Η κληρονομιά του κ. Σόιμπλε  

 

Του Κώστα Μποτόπουλου

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την οκταετή παρουσία του στο Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας και στο Eurogroup, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σφράγισε την οικονομική, και όχι μόνο, πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της. Η αίσθηση των μεγεθών –τόσο του συγκεκριμένου προσώπου όσο και της κρίσης που συνδέθηκε με το όνομά του- δεν πρέπει, ωστόσο, να μας οδηγήσει σε βιαστικά συμπεράσματα. Ο Σόιμπλε δεν ήταν ούτε «ο άνθρωπος που έκανε το ευρώ πιο σταθερό», όπως θα ήθελε ο ίδιος (συνέντευξη στους Financial Times,  8-10-2017), ούτε ο «μαύρος βαρόνος», όπως αποφαίνεται ο βαρουφακικός τρόπος σκέψης. Είναι ειρωνικό αλλά είναι, νομίζω, αλήθεια: η πραγματική του κληρονομιά προέρχεται περισσότερο από τις αντιφάσεις του παρά από τα ακλόνητα πιστεύω του.

Η βασική αρχή του Γερμανού πολιτικού, σε όλη τη μακρότατη καριέρα του αλλά κυρίως στη φάση για την οποία μιλάμε, ήταν η προσήλωση στους κανόνες. Κύμα μετά το κύμα ιδεών και παρακλήσεων μέσα στο καμίνι της κρίσης έπεφτε ξανά και ξανά πάνω στο ίδιο τείχος: «δεν προβλέπεται από τους κανόνες», «τηρείστε πρώτα τους κανόνες και μετά βλέπουμε». Κανόνες που επαιρόταν ότι ο ίδιος προσωπικά και η χώρα του συνολικά τηρούσαν πρώτοι από όλους. Όπως πολλά πράγματα στη ζωή, και ακόμα περισσότερα στη στάση του κ. Σόιμπλε, αυτή είναι μια φαινομενική αλήθεια, αλλά μια μισή αλήθεια: γιατί τους κανόνες αυτούς (Σύμφωνο Σταθερότητας, κριτήρια αξιολόγησης χωρών και

Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτά τα έκανε ο κ. Σόιμπλε με κακή πρόθεση ή από μίσος για την Ελλάδα -αντίθετα το αποτέλεσμα της πολιτικής του, που έγινε σχεδόν αμέσως πολιτική της Ένωσης, ήταν να παραμείνει η χώρα μας πολυτραυματισμένη αλλά ζωντανή εντός Ένωσης.

μεταρρυθμίσεων, λειτουργία οικονομικής διακυβέρνησης) τους έθεταν ή τους ερμήνευαν, με σχεδόν αυθεντικό τρόπο και πάντως αρνούμενοι να βάλουν το παραμικρό νερό στο κρασί τους, η Γερμανία και ο κ. Σόιμπλε. Είναι πάντα πιο εύκολο να τηρείς τους κανόνες που έθεσες εσύ και που αντιστοιχούν στα συμφέροντα ή στη λογική σου.

Αυτό ακριβώς το λογικό άλμα μετέτρεψε, χάρις στην πολιτική και οικονομική θέση της χώρας του αλλά και στη δύναμη της δικής του προσωπικότητας, σε πυρηνικό του όπλο ο κ. Σόιμπλε. Οι κανόνες που θεσπίστηκαν ή ανασύρθηκαν ή άλλαξαν για την αντιμετώπιση της κρίσης, κυρίως αλλά όχι μόνο έναντι της Ελλάδας, φαντάζουν λογικοί, σχεδόν αυτονόητοι, αν τους δούμε όχι στη σύλληψή τους αλλά κατά τη στιγμή της εφαρμογής τους. Τι πιο λογικό από την προσπάθεια σταθεροποίησης και συμμαζέματος της δημοσιονομικής κατάστασης  σε περίοδο ελλειμμάτων και αστάθειας; Τι πιο δίκαιο από την παροχή δανεισμού, και μάλιστα γενναιόδωρου, υπό παρακολούθηση των δανειστών και με προσπάθεια κάποιας εξασφάλισης όχι τόσο ότι θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους (σε διεθνείς δανεισμούς του μεγέθους της Ελλάδας το βασικό είναι η πληρωμή των τόκων και όχι η αποπληρωμή του συνολικού ποσού) αλλά τουλάχιστον ότι τα λεφτά αυτά θα χρησιμοποιηθούν για το σκοπό για τον οποίο δόθηκαν; Τι πιο αληθινό από το ότι μία, ή τέσσερεις, χώρες δεν μπορούν να απαιτούν διαρκώς αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού επικαλούμενες τη δεινή τους θέση, αφού όλες οι χώρες έχουν προβλήματα και όλοι οι ηγέτες πρέπει να πείσουν τους λαούς και Κοινοβούλιά τους για τις όποιες αποφάσεις περί τρίτων χωρών;

Μόνο που –κι εδώ είναι που το «δόγμα Σόιμπλε» μπάζει νερά, που δεν μπορεί να δει ένας καπετάνιος μαθημένος σε ενός μόνο είδους θάλασσες- οι κανόνες και η ερμηνεία τους δεν είναι κάτι το μεταφυσικό και κυρίως κάτι το μονομερές. Από ποια οικονομική θεωρία και από ποια πολιτική εμπειρία βγαίνει άραγε ότι μόνο η προσκόλληση σε υφιστάμενους κανόνες δημιουργεί «εμπιστοσύνη» και επομένως τονώνει την ανάπτυξη, όπως ισχυρίζεται ο κ. Σόιμπλε; Μήπως το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που, υπό τον Μάριο Ντράγκι, σάρωσε τους υφιστάμενους κανόνες και πρακτικές για να σώσει, και σε μεγάλο βαθμό έσωσε, το ευρώ, αποτελεί ισχυρό αντεπιχείρημα; Μήπως η Ελλάδα δεν είχε χάσει το 25% του ΑΕΠ της αν μαζί με τη λιτότητα παίρνονταν από την αρχή και μέτρα στήριξης; Μήπως η επίκληση του γερμανικού μοντέλου (συγκράτηση των μισθών, συνεννόηση εργοδοτών-εργαζομένων, χτίσιμο αξιόπιστων προϊόντων, εξαγωγές, πλεονάσματα, περαιτέρω εξαγωγές) θα έπρεπε να συνοδεύεται και από την παρατήρηση ότι αυτό το μοντέλο δεν στηρίζεται μόνο, όπως ισχυρίζεται ο κ. Σόιμπλε, στις «καλές συνήθειες των Γερμανών», αλλά και στη χρησιμοποίηση όλης της υπόλοιπης Ευρώπης, και κυρίως των κατά τεκμήριο ασθενέστερων χωρών, ως απέραντου πεδίου εξαγωγών;

       Πριν φύγει, ο κ. Σόιμπλε άφησε πίσω του ένα non paper «για το δρόμο προς μια Σταθερή Ένωση» χωρίς αύξηση του προϋπολογισμού, κοινά ταμεία, μεταβιβάσεις πόρων.

Τη βασική αυτή αντίφαση –απόλυτα νομοταγής αλλά και απόλυτα άτεγκτος ως προς την τήρηση κανόνων που προέρχονταν ή βόλευαν τον ίδιο- ο κ. Σόιμπλε τη συμπλήρωσε, σε όλη τη διάρκεια της θητείας του, με μια άλλη, πιο πολιτική. Διαπρύσιος, στα λόγια αλλά και σε πολλές εσωτερικές στην κυβέρνηση και τη χώρα του μάχες, υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πορεύτηκε με βάση το δίκαιο του δυνατού και όχι το μοίρασμα των ευθυνών και των βαρών. Πώς μπορείς να είσαι συγχρόνως «φεντεραλιστής» (δεν υπάρχει άλλος Ευρωπαίος πολιτικός αυτού του βεληνεκούς, πλην του κ. Γιούνκερ, που όχι μόνο να μη φοβάται αλλά και να χρησιμοποιεί τη «λέξη από φ») και να αρνείσαι έναν μεγαλύτερο κοινό προϋπολογισμό για την Ένωση, έναν μηχανισμό μεταφοράς πόρων (που διαθέτει η Βάδη-Βιτεμβέργη προς το Ρήνο-Παλατινάτο αλλά όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση για να στηρίξει τα κράτη που το χρειάζονται) κι ακόμα και την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης μέσω του εντελώς απαραίτητου (κυρίως για τη θεμελίωση της «εμπιστοσύνης», για την οποία τόσο κόπτεται ο κ. Σόιμπλε) κοινού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων; Για έναν τόσο νομοταγή και μάλιστα εκπαιδευτή στην τέχνη του να είσαι νομοταγής, όπως ο κ. Σόιμπλε, δεν είναι λιγάκι παράξενο που, ειδικά για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, «ξεχνά» τον κανόνα –την αταλάντευτη απόφαση του Συμβουλίου και της Επιτροπής με τη στήριξη του Κοινοβουλίου για εγκαθίδρυση ενός πραγματικού κοινού ταμείου μέσα στους χρόνους και στην έκταση που είχαν αρχικά προβλεφθεί- και θέτει κάθε είδους «δικονομικά» (πρώτα «μείωση του ρίσκου» και μετά «μοίρασμά» του, λες και είναι δυνατή η πλήρης «μείωση του ρίσκου» στον τραπεζικό τομέα) και, πλέον, και πολιτικά εμπόδια (η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι ετοιμάζεται να παρουσιάσει νέα πρόταση, πολύ πιο κοντά στις γερμανικές απαιτήσεις);

