Η «μεσαία τάξη» στον λόγο της ΝΔ, 2016-21

Του Γιάννη Μυλωνά

Το κυρίαρχο αφήγημα της ελληνικής κρίσης, σύμφωνα με το οποίο η κρίση χρέους προκλήθηκε από «ελληνικές παθογένειες», επιρρίπτει μεγάλες ευθύνες στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, τα οποία όφειλαν πλέον να αναμορφωθούν προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση και η χώρα να εξευρωπαϊστεί και να εκσυγχρονιστεί, με την οικονομία της να γίνει πιο ανταγωνιστική.

Όπως έχει καταδειχτεί σε διάφορες μελέτες (Αρανίτου, 2019∙ Παναγιωτόπουλος, 2021), η μεσαία (ή για άλλους η μικροαστική) τάξη αποτελεί το πολυπληθέστερο κοινωνικό στρώμα της σύγχρονης Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό, τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία (τόσο η Νέα Δημοκρατία και παλιότερα το ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ), μιλούν στο όνομά της και παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι των συμφερόντων της. Η σημασιοδότηση της μεσαίας τάξης, βέβαια, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση, καθώς αναφέρεται σε ένα ευρύτατο κοινωνικό σώμα με μεγάλες εσωτερικές διαβαθμίσεις. Επιπλέον, η μεσαία τάξη ορίζεται με διαφορετικούς όρους, τόσο οικονομικούς, όσο και ιδεολογικοπολιτικούς, αλλά και πολιτισμικούς. Με οικονομικούς όρους, και σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ, στο Αρανίτου, 2019, σ. 199), η κατώτερη μεσαία τάξη αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής μεσαίας τάξης. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, η μεσαία τάξη και ιδιαίτερα τα κατώτερα στρώματά της, δέχτηκε ιδιαίτερη πίεση, δίχως ωστόσο να καταρρεύσει, με τα νέα τμήματα της μεσαίας τάξης (για παράδειγμα, νέοι πτυχιούχοι, εργαζόμενοι στους «δημιουργικούς» κλάδους, κ.ά.) να είναι αυτά που επλήγησαν κυρίως από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις (Αρανίτου, 2019, σσ. 210-211).

Το κυρίαρχο αφήγημα της ελληνικής κρίσης, σύμφωνα με το οποίο η κρίση χρέους προκλήθηκε από «ελληνικές παθογένειες», επιρρίπτει μεγάλες ευθύνες στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, τα οποία όφειλαν πλέον να αναμορφωθούν προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση και η χώρα να εξευρωπαϊστεί και να εκσυγχρονιστεί, με την οικονομία της να γίνει πιο ανταγωνιστική. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, που μπορεί να συμπυκνωθεί αφενός στη χυδαία δήλωση του Θεόδωρου Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε», και αφετέρου στα φιλελεύθερα θεωρήματα περί «πολιτισμικού δυισμού» της Ελλάδας (Βούλγαρης, 2019, σ. 79), τα μέλη της (μικρο)μεσαίας τάξης όφειλαν να γίνουν πιο παραγωγικά, πιο επιχειρηματικά και λιγότερο κρατικοδίαιτα, αλλά και πιο «έντιμα» και ευσυνείδητα. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός λαός (τα μικρομεσαία στρώματα) λοιδορήθηκε συστηματικά από τους φιλελεύθερους (και όχι μόνο) πολιτικούς και τα φιλελεύθερα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τόσο στην Ευρώπη, όσο και άλλου, για την υποτιθέμενη γενικευμένη διαφθορά του, η οποία μάλιστα έφτασε να λάβει ουσιοκρατικά χαρακτηριστικά. Τα μνημόνια, λοιπόν, έφεραν και μια αλλαγή της αντίληψης της μεσαίας τάξης, η οποία έπρεπε να σηκώσει το κύριο βάρος των «μεταρρυθμίσεων».

Με το συγκεκριμένο κείμενο, επιχειρούνται ορισμένες κριτικές επισημάνσεις σχετικά με τη χρήση και τη νοηματοδότηση της μεσαίας τάξης από τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, από τα χρόνια που το κόμμα του βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέχρι σήμερα που έχει ήδη κλείσει δύο χρόνια διακυβέρνησης της χώρας. Η ΝΔ είναι το κατεξοχήν δεξιό, συντηρητικό κόμμα της Ελλάδας, που εκφράζει τα συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης, διατηρώντας παράλληλα μια πλατιά κοινωνική βάση συντηρητικών και φιλελεύθερων πολιτών, τα συμφέροντα της οποίας αναπαρήγαγε ως κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα. Όπως ήδη ειπώθηκε, τα χρόνια της κρίσης προέκριναν την αλλαγή υποδείγματος των όρων αναπαραγωγής της μεσαίας τάξης (όχι μόνο στην Ελλάδα), καθώς και την επανανοηματοδότηση της ταυτότητας της τελευταίας, προκειμένου να ανταποκριθεί στις πολιτικές ανάγκες και τα ιδεολογικά οράματα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Νέοι λόγοι έρχονται να ορίσουν την ταυτότητα της ελληνικής μεσαίας τάξης, δίνοντας βάση στον παραγωγικό κι επιχειρηματικό, όσο και απολιτικό, συνετό και «ευπρεπή» της χαρακτήρα. Όπως εύγλωττα υποστήριξε κι ο ίδιος ο Μητσοτάκης από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, η μεσαία τάξη:

είναι με άλλα λόγια οι Έλληνες και Ελληνίδες της διπλανής πόρτας. Είναι αυτοί οι οποίοι έχτισαν την Ελλάδα. Κι ενώ ενώνονται σε ένα σύνολο, δεν μεταβάλλονται σε μάζα. Παραμένουν ξεχωριστές προσωπικότητες με ατομικές ευθύνες. Είναι πολίτες με αίσθηση της κοινής τους μοίρας. Είναι πολίτες που παράγουν δίχως να φωνάζουν. Που απαιτούν από το κράτος αποτελεσματικότητα και σεβασμό στα χρήματα που πληρώνουν. Και απαιτούν να μην προσβάλλουν όχι μόνο τη νοημοσύνη τους αλλά και την αξιοπρέπειά τους. Με άλλα λόγια, κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, για να χρησιμοποιήσω μια ενδυματολογική αναφορά, μεσαία τάξη είναι όλοι αυτοί που συνήθως ντύνονται απλά, όμως, ξέρουν και να φορούν γραβάτα εκεί που πρέπει. (Προβολισιάνος, 2019)

Με αυτό τον τρόπο, επανανοηματοδοτείται η μεσαία τάξη της Ελλάδας μέσα από τα μεταπολιτικά, νεοφιλελεύθερα αφηγήματα που εκφράζει η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη, σε ό,τι αφορά την επίκληση και κατασκευή του μεσοαστικού ακροατηρίου της. Η μεσαία τάξη αποτελεί μια τάξη ενωμένων Ελλήνων που όμως παραμένουν άτομα, που δεν «καπελώνονται» από πολωτικές ρητορικές, που δεν φανατίζονται και που έχουν μια αγοραία σχέση με ένα «επιτελικό» κράτος με το οποίο σχετίζονται σαν ευσυνείδητοι καταναλωτές. Η πολιτικοποίηση και η πολιτική αντιπαράθεση, η πολιτικοκοινωνική διεκδίκηση κατακρίνονται ως βαθιά προβληματικές και παρωχημένες, αν όχι «καταστροφικές» πρακτικές. Ο ατομικός κομφορμισμός στους όρους της αστικής κοινωνίας της εποχής του νεοφιλελευθερισμού είναι η στάση που προκρίνεται στον λόγο του Κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ, αλλά και των φίλα προκείμενων διανοουμένων και ΜΜΕ.

