Η προπαγάνδα Μητσοτάκη- διαπλοκής έχει αφήσει στο συλλογικό θυμικό της κοινωνίας μένος κατά του Τσίπρα και κάποιοι στο κόμμα του το υποδαυλίζουν. Κάτι πρέπει να κάνει.

Του Γ. Λακόπουλου

Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε πρόεδρος της ΝΔ -με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουν- ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ήδη θριαμβευτής δυο εκλογικών αναμετρήσεων.

 Η πολιτική συγκρότηση και το επικοινωνιακό ιμπέριουμ του τότε πρωθυπουργού, δεν προφέρονταν για σύγκρουση μαζί του. Ο νέος αρχηγός της ΝΔ  δεν είχε τίποτε να αντιπαραθέσει στον χαρισματικό πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.

Εναντίον του  Μητσοτάκη ήταν η σκηνική παρουσία του Τσιπρα, η ηθική ανωτερότητα της Αριστεράς, η αντιμνημονιακή διάθεση της κοινωνίας, η προσωπική προέλευση των δύο μονομάχων της πολιτικής σκηνής και η…Ιστορία.

Με την καταγωγή του, το ρηχό λόγο, την οικτρή δημόσια παρουσία και την απουσία πολιτικής ουσίας, και με μηδέν κοινωνική ευαισθησία, ήταν χαμένος από χέρι. 

Οι πρώτοι που το ήξεραν ήταν οι τότε “βαρόνοι” της ΝΔ -της αδελφής του συμπεριλαμβανομένης- που τον θεωρήσαν αναλώσιμο απέναντι στον Τσίπρα και τον άφησαν να “καεί” -μέχρι να τι θα κάνουν.

Οι επόμενοι ήταν οι πολυπληθείς, εγχώριοι και ξένοι, ειδικοί που ανέλαβαν τη σκηνοθεσία του Κυριάκου: επικοινωνιολόγοι, διαφημιστές, ίματζ μέικερς και πρωτίστως οι ισχυροί των ΜΜΕ και του χρήματος, που απογοητευτήκαν: το άλογο ήταν κουτσό.

Ο Τσίπρας θα έκανε πάρτι απέναντί του- οπότε η προσδοκία τους για απομάκρυνσή του από  την κυβέρνηση πήγαινε περίπατο.

 Η λύση δόθηκε με έναν συνήθη και απολύτως αμερικάνικο τρόπο: τη  μαύρη προπαγάνδα.  

Η προσπάθεια ανάδειξης των προσόντων του Μητσοτάκη δεν είχε τίποτε θελκτικό και καμία τύχη. Όσο θα τον φώτιζαν τόσο θα  αποκαλύπτονταν οι αδυναμίες τους- κατά τη γνωστή παροιμία με τη μαϊμού που χρησιμοποιούσε ο Βαγγέλης Βενιζέλος.

 Έτσι λοιπόν το “κόνσεπτ” της προώθησής του για την πρωθυπουργία διαμορφώθηκε σε δύο άλλους άξονες:

Ο ένας ήταν η απόλυτη σκηνοθεσία της παρουσίας του – παντού και στα πάντα.  Ούτε βήμα και ούτε λέξη, χωρίς πρόβα και προστασία. Για το φόβο της γκάφας τον απέσυραν ταπεινωτικά από το παραδοσιακό debate  των εκλογών.

Στον άλλο άξονα έπεσε το μεγάλο βάρος: να φορτιστεί αρνητικά το  πρόσωπο του Τσίπρα.  

Η “μαύρη προπαγάνδα” κατά του Τσίπρα

Υπήρχαν ήδη κάποια πρόσφορα στοιχεία, όπως η ανάρμοστη συνεργασία του με τον Καμμένο και το ύφος της διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους, από τον ανεκδιήγητο Βαρουφάκη, στις προβληματικές ήδη συμπεριφορές  υπουργών του.

Αυτά συνδέθηκαν με μια μεγάλη αλχημεία: χρέωναν στον Τσίπρα τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, -κυρίως τη φορολογία- που ήταν υποχρεωμένος να εκτελεί- συνεχίζοντας το Μνημόνιο κατ’ ανάγκη. Πιο ήπια και πάντως αποτελεσματικά, αλλά με την υπογραφή του..

Αυτά όμως οφείλονταν στο ΠΑΣΟΚ και τη  ΝΔ που έσυραν τη χώρα στα  Μνημόνια, επειδή τη χρεοκόπησαν.  Κανείς δεν απέδιδε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Κι αυτό έφερε την πρόσφατη ασύλληπτη  ψευδολογία Μητσοτάκη: ο Τσίπρας μας έβαλε στα Μνημόνια… 

Την επιχείρηση συκοφάντησης του Τσίπρα διευκόλυναν οι  συμπεριφορές  υπουργών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Γνωστά πράγματα. 

Καθώς πλησίαζαν οι εκλογές το σύνθημα ποικίλων κέντρων που ήθελαν ξανά τη ΝΔ στην κυβέρνηση δεν ήταν “να έλθει ο Μητσοτάκης”, όπως θα ήταν λογικό αλλά “να φύγει ο Τσίπρας”. 

Σ’ αυτόν το καμβά υφάνθηκε η προεκλογική καμπάνια του προέδρου της ΝΔ, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και η …πολτοποίηση του ιδίου, που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ακόμη και κάποιες παλιές θέσεις του, όπως π.χ.  για το Μακεδονικό, προκειμένου να χτυπηθεί ο Τσίπρας.

Η αντι-Τσίπρα προπαγάνδα -την ώρα που έλυνε το Μακεδονικό, έβγαζε τη χώρα από το Μνημόνιο και άφηνε γεμάτα τα ταμεία του κράτους που παρέλαβε άδεια, έβρισκε έδαφος  πότε με τη συνδρομή του Καμμένου και πότε με τα καμώματα υπουργών και κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ- τα οποία ο Τσίπρας ανέχθηκε.

Στη συντριπτική τους πλειοψηφία όσα καταλογίστηκαν στον Τσίπρα ήταν  ψεύδη, ύβρεις, αθέμιτοι ισχυρισμοί και συχνά ελεεινά και φτηνιάρικα κατασκευάσματα. Αλλά απέδωσαν

Σε συνδυασμό και με τα δικά του λάθη, έχασε τις εκλογές. 

Για πρώτη φορά αναδείχθηκε πρωθυπουργός, όχι γιατί η πλειοψηφία επένδυσε στο πρόσωπο, αλλά γιατί είχε προγραφεί ο αντίπαλός του- από κέντρα εξουσίας , εκτός πολιτικής.

Τον Τσίπρα το 2019 δεν τον νίκησε ο Μητσοτάκης, αλλά οι σπόνσορες του Μητσοτάκη, που έκαναν τη μεγαλύτερη επικοινωνιακή επένδυση που έγινε ποτέ για να κρύψουν τις αδυναμίες του και να σπιλώσουν τον αντίπαλό του, που κάθε άλλο παρά είχε την προφύλαξη των συνεργατών του.

Αυτό το κλίμα σε βάρος του Τσίπρα συντηρήθηκε και μετά τις εκλογές-  αξιοποιήθηκε για να κουκουλωθεί το σκάνδαλο Νοβάρτις και να μείνει στο απυρόβλητο ο Μητσοτάκης. 

Η διαχείριση που έκανε ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στις περιπτώσεις στελεχών του που τον είχαν εκθέσει ως τότε -και συνεχίζει να κάνει-  διευκολύνει να συνεχιστούν οι επιθέσεις εναντίον του. Ως κάλυψη της διακυβέρνησης Μητσοτάκη πλέον.

Ο Μητσοτάκης έχει τελειώσει

Ας μην υπάρχουν αυταπάτες. Ο Μητσοτάκης έχει τελειώσει στη συνείδηση των πολιτών.  Αλλά πάλι στη συνείδησή τους υπάρχει θυμός και αντιπαλότητα προς τον Τσίπρα. 

Οι επιθέσεις που δέχτηκε άφησαν ίχνη.  Στο εξής θα κλιμακωθούν περισσότερο από το 2019  για να μην στραφούν τα βλέμματα τον Μητσοτάκη.

Υποδεικνύοντας τον Τσίπρα ως τον “κακό” της υπόθεσης κερδίζουν έδαφος και χρόνο για τον Μητσοτάκη, μέχρι να διασπαθίσουν  το Ταμείο Ανάκαμψης.

Το θέμα είναι ότι βρίσκουν έδαφος. Όλο και περισσότεροι εξοργίζονται με όσα βλέπουν γύρω τους. Αλλά αντιδρούν με το μονότονο: “μα να έλθει πάλι ο Τσίπρας;”. 

Αυτή η εικόνα αδικεί τον πρώην πρωθυπουργό γιατί δεν εννοούν ακριβώς  τον ίδιο -και κάτι πρέπει κάνει. Τι;  Είναι απλό: να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που τρομάζει δεν είναι αν θα έλθει. Όλοι ξέρουν ότι υπήρξε ακέραιος, παρά τα λάθη του. Είναι ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ θα έλθει.  

Ποιος τρελάθηκε να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ , αν πρόκειται να ξαναδεί υπουργό τον Πολάκη και κάποιους άλλους γνωστούς και μη εξαιρετέους. Που φοβερίζουν -ως προβοκάτορες- ” θα ξανάρθουν και  τη δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς”.

Κανείς δεν θέλει να ξανάρθουν οι συγκεκριμένοι. Αλλά όλο και περισσότεροι θέλουν να ξανάρθει ο Τσίπρας στη θέση του Μητσοτάκη.  Αλλά όχι με αυτούς.

 Η δυσανεξία της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν συνιστά “πρόβλημα Τσίπρα”. Είναι θέμα αποφάσεων που -ΔΕΝ- παίρνει ο Τσίπρας για πρόσωπα και καταστάσεις γύρω του.