Έκανα λόγο, όχι τυχαία, για το δίκαιο του δυνατού. Εδώ η στάση του κ. Σόιμπλε έναντι της χώρας μας χρησιμεύει ως καταλυτικό παράδειγμα. Τρεις τουλάχιστον φορές, όπως παραδέχεται και ο ίδιος στη συνέντευξή του στους FT, έσπρωξε ουσιαστικά με τις προτάσεις του την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης: όταν «πρότεινε», επί κυβέρνησης Παπανδρέου, τη μεταφορά της αρμοδιότητας για τις «μεταρρυθμίσεις» από την ελληνική κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι που θα σήμαινε το πέρασμα από την επιτροπεία στην αποικιοκρατία΄ όταν «συζήτησε», επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, και μάλιστα σε περισσότερες από μία περιστάσεις, το «τάιμ άουτ», δηλαδή να βοηθηθεί η Ελλάδα για δήθεν προσωρινή αλλά σίγουρα καταλυτική έξοδο από την Ευρωζώνη΄ κι όταν επέμεινε, επί κυβέρνησης Τσίπρα, για τη μεταφορά των πόρων από τις ιδιωτικοποιήσεις σε ταμείο εκτός Ελλάδας, μόνο και μόνο για να ταπεινώσει, ακόμα περισσότερο και από τα 99 χρόνια ζωής του ταμείου, τους «απείθαρχους».

Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτά τα έκανε ο κ. Σόιμπλε με κακή πρόθεση ή από μίσος για την Ελλάδα -αντίθετα το αποτέλεσμα της πολιτικής του, που έγινε σχεδόν αμέσως πολιτική της Ένωσης, ήταν να παραμείνει η χώρα μας πολυτραυματισμένη αλλά ζωντανή εντός Ένωσης. Ούτε αμφισβητώ τον φιλευρωπαϊσμό του και, ακόμα λιγότερο, τη δύναμη του χαρακτήρα και της πειθούς του. Θα ήταν παράλειψη όμως, στις στιγμές αυτές της αποτίμησης, να μην αναδειχθεί η λογική του: κανόνες uber alles, αλλά οι δικοί μας κανόνες – ενοποίηση, αλλά χωρίς αμφισβήτηση της γερμανικής λογικής – συμβολή στην πορεία προς τα μπροστά, αλλά με ποδοπάτημα, αν χρειαστεί, αυτών που μένουν πίσω. Μια πολιτική και όχι ad hominem κριτική οφείλει να ακολουθεί μια τέτοια κληρονομιά. Που εξάλλου δεν τελειώνει: πριν φύγει, ο κ. Σόιμπλε άφησε πίσω του ένα non paper «για το δρόμο προς μια Σταθερή Ένωση» χωρίς αύξηση του προϋπολογισμού, κοινά ταμεία, μεταβιβάσεις πόρων κλπ. Υπό τέτοιες συνθήκες, το auf wiedersehen οφείλει να έχει σεβασμό αλλά και αγωνιστικότητα.