Επομένως, η συγκεκριμένη κατασκευή της μεσαίας τάξης την καθιστά το ιδεατό κοινωνικό υποκείμενο του ιδεολογικού οράματος του Κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του. Επιπλέον, η μεταπολιτική αντίληψη της μεσαίας τάξης που προκρίνεται, η οποία ταυτοποιείται με όρους οικονομικούς, στιλιστικούς, όσο και εθνικούς, εκφράζει και την πιο ανταγωνιστική διάσταση της πολιτικής της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη, που διαγράφει την προσπάθεια περιθωριοποίησης της Αριστεράς και εν γένει ενός εναλλακτικού οράματος για την κοινωνία πέραν του νεοφιλελευθερισμού και του εθνικισμού. Αυτό συνδέεται με τη δεξιά (και τελευταία, ακροδεξιά) στροφή της ΝΔ από τα χρόνια της κρίσης και έπειτα, αλλά και με την ανάπτυξη ενός πολιτικοϊδεολογικού υποδείγματος διακυβέρνησης «αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού» (Mylonas, 2021), που εξελίσσεται και σε άλλες χώρες. Δηλώσεις που σχετίζονται με τη μεσαία τάξη ή με τον «μέσο όρο» της ελληνικής κοινωνίας εκφράζονται εξάλλου και από τους κατεξοχήν εκπροσώπους της ελληνικής ακροδεξιάς στην κυβέρνηση της ΝΔ (βλ. π.χ. Καλουδάς, 2021), αναπαράγοντας λόγους που κατασκευάζουν τις πολιτικές λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων ως απαραίτητες και ως «δίχως εναλλακτική».

Η ΝΔ κατάφερε να χρησιμοποιήσει επικοινωνιακά με επιδέξιο τρόπο τις νεοφιλελεύθερες κατασκευές της μεσαίας τάξης, παράγοντας ένα θετικό αφήγημα που συνέβαλε στην εκλογική της νίκη τον Ιούλιο του 2019. Παρόλα αυτά, τα νομοσχέδια που νομοθετεί (π.χ. στην εκπαίδευση) δυσχεραίνουν τους βασικούς τρόπους αναπαραγωγής των μεσαίων στρωμάτων και περιορίζουν τις δυνατότητες κοινωνικής ανόδου (μέσω π.χ. της εκπαίδευσης). Τα πλείστα κοινωνικά προβλήματα που φέρνουν οι βίαιες οικονομικές πολιτικές της ΝΔ, σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές διεθνές πολιτικοοικονομικό πλαίσιο, εκτονώνονται συχνά σε εθνικιστικές, ρατσιστικές, αντιμεταναστευτικές, καθώς και αντιαριστερές και αντικομμουνιστικές ρητορικές (newsbomb, 2021), όσο και σε πολιτικές που υποτίθεται πως έχουν σκοπό να προστατέψουν το έθνος, την ελληνική κοινωνία και την «ελληνική οικογένεια». Η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη συνεχίζει να επενδύει στον εθνικισμό προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία, έχοντας εκλεγεί και με εθνικιστικά προτάγματα και υποσχέσεις που ούτε η ίδια τήρησε (π.χ., για το Μακεδονικό ζήτημα).

Η άνοδος της ακροδεξιάς σε μια εποχή όπου η αναπαραγωγή των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων δυσχεραίνεται ολοένα και περισσότερο, έχει βεβαίως να κάνει και με τη γενικότερη απουσία ενός οικουμενικού, σοσιαλιστικού οράματος και της υποχώρησης μιας αντίστοιχης πολιτικής κουλτούρας που έθετε κριτικά αναχώματα, τόσο στην ακροδεξιά, όσο και στον νεοφιλελευθερισμό, οι (όποιες) «προοδευτικές» όψεις του οποίου ξεθωριάζουν διαρκώς. Πράγματι, όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Εριμπόν (2020), η κοινωνική ταυτότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας και η διευρυμένη βάση του, περιόριζε τις ξενοφοβικές τάσεις στα χαμηλότερα γαλλικά κοινωνικά στρώματα που ταυτίζονταν με το κομμουνιστικό κόμμα και την κουλτούρα του. Η ιδεολογική ζύμωση που παράγει η ΝΔ περνάει μέσα από την ταυτοποίηση των μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων. Αυτή οξύνει τον ανταγωνισμό ενάντια στην Αριστερά, καλλιεργώντας, πέρα από τον εθνικισμό, τον κοινωνικό σολιψισμό και την πολιτική απάθεια, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από υψηλή ανασφάλεια και χαμηλές προσδοκίες. Μια ενδεχόμενη παράταση της διακυβέρνησης της ΝΔ για μια νέα τετραετία (όποτε γίνουν εκλογές) θα εντείνει αυτά τα χαρακτηριστικά σε βάρος της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

(Ανάλυση του Γιάννη Μυλωνά, Αναπληρωτή Καθηγητή Μέσων και Επικοινωνίας, National Research University Higher School of Economics, Μόσχα – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #5 – Κυβερνητικός λόγος & ΜΜΕ: Φάσεις & αντιφάσεις» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)