Η δυστυχία του να  ήσουν ο Ανδρέας Παπανδρέου

Του Γ.Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣΑν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δικαίωμα να ρίξει στο πηγάδι τρία πρόσωπα, σίγουρα θα ήταν οι τρεις  σύζυγοί του. Για τα βιβλία εξόντωσης της προσωπικότητ;άς του που εξέδωσαν.

Η πρώτη έβγαλε βιβλίο μέσα στην αναμπουμπούλα  του 1988-89, συμβάλλοντας στη δικαστική δίωξη του με τον τρόπο της. Οι άλλες δυο περίμεναν πρώτα να αποδημήσει και μετά έδωσαν ρέστα.

Η δεύτερη και μητέρα των παιδιών του την είδε Πρώτη Κυρία και έβγαλε ένα βίπερ Νόρα στο οποίο ισοπεδώνει τα πάντα- και την αξιοπρέπειά της  ίδιας και των παιδιών της. Και η τρίτη βούτηξε στον πάτο της αθλιότητας και τον χρησιμοποιεί δίκην βαμπίρ για να κοινοποιήσει τον εσωτερικό κόσμο της.

Αν υπήρχε αστυνομία προστασίας της μνήμης των νεκρών πολιτικών,  η τελευταία θα έπρεπε να έχει συλληφθεί.  Χρησιμοποιεί τη σχέση της με  ένα  άρρωστο άνθρωπο για μεταμορφώσει τη φυσική του ευγένεια και την ανωτερότητα που τον διέκρινε σε νομιμοποίηση  του οχετού των απωθημένων της.  Αλλοιώνει κάθε στοιχείο της προσωπικής του συγκρότησης για να προβάλει την προσωπική ασυναρτησία, με το τρομερό επιχείρημα ότι …επικοινωνεί μαζί του και της υπαγορεύει  όσα γράφει- αν τα γράφει η ίδια. Προφανώς το κλιμάκιο της προαναφερόμενης αστυνομίας, που θα τη συνελάμβανε, έπρεπε να έχει μαζί του και ψυχίατρο.

Η συμμετοχή του Ανδρέα Παπανδρέου στο δημόσιο βίο θα αξιολογηθεί από την Ιστορία στην ώρα της. Στον κοινωνικό και επιστημονικό βίο του, οι  αναμνήσεις όσων τον ήξεραν  είναι συναρπαστικές . Αλλά η επίσημη προσωπική του ζωή δια των συζύγων του αποδεικνύεται η χειρότερη.

Ένας άνθρωπος που  ήξερε να επιβάλει στους άλλους να τον σέβονται και να τον τιμούν, ακόμη και αν  τον πολεμούσαν, έγινε μετά  θάνατον σκεύος ευτελισμού από τις κυρίες στις οποίες έδωσε στο όνομά του -και για το όποιο ερίζουν κατ’ ουσίαν.Ειδικά η  τελευταία, αφού του επιφύλαξε ποικίλους διασυρμούς εν ζωή, τον αποτελειώνει μετά θάνατον. Όχι γιατί κανείς θα πιστέψει όσα του αποδίδει. Αλλά γιατί ως επιλογή του αποδεικνύεται η τραγωδία του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μετά θάνατον δυστυχία.