Η χώρα μας φτωχή και στα βραβεία Νόμπελ

Γράφει η Καλυψώ

Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί βέβαια ότι οι δικοί μας επιστήμονες και συγγραφείς υστερούν έναντι των άλλων και γι’ αυτό δεν φτάνουν στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης στις 10 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο, για να παραλάβουν με δόξα και τιμές το βραβείο τους.

Άλλος είναι ο λόγος και είναι πολύ λυπηρός! Απλά δεν υπάρχει εθνικός επίσημος μηχανισμός να τον προτείνει!

Κάθε Σεπτέμβριο καλούνται περίπου  700 άτομα ή φορείς από όλον τον κόσμο να υποβάλλουν τις προτάσεις τους για τα επόμενα βραβεία Νόμπελ. Ανάμεσά τους είναι μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας ή αντίστοιχων άλλων Ακαδημιών και φορέων, πανεπιστημιακοί καθηγητές, Νομπελίστες, πρόεδροι ενώσεων που εκπροσωπούν τον χώρο των επιστημών και γραμμάτων της χώρας τους. Είναι σημαντικό πως αν κάποιος έχει ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά αλλά δεν λάβει την πρόσκληση από την Σουηδική Ακαδημία για να υποβάλλει την πρότασή του, έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτοβούλως.

Όσοι καλούνται από την επιτροπή να υποβάλλουν προτάσεις, έχουν περιθώριο να τις στείλουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου προκειμένου να τις επεξεργαστεί στη συνέχεια μια δεκαοκταμελής επιτροπή. Έως τον Απρίλιο έχουν καταλήξει σε 15 με 20 ονόματα, ενώ τον Μάιο έχουν πια μειώσει τον αριθμό των ονομάτων στα πέντε. Καθ’ όλη τη διάρκεια το καλοκαιριού μελετούν το έργο των υποψηφίων και τον Σεπτέμβριο καταλήγουν στην απόφαση.

Κανείς δεν γνωρίζει αν υπάρχουν και ποιοι είναι σήμερα οι Έλληνες  που καλούνται να προτείνουν Έλληνες.seferisnobel-1

Έτσι λοιπόν αν ανακαλέσουμε τους παλιούς ευτυχισμένους Οκτώβρηδες – το 1979 που ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν ο νέος κάτοχος το Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 1963 ο Γιώργος Σεφέρης.

” Ας μου επιτραπεί να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας”  είχε πει ο Ελύτης…

” Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ.

Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του.

Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα…..

‘Οχι ν’ αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι».

Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους…..

……Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος;……

Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ’ αυτή τη γη.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το κάλλος ταυτίσθηκε με το αγαθόν και το αγαθόν με τον Ήλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που -όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους- τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη θέση τους……….

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρόλα αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.”

Δεκαέξι χρόνια νωρίτερα τις 10 Δεκεμβρίου το 1963 ο Γιώργος Σεφέρης στη δική του ομιλία έλεγε:

” Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα.

Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν»…

Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα”