε όμως με βεβαιότητα ότι  ο ιστορικός του μέλλοντος θα του αποδώσει φωτοστέφανο αν γίνει ο πρώτος πρωθυπουργός που τοποθετήσει τη Δικαστική εξουσία στο βάθρο της για να κάνει απερίσπαστη τη δουλειά